Τετάρτη, Μαΐου 31, 2006
Θεωρίες συνωμοσίας

Τι είναι μια θεωρία συνωμοσίας; Εμπειρικώς και προχείρως, η προσπάθεια να ερμηνεύσεις ένα γεγονός, ανάγοντάς το σε μια μυστική πραγματικότητα, σε κίνητρα που δεν είναι προφανή και που ενέχουν στους στόχους τη σταδιακή και πλήρη καταστροφή του αντιπάλου και την απόλυτη κυριαρχία του κόσμου. Απαραίτητη προϋπόθεση η ύπαρξη μιας «μυστικής αδελφότητας» ή μιας ομάδας που λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο. Κι επειδή οι μυστικές αδελφότητες θριαμβεύουν κατά τον 18ο αι., ίσως εκεί να βρίσκονται οι ρίζες των θεωριών συνωμοσίας. Το βέβαιο είναι ότι στα τέλη του 19ου αι. (μπορεί και νωρίτερα, δεν ξέρω) έχουμε τη χρήση αυτού του ερμηνευτικού σχήματος με τα περίφημα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιων, πανάρχαια (υποτίθεται) κείμενα που αποκάλυπταν την κρυφή και συνωμοτική στρατηγική των Εβραίων για να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Φυσικά, η φιλολογική έρευνα απέδειξε αργότερα ότι τα κείμενα αυτά ήταν κατασκευασμένα – δηλαδή, δεν ήταν διόλου πανάρχαια (αλλά χρονολογούνταν γύρω στα τέλη του 19ου αι.) και δεν είχαν καμία σχέση με τους Εβραίους (αφού μια άλλη εκδοχή τους αφορούσε τους Ιησουΐτες – μάλιστα αυτή η εκδοχή βρέθηκε σ’ ένα από τα «μυθιστορήματα επιφυλλίδων», δηλαδή στα μυθιστορήματα εκείνα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες στις εφημερίδες). Το ενδιαφέρον είναι ότι η δημοσίευση των Πρωτοκόλλων συνέπεσε με την υπόθεση Ντρέυφους και με το κύμα του αντισημιτισμού στη Γαλλία, το οποίο είχε βέβαια οικονομικά και πολιτικά κίνητρα. Παρ’ όλα αυτά, παρά τα πορίσματα της έρευνας, υπάρχουν ακόμη πολλοί που πιστεύουν ότι τα Πρωτόκολλα είναι γνήσια και τα χρησιμοποιούν για να αποδείξουν τα μυστικά σχέδια των Εβραίων – λες και χρειάζεται μια θεωρία συνωμοσίας για να καταλάβουμε τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη.

Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με τα λεγόμενα «ερμητικά κείμενα», μεταφυσικού περιεχομένου που επίσης αναφέρονταν σε θέματα αστρολογίας, μαγείας και αλχημείας (πιθανόν εξαιτίας τους να συνδέθηκαν η αστρολογία, η μαγεία και τα παρόμοια με τη μεταφυσική, που ως κλάδος της φιλοσοφίας ουδεμία σχέση έχει με τα τοιαύτα). Λοιπόν, αυτά τα κείμενα αποδόθηκαν στον Ερμή τον Τρισμέγιστο (τον αιγυπτιακό θεό Θωθ) και υποτίθεται ότι περιείχαν μια χαμένη, πανάρχαια γνώση, που οι ρίζες της πήγαιναν δεκάδες αιώνες πίσω. Μάλιστα, όσοι πίστευαν ότι τα ερμητικά κείμενα ήταν όντως πανάρχαια, επικαλούνταν ως τεκμήριο τον Πλάτωνα: κάποιες από τις ιδέες του Πλάτωνα ανευρίσκονταν στα ερμητικά κείμενα, επομένως αυτό ήταν απόδειξη ότι τα ερμητικά κείμενα προϋπήρχαν του Πλάτωνος (το αντίθετο και πλέον εύλογο, ότι δηλαδή αφού τα ερμητικά κείμενα περιείχαν πλατωνικές αντιλήψεις, έπονταν του Πλάτωνος, απερρίφθη ως αβάσιμον). Οπαδοί αυτής της θεωρίας ήταν λόγιοι της Αναγέννησης όπως ο Πίκο ντελα Μιράντολα (και γενικότερα οι νεοπλατωνικοί) και ο Τζιορντάνο Μπρούνο· μέχρι που ο επιφανής Ισαάκ Καζαουμπόν, επίσης της Αναγέννησης, απέδειξε με φιλολογικά επιχειρήματα ότι τα κείμενα δεν ήταν πανάρχαια, αλλά της εποχής του. Πλην ματαίως: τον 17ο αιώνα, η ερμητική φιλοσοφία γνώρισε τεράστια άνθηση και συνδέθηκε με τις μυστικές εταιρείες, ενώ από τον 19ο αι. απετέλεσε αναπόσπαστο στοιχείο κάθε αξιοπρεπούς αποκρυφιστικής «φιλοσοφίας». Και κατά μία περίεργη σύμπτωση, όσοι επικαλούνται τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, αργά ή γρήγορα αναφέρονται και στα ερμητικά κείμενα.

Εδώ και καιρό έχω την απορία πότε ξεκίνησε αυτός ο ερμηνευτικός συρμός. Να υπήρχε άραγε στην αρχαιότητα; Όσο έχω διαβάσει, δεν έχω βρει στοιχεία που να τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο, ούτε στους Έλληνες ούτε στους Λατίνους ιστορικούς. Κάποιος έλεγε ότι ο πρώτος θεωρητικός συνωμοσιολόγος ήταν ο Ηρόδοτος, που επιχείρησε να αναγάγει τους περσικούς πολέμους σε μια παλαιά αντιπαλότητα μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων – πιθανόν, αλλά εγώ δεν τον διαβάζω έτσι τον Αλικαρνασσέα. Ακόμη κι αν πάρει κανείς κατά γράμμα τα λεγόμενά του περί παλαιάς αντιπαλότητας, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: οι βάρβαροι ήθελαν να εκδικηθούν τους Έλληνες. Τελεία και παύλα. Ούτε κρυφά σχέδια, ούτε μυστικά κίνητρα.

Η αποδοχή μιας θεωρίας συνωμοσίας, ως ερμηνευτικού μοντέλου, προϋποθέτει έναν τρόπο σκέψης μη-ορθολογικό. Φυσικά, το τελικό μοντέλο εμφανίζεται άκρως συνεπές και απόλυτα ορθολογικό: η μία πρόταση απορρέει από την άλλη, στηρίζεται σθεναρά σ’ αυτήν και το σύνολο μοιάζει άκρως συνεκτικό· γι’ αυτό είναι αληθοφανές, πειστικό και σε παρασύρει να το πιστέψεις, ή έστω να σκεφτείς ότι θα μπορούσαν να είναι έτσι τα πράγματα. Αν το ψάξεις, όμως, σε βάθος θα βρεις ότι κάτι δεν κολλάει, ότι κάπου γίνεται ένα λογικό άλμα, ότι σε ένα σημείο αποδέχεσαι αυθαίρετα μια πρόταση ή μια γενική αρχή. Ας πάρουμε για παράδειγμα την προσφιλή εν Ελλάδι αντίληψη ότι «είμεθα έθνος ανάδελφον», συνεπώς όλοι μας ζηλεύουν και μας καταδιώκουν. Αυτή είναι η γενική αρχή όλων των θεωριών συνωμοσίας που προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη νεοελληνική κακοδαιμονία αποδίδοντας τις ευθύνες σε «ξένους κύκλους»: τους άθεους Ευρωπαίους ή τους Εβραίους. Ως εκ τούτου, και προκειμένου να μας εξαφανίσουν από προσώπου γης, οι εν λόγω κύκλοι αποσταθεροποιούν μία προς μία όλες τις αξίες μας: τη γλώσσα, τη θρησκεία, την οικογένεια και παραλλήλως κανονίζουν έτσι τα πράγματα στην εξωτερική μας πολιτική ώστε να βρεθούμε συρρικνωμένοι μεταξύ Λαμίας και Κυθήρων. Ωραία όλα αυτά – όντως, αν το σκεφτείς από αυτήν την άποψη, αποκτά μια λογική το πράγμα, καταλαβαίνεις, λ.χ., γιατί έγινε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, γιατί ο Κωστόπουλος έβγαλε το Κλικ, γιατί ο Σημίτης ξεκίνησε την ιστορία με τις ταυτότητες, γιατί έγινε η άρση του εμπολέμου με την Αλβανία, γιατί διαλύθηκε η Γιουγκοσλαβία, και γιατί έχουμε την εξωτερική πολιτική που έχουμε στα ελληνοτουρκικά. Αλλά, αν αναρωτηθείς τι τέλος πάντων κάναμε και μας μισούνε όλοι και θέλουν να μας καταστρέψουν, εκεί αντιλαμβάνεσαι το διανοητικό βραχυκύκλωμα. Επειδή είμαστε οι καλύτεροι. Πού είμαστε οι καλύτεροι; Σε ποιον τομέα; Γιατί αποτελούμε απειλή; Ουδεμία σαφής και τεκμηριωμένη στην πραγματικότητα απάντηση. Στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχει μια αναγωγή στο εν δυνάμει με την αναλογική χρήση, βεβαίως, του αρχαίου ή του βυζαντινού μας παρελθόντος: όπως στην αρχαιότητα κυριαρχήσαμε σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο (το γεγονός ότι οι Κινέζοι είχαν ήδη σημαντικό πολιτισμό, προφανώς δεν ενδιαφέρει) ή όπως στο Βυζάντιο φτιάξαμε μια χιλιετή αυτοκρατορία, έτσι και σήμερα μπορούμε εν δυνάμει να ξαναγίνουμε κυρίαρχοι – γι’ αυτό, οι σκοτεινοί κύκλοι φροντίζουν να μας καταστρέψουν πριν συμβεί το απευκταίο. Επιπλέον, οι σκοτεινοί αυτοί κύκλοι δεν είναι παρά η σύγχρονη εκδοχή των δυνάμεων του Κακού που αντιμάχονται τις δυνάμεις του Καλού (εμάς).

Δεν θα σχολιάσω το ειδικότερο φασιστικού τύπου περιεχόμενο αυτών των αντιλήψεων – είναι φανερό. Θα επισημάνω όμως ότι η μη-ορθολογική προϋπόθεση που απαιτείται προκειμένου να γίνει αποδεκτή μια θεωρία συνωμοσίας οφείλεται στον τρόπο σκέψης που εισήγαγαν στην ανθρώπινη ιστορία οι εξ αποκαλύψεως θρησκείες. Αν αποδέχεσαι ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο εκ του μη όντος, ότι ο διάβολος επαναστάτησε εναντίον του (να μια ενδιαφέρουσα συνωμοσία), ότι κατά καιρούς ο Θεός επεμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία και την κανονίζει αναλόγως, υποβάλλοντας σε δοκιμασίες τον εκλεκτό του λαό, τότε έχεις προπονηθεί έξοχα για να πιστέψεις τις ποικίλες συνωμοσιολογίες. Φυσικά, αν μπορείς να κάνεις διάκριση μεταξύ πίστης και γνώσης (δύσκολο, αλλά γίνεται) θα είσαι πιο κριτικός απέναντι σε κάτι τέτοια και πιθανότατα δεν θα παρασυρθείς.

Ένας από τους σημαντικότερους σχολαστικούς φιλοσόφους του μεσαίωνα, ο Γουλιέλμος του Όκαμ, διατύπωσε τον περίφημο κανόνα που έμεινε έκτοτε να ονομάζεται “Occams razor”: do not multiply entities beyond necessity. Δηλαδή, μην πολλαπλασιάζεις τις οντότητες, πέραν του αναγκαίου. Ή αλλιώς: η απλούστερη και πιο «οικονομική» εξήγηση είναι συνήθως πλησιέστερα στην αλήθεια. Ας πούμε ότι ο Νεύτων κάθεται κάτω από τη μηλιά και του πέφτει ένα μήλο στο κεφάλι. Θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο Αδάμ απεφάσισε μετά από αιώνες να εκδικηθεί την αχόρταγη σύντροφό του και να την πετροβολήσει με μήλα· ή ότι διάβολοι και άγγελοι το ’ριξαν στο μηλοπόλεμο· ή ότι ο ατυχής πιτσιρικάς βαρέθηκε να έχει το μήλο στο κεφάλι του και το πέταξε στον Γουλιέλμο Τέλλο – και πλείστα όσα σενάρια. Όμως, καθένα από αυτά τα σενάρια προϋπέθετε δεκάδες άλλες παραμέτρους (Θεούς, διαβόλους, κοσμικές συνωμοσίες, χωροχρονικά άλματα) – στην προκειμένη περίπτωση, η πιο «οικονομική» ερμηνεία ήταν ο νόμος της βαρύτητας.

Κάθε θεωρία συνωμοσίας έρχεται να θέσει σε δοκιμασία τον κανόνα του Όκαμ. Αλλά ο ορθολογισμός είναι δύσκολο πράγμα – ενίοτε σε αναγκάζει σε παραδοχές δυσάρεστες. Ο ερμητικός τρόπος σκέψης είναι πιο παρήγορος – πάντα οι ευθύνες πέφτουν σε κάποιους άλλους· εσύ είσαι το αιώνιο θύμα, ο αιωνίως διωκόμενος. Βολεύει περισσότερο και επιπλέον καλλιεργεί σαφέστατα συναισθήματα ανταπόδοσης.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:39 π.μ. | Ενθύμιον | 19 σημειώσεις
Επιστήμονες και καλλιτέχνες

Στο αφιέρωμα της εφημερίδας Η Καθημερινή, «Επτά Ημέρες» (24-25 Δεκ. 2005) για τα τετρακόσια χρόνια από την έκδοση του μυθιστορήματος του Μιγκέλ δε Θερβάντες Ο χαρισματικός ιδαλγός Δον Κιχώτης της Μάντσα, Ιππότης της Ελεεινής Μορφής (Μαδρίτη 1605), διάβασα το κείμενο του συγγραφέα και μεταφραστή Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή «Ο Δον Κιχώτης είναι εδώ!» και στάθηκα στα ακόλουθα:

… ο Δον Κιχώτης εκφράζει το χαρακτηριστικό ενός κόσμου, που χωρίς την αποτυχία δεν έχει μέλλον.

Αν αυτό το χαρακτηριστικό ισχύει, τότε ο Δον Κιχώτης είναι απαραίτητος: αν δεν τον είχε γράψει ο Θερβάντες, κάποιος άλλος θα τον είχε γράψει. (σελ. 6, 4η στήλη)

Από όσα γράφει ο Δρακονταειδής, πριν από το ανωτέρω παράθεμα, το χαρακτηριστικό που αναφέρει ισχύει, επομένως το μυθιστόρημα Δον Κιχώτης είναι απαραίτητο. Θα γραφεί. Από ποιον; Δεν έχει σημασία. «Κάποιος άλλος θα το είχε γράψει».

Όμως ο Δρακονταειδής συνεχίζει:

Εκείνο που καθιστά τον Δον Κιχώτη δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο είναι ότι τα πρόσωπα του έργου είναι τρία: ο Δον Κιχώτης, ο Σάντσο Πάντσα και ο ίδιος ο Θερβάντες που […] ξέρει περί ποίου ο λόγος, αφού η ζωή του υπήρξε αρκούντως δονκιχωτική: […]

Αν κατανοώ τα λόγια αυτά, το μυθιστόρημα Δον Κιχώτης δεν θα μπορούσε να το έχει γράψει κανένας άλλος εκτός από τον Θερβάντες, είναι «δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο». Μας λέει, δηλαδή, ο Δρακονταειδής ότι, παρ’ όλο που το μυθιστόρημα «εκφράζει το χαρακτηριστικό ενός κόσμου, που χωρίς την αποτυχία δεν έχει μέλλον» και επομένως κάποιος άλλος θα το είχε γράψει (αν, π.χ., σκοτωνόταν ο Θερβάντες στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, δεν θα άλλαζε και τίποτα, ο κόσμος θα ήταν ο ίδιος), το γεγονός είναι ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι «δημιούργημα του Θερβάντες και μόνο» και κανένας άλλος δεν θα το είχε γράψει. Έχουμε εδώ μια πρόταση π και μία άλλη πρόταση όχι-π. Η σύζευξη αυτών απότελεί αντίφαση. Και ο αντιφατικός λόγος δεν μας λέγει τίποτα.

Με αφορμή τα ανωτέρω παραθέματα, θέλω να υποστηρίξω τη θέση ότι το μυθιστόρημα Δον Κιχώτης ουδείς άλλος θα μπορούσε να το έχει γράψει, εκτός από τον Θερβάντες. Γενικότερα, αν το χ είναι ένα έργο τέχνης και το ψ είναι ο δημιουργός του, τότε έχουμε τον ακόλουθο τύπο: Αν το χ είναι δημιούργημα του ψ, τότε η μη ύπαρξη του ψ συνεπάγεται τη μη ύπαρξη του χ. Θα ονομάσω τον τύπο αυτό «νόμο του αναντικατάστατου». Για να γίνω κατανοητός: Παραθυρόφυλλα, τραπέζια, σκαμνάκια και πιατοθήκες μπορεί να φτιάξει οποιοσδήποτε καλός ξυλουργός. Αν ένα συγκεκριμένο τραπέζι δεν το φτιάξει ο μαστρο-Γιώργος, θα το φτιάξει ο μαστρο-Μιχάλης, κι αν δεν το φτιάξει ο μαστρο-Μιχάλης, θα το φτιάξει ο μαστρο-Γρηγόρης, κι αν δεν το φτιάξει άνθρωπος, το φτιάχνουν και μηχανές. Η ύπαρξή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Ουδείς αναντικατάστατος. Θα δώσω άλλο παράδειγμα: Στα μαθηματικά, η θεωρία του Διαφορικού Λογισμού (ΔΛ) διετυπώθη από τον Νεύτωνα, αλλά η σχέση μεταξύ της ύπαρξης του Καρτέσιου και της θεωρίας του ΔΛ δεν είναι αναγκαία. Η ύπαρξη της θεωρίας του ΔΛ δεν εξαρτάται εξ ανάγκης από την ύπαρξη του Νεύτωνα. Η θεωρία του ΔΛ μπορεί να υπάρξει και χωρίς τον Νεύτωνα κι αυτό γιατί, όπως λένε οι ιστορικοί των μαθηματικών, ο Λάιμπνιτς είχε διατυπώσει την ίδια θεωρία σχεδόν ταυτοχρόνως. Άλλο παράδειγμα είναι η θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Η ύπαρξή της δεν είναι αναγκαίως συνδεδεμένη με την ύπαρξη του Κοπέρνικου. Χιλιάδες χρόνια πριν από τον Κοπέρνικο, την είχε διατυπώσει ο Αρίσταρχος ο Σάμιος. Αλλά και στον τεχνολογικό τομέα έχουμε πάρα πολλές περιπτώσεις εφευρέσεων, των οποίων οι φερόμενοι ως εφευρέτες αμφισβητούνται. Πριν από αυτούς, άλλοι έκαμαν τις εφευρέσεις, χωρίς να υπάρχει κλοπή από τους μεταγενέστερους. Στα επιτεύγματα του νοός, δεν ισχύει ο νόμος του αναντικατάστατου τον οποίον ανέφερα για την περίπτωση των δημιουργημάτων των καλών τεχνών. Αν, π.χ., ο Αϊνστάιν δεν διετύπωνε τη θεωρία της σχετικότητας, αργά ή γρήγορα θα τη διετύπωνε κάποιος άλλος επιστήμονας. Αλλά, απ’ ό,τι γνωρίζω, δεν υπάρχουν περιπτώσεις δημιουργίας έργων τέχνης, π.χ., της ίδιας τεχνοτροπίας από διαφορετικούς δημιουργούς, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Αν δεν υπήρχε ο Βαν Γκογκ, οι πίνακές του δεν θα υπήρχαν, επειδή κανένας άλλος δεν θα ζωγράφιζε όπως αυτός. Αν δεν υπήρχε ο Καβάφης ή ο Κάλβος, κανένας δεν θα έγραφε ποιήματα όπως αυτοί. Έχουμε, βεβαίως, μιμητές των ποιημάτων τους και μάλιστα τόσο καλούς που βραβεύονται κιόλας, τα έργα τους όμως είναι μιμήματα πρωτοτύπων.

Τα δημιουργήματα των καλών τεχνών δεν είναι δημιουργήματα του νοός. Είναι πρωτίστως δημιουργήματα του θυμικού της ψυχής των ανθρώπων και όχι του νοητικού της μέρους. Όταν πεθαίνει ένας μεγάλος επιστήμονας, δεν δημιουργείται κανένα κενό στην ζωή μας την επιστημονική. Παν ό,τι θα προσέφερε στην επιστήμη, αργά ή γρήγορα θα προσφερθεί από άλλους επιστήμονες. Αν όμως πεθάνει ένας μεγάλος ή μικρός ποιητής, λογοτέχνης ή ζωγράφος, τότε όντως δημιουργείται κενό, και μάλιστα μεγάλο, γιατί το κενό που αφήνει παραμένει στον αιώνα τον άπαντα. Δεν πληρούται από κανέναν. Αυτά που ήταν να δημιουργήσει χάνονται μαζί του. Με άλλα λόγια, ο νους είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, το θυμικό όμως είναι ίδιον του καθενός μας. Όταν χάνεται ένα θυμικό, χάνεται κι ένας κόσμος, όταν χάνεται ένας νους, δεν χάνεται τίποτα.

Υπογραφή: Ο Ξυλουργός
Και για την αντιγραφή: Λίτσα
 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:55 π.μ. | Ενθύμιον | 11 σημειώσεις
Δευτέρα, Μαΐου 29, 2006
Τα πράγματα, η μνήμη...
Το πέρασμά μου από την παιδική ηλικία στην εφηβεία το έχω συνδέσει με δύο γεγονότα, διαφορετικής σημασίας: την απώλεια των αντικειμένων που με συντρόφευαν στα παιδικά μου χρόνια και την αποκάλυψη μιας αλήθειας. Για το πρώτο, δεν έφταιγε κανείς – έτυχε. (Για το δεύτερο, έφταιγαν όλοι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, αρκετά αδιάφορη για να την αφηγηθώ). Από την εποχή της εφηβείας έχουν απομείνει περισσότερα πράγματα· ανασκαλεύοντας, κάποτε, βρήκα κι ένα καπάκι μπύρας, από μια θορυβώδη εξόρμηση που ξεκίνησε νωρίς το απόγευμα σ’ ένα καφενείο στο Παλιόκαστρο, έξω από το Ηράκλειο, και κατέληξε ξημερώματα σε μια παραλία της Ιεράπετρας.

Δεν ξέρω γιατί κρατάμε πράγματα. Κοιτάζω γύρω μου στο γραφείο – δεν υπάρχει ούτε ένα χιλιοστό χώρου άδειο· τα συρτάρια μου ξέχειλα· και στο πάτωμα κάτι παλιά ξύλινα κουτιά, γεμάτα κι εκείνα. Μπορώ να περιγράψω με λεπτομέρειες την ιστορία κάθε αντικειμένου – σε ολόκληρο το σπίτι. Πού το βρήκα, πότε το πήρα, ποιος μου το έδωσε. Σαν τις παλιές φωτογραφίες: τις κοιτάζω και μπορώ να αφηγηθώ ακριβώς τις λεπτομέρειες ολόκληρης εκείνης της ημέρας. Θυμάμαι τον Funes του Borjes – θα είναι φρικτό να έχεις αποκτήσει μια μνήμη τόσο τερατώδη. Και, κατ’ αντιδιαστολή, μου έρχεται στο νου η υπέροχη εκείνη αϋπνία που προσέβαλε τους ήρωες του Marques στο Εκατό Χρόνια Μοναξιά· στην κορύφωσή της, εξελίχθηκε σε απόλυτη αμνησία.

Αλλά, έλεγα για τα αντικείμενα. Μια φίλη μου έχει την ικανότητα να βλέπει σε κάθε αντικείμενο μια αισθητική όψη που δεν είναι αμέσως ορατή. (Σαν τον Jan Vermeer: οι ιστορικοί της τέχνης λένε ότι έβλεπε τα πράγματα με έναν τρόπο μοναδικό – he looked the things harder than others have looked at them. Harder – δηλαδή πιο έντονα, πιο βίαια, πιο σκληρά). Το σπίτι της είναι ασφυκτικά γεμάτο αντικείμενα· δεν τα έχει για να τα χρησιμοποιεί, αλλά για να τα βλέπει – η πεμπτουσία της αισθητικής θέασης του κόσμου. Μερικές φορές που πήγα να τη δω, της ζήτησα να καθίσουμε έξω στην αυλή. Στο σπίτι ασφυκτιούσα, ένιωθα μ’ έναν τρόπο εφιαλτικό ότι γινόμουν κι εγώ αντικείμενο, αφημένο σε μια γωνιά, σιωπηλό, να συμβολίζω κάτι έξω από μένα.

Δεν ξέρω αν τα αντικείμενα που μαζεύει η φίλη μου είναι φορτωμένα μνήμες – μνήμες δικές της, εννοώ. Υποψιάζομαι πως όχι. Δεν την ενδιαφέρει το κρυμμένο νόημα των αντικειμένων, αλλά η εξωτερική τους όψη, σχήματα, γραμμές, χρώματα, ατέλειες. Με κάποιο τρόπο, η εναρμόνισή τους μέσα στο χώρο δεν είναι άσχημη, δηλαδή δεν σου προκαλεί απαρέσκεια, σου προκαλεί φρίκη και η φρίκη μπορεί να εγείρει αισθητική συγκίνηση.

Σπανίως μάζεψα αντικείμενο μόνο για την αισθητική του όψη. (Δεν μιλώ για ομορφιά, ή τουλάχιστον όχι μόνο για ομορφιά – θα μπλέξουμε σε ζητήματα υποκειμενικών ορισμών και αυτή η κουβέντα θα οδηγήσει αλλού). Μπορεί να λέω ότι ένα αντικείμενο είναι «ωραίο», αλλά συνήθως μέσα σ’ αυτή τη λέξη βάζω πολλές ακόμη έννοιες, που δεν σχετίζονται κατ’ ανάγκην με μορφικές ποιότητες. Ωραίο μπορεί να είναι κάτι που μου χάρισε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο· κάτι που συνέδεσα με μια καλή ή και άσχημη στιγμή· κάτι που μ’ έκανε να κλάψω. Αρκετά από τα πράγματα που έχω γύρω μου δεν είναι ωραία με τη συνήθη έννοια – είναι απλώς αδιάφορα. Κάποιος άλλος πιθανότατα δεν θα τα κοίταζε καν – ευτυχώς, έτσι δεν θα μπορούσε να εισβάλει απρόσκλητος στον κόσμο μου.

Δεν θυμάμαι να είχα αγαπημένα πράγματα όταν ήμουν παιδί. Ή μάλλον όχι – ήταν ένα γούνινο κουνελάκι κουρδιστό, που κρατούσε ένα καρότο· όταν το κούρδιζες, κουνούσε τα μπροστινά του πόδια και φαινόταν να τρώει. Βρισκόταν χρόνια επάνω στην τηλεόραση – ως διακοσμητικό· δεν επιτρεπόταν να παίξω μ’ αυτό να μην το χαλάσω, έπρεπε (έλεγαν) να το έχω όταν μεγαλώσω. Κάποια στιγμή, όταν άλλαξαν οι συνθήκες, διεκδίκησα αποφασιστικά το κουνελάκι και το κέρδισα· ανώφελη μάχη, διότι δεν υπήρχε πλέον πρόθεση να παραμένει ως διακοσμητικό. Θα πρέπει να έβγαλα το άχτι χρόνων, γιατί χάλασε· ούτε που ξέρω τι απέγινε. Ως έφηβη, τα αντικείμενα που αγαπούσα ήταν, ας πούμε, πιο συμβολικά – βιβλία, αφίσες, τέτοια πράγματα. Μόνο τα βιβλία έχουν απομείνει πια και κάποια άλλα μικροπράγματα, προσωπικά, όπως εκείνο το καπάκι της μπύρας.

Από πότε άρχισα να μαζεύω πράγματα; Νομίζω από το Πανεπιστήμιο. Συνεχίζω ακόμη. Μου αρέσει. Μερικά είναι πιο αγαπημένα – αυτά τοποθετούνται προνομιακά στο γραφείο μου, το πιο αγαπημένο μου μέρος, όπου περνάω τον περισσότερο χρόνο μου. Δεν ξέρω αν είμαι συναισθηματικά συνδεδεμένη μ’ αυτά. Φυσικά, έχουν για μένα ένα νόημα ειδικό – όμως, δεν νιώθω εξαρτημένη από την παρουσία τους. Έζησα κάμποσο καιρό χωρίς αυτά. Ίσως ήταν ένα πείραμα, μια δοκιμασία που επέβαλα στον εαυτό μου για να αποφύγω ακριβώς τέτοιες συνδέσεις. Μου αρέσει που ζω ανάμεσά τους, όμως ξέρω ότι μπορώ να ζήσω έχοντας μόνο μια βαλίτσα στο χέρι και μετακινούμενη από τόπο σε τόπο, σε χώρους απρόσωπους και αδιάφορους. Ίσως το κάνω κάποτε.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 10:32 π.μ. | Ενθύμιον | 13 σημειώσεις
Σάββατο, Μαΐου 27, 2006
Η ιστορία με την Άννα

Η Άννα δεν ήταν από τις γυναίκες που τις προσέχεις με την πρώτη ματιά – ούτε και με τη δεύτερη, εδώ που τα λέμε, αν ήταν στην παρέα καμιά από εκείνες τις εντυπωσιακές. Αλλά, αν την πετύχαινες την ώρα που μιλούσε, βρε δεν πα’ να ’ταν κι η Σκλεναρίκοβα δίπλα της, όλα τα βλέμματα καρφώνονταν πάνω της. Λες κι η φωνή της είχε τη δύναμη να υπνωτίζει· την κοιτούσες και τότε ανακάλυπτες ότι ήταν όμορφη με τον τρόπο της, ότι είχε κάτι ιδιαίτερο, που δεν μπορούσες να εντοπίσεις στα χαρακτηριστικά της ή στον αέρα της ή στα χέρια της που τα κουνούσε διαρκώς όταν μιλούσε.

Αυτό το «κάτι» ήταν που έκανε το Γιώργο να νευριάσει όταν την πρωτογνώρισε. Γιατί, τον κράτησε καθηλωμένο στη θέση του και δεν του έδωσε και ιδιαίτερη σημασία. Του χαμογέλασε βέβαια ευγενικά όταν τους σύστησαν, αλλά τα μάτια της πέρασαν από πάνω του χωρίς να σταματήσουν ούτε για τους τύπους.

Ο Γιώργος σε τέτοια δεν ήταν συνηθισμένος. Ομορφόπαιδο στα νιάτα του, και στα 47 του διεκδικούσε επαξίως τον τίτλο του «γόη». Είχε και κάτι το μάγκικο επάνω του, όχι υπερβολές, ίσα να φαίνεται ότι είναι παιδί της πιάτσας κι όχι κανένας φλώρος. Παιδί μάλαμα, έξω καρδιά, κιμπάρης που λέγανε οι παλιοί. Παντρεμένος από χρόνια, με δυο παιδιά στην εφηβεία, αλλά η αδυναμία, αδυναμία· μόλις έβλεπε γυναίκα εμφανίσιμη, έτρεχε πίσω της ο μπαγάσας. «Έτρεχε» - τρόπος του λέγειν. Δεν χρειαζόταν να κυνηγήσει γυναίκες ο Γιώργος, γιατί τον κυνηγούσανε αυτές. Έτσι να έρριχνε μια ματιά τριγύρω, έτοιμες να πέσουνε στα πόδια του. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να διαλέξει με ποια θα πέρναγε τη νύχτα του – ή τις νύχτες του, αν τύχαινε να του αρέσει η ιστορία κι αν τα βρίσκανε και στο κρεβάτι. Από τότε που άρχισε να κυκλοφορεί στην πιάτσα, ζήτημα να ’μεινε μόνος του ένα-δυο μήνες συνολικά. Μπα, και πολύ λέω. Άσε, που αν λογάριαζες τον καιρό που ήτανε με δυο ή τρεις συγχρόνως (χώρια τη γυναίκα του), και ξεδίπλωνες το χρόνο γραμμικά, θα ’βγαινε πως ο Γιώργος ήταν μπλεγμένος στα ερωτικά πριν ακόμη γεννηθεί.

Αλλά, αν τον καλορωτούσες, το σκηνικό στο βάθος δεν του πολυάρεσε. Ναι, εντάξει, καλά περνούσε, όμως τον πείραζε που δεν ήτανε εκείνος ο κυνηγός. Δηλαδή, θα ’θελε να ’βρισκε καμιά «δύσκολη», κάποια που να μην του κάτσει με την πρώτη – να την πολιορκήσει, εκείνη να του αρνηθεί, αυτός πάλι να ξαναδοκιμάσει, να υπάρχει μια τελετουργία, βρε αδερφέ, ένα παιχνίδι, κι ύστερα, όταν εκείνη πια θα υπέκυπτε στην ερωτοτροπία, να έχει ο Γιώργος την αίσθηση ότι κέρδισε ένα τρόπαιο. Τη φάση «σε βλέπω-μου κάνεις-πηδιόμαστε» την είχε βαρεθεί. Και, κατά καιρούς, ονειρευόταν μια άλλη φάση, πιο «παλιομοδίτικη» - κουβεντούλα, αντιπαράθεση, να δείξει και η γκόμενα ότι αξίζει κάτι τι πέρα από το πήδημα, έτσι κι αλλιώς αυτό μπορούσες να το κάνεις με οποιαδήποτε («λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή ομοία» συνήθιζε να λέει ο Γιώργος, γιατί του άρεσαν οι αρχαίοι), αλλά με πόσες μπορούσες να έχεις μια επικοινωνία ουσιαστική; Μάταια. Όσο κι αν έψαχνε, τέτοια γκόμενα δεν έβρισκε. Αλλά μπορεί και να ’φταιγε που κυκλοφορούσε σε λάθος κύκλους.

Σε τέτοιον υπαρξιακό προβληματισμό βρισκότανε, την εποχή που μπλέχτηκε με την Άννα - 33 χρονών εκείνη, με πτυχία, διδακτορικά και ξένες γλώσσες δίδασκε σ’ ένα πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Κοντοστάθηκε ο Γιώργάκης όταν το έμαθε – πού πάς να μπλέξεις, του είπανε κι οι άλλοι, ετούτη σε μασάει και σε φτύνει πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, καμία σχέση με τις χαζογκόμενες που τραβιέσαι. Να το ακούσει πείσμωσε – ρε δεν πα’ να λέτε! Ποια γυναίκα μου αντιστάθηκε εμένα;

Η Άννα πάντως όχι. Δεν είχαν κλείσει βδομάδα γνωριμίας και ξύπνησε στην αγκαλιά του σε σουΐτα πολυτελούς ξενοδοχείου στο Σούνιο. Μόνο που έγινε κάπως περίεργα όλη η φάση. Γιατί η Άννα μπορεί να μην στάθηκε το «δύσκολο» κάστρο που ονειρευότανε ο μοιραίος εραστής, από την άλλη όμως «εύκολη» με την τρέχουσα σημασία του όρου δεν την έλεγες. Το ότι έπεσε στο κρεβάτι του, ήταν το λιγότερο, το ένιωθε ο Γιώργος. Εκεί που δεν μπορούσε να την πιάσει ήταν στην κουβέντα: όλο και του ξέφευγε, όλο και τον αποστόμωνε κι εκεί που νόμιζε ότι την είχε κατατροπώσει, του ’βγαινε από τ’ αριστερά και με δυο λέξεις τον αποτέλειωνε. Και το πιο παράξενο – σαν να ’τανε μέσα στο μυαλό του, λες κι ήξερε τι χορδές ν’ αγγίξει, τι λέξεις να ξεστομίσει για να τον κάνει να κρέμεται από τα χείλη της. Βρέθηκε, λοιπόν, ο Γιωργάκης εξαρτημένος από φιλολογικές συζητήσεις και αναλύσεις περί έρωτος και φιλοσοφίας.

Τυχεράκια, αυτή τη φορά σου ’φεξε, του λέγανε οι φίλοι του. Κοίτα μόνο μην αρχίσεις τις μαλακίες, γιατί η κοπέλα είναι εντάξει. Άμα τη γουστάρεις, να είσαι κύριος, ειδαλλιώς πες της το να τελειώνει το παραμύθι. Κύριος; Μόνο κύριος δεν ήταν ο Γιώργος, που μόλις η Άννα πήρε το αεροπλάνο για τη Γαλλία, ξαναγύρισε στις παλιές του συνήθειες – τσάρκες, γκομενίτσες, ξενύχτια και κραιπάλη. Και το καλοκαίρι που ξαναγύρισε εκείνη, το άλλαξε το ποίημα: είσαι εξαιρετική, της είπε, αλλά εγώ ρεμάλι, δεν σου αξίζω, δεν μπορώ να είμαι μονογαμικός. Η Άννα τον κοίταξε ανέκφραστη. «Και ποιος σου ζήτησε αποκλειστικότητα;» τον ρώτησε σιγανά, ανάβοντας με ήρεμες κινήσεις το τσιγάρο της. Έπαθε μπλακ-άουτ ο Γιωργάκης. «Ορίστε;» έκανε να ψελίσει, αλλά κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμος. «Ναι, αλλά είμαι και της παλιάς σχολής», της είπε, «εγώ μπορώ να γυρίζω με άλλες, αλλά αυτό δεν ισχύει και για σένα· αν είμαστε μαζί, θα είσαι μόνο μαζί μου». Δεν μπορεί, τώρα θ’ αντιδράσει, σκέφτηκε. Αλλά η Άννα τον κοίταξε ίσα μες στα μάτια· «ωραία, βάλε εσύ τους όρους», του χαμογέλασε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, τους έβαλε τους όρους. Να μείνουμε φίλοι, της ζήτησε. Τα μάτια της σκοτείνιασαν, μπορεί να βούρκωσαν κιόλας, αλλά πάλι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Εντάξει, φίλοι. Η Άννα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Του τηλεφωνούσε συχνά να μάθει νέα του (εκείνος πάλι, ποτέ δεν ανταπέδωσε) και όποτε βρισκόταν στην Ελλάδα, βγαίνανε και τα λέγανε σαν να είχαν κάνει μαζί φαντάροι. Ο Γιώργος ένιωθε άνετα μαζί της, την εμπιστευόταν, της έλεγε τα πάντα, ακόμη και τα ερωτικά του κι εκείνη τον άκουγε, αστειευόταν, τον πείραζε, προσπαθούσε να του βρει λύση στα προβλήματά του. Περνούσαν ώρες και ώρες μαζί – όλα ήρεμα κι ωραία, αλλά ο Γιώργος δεν ήταν και πάλι ευχαριστημένος. Κατά καιρούς τον έτρωγε τι κάνει στη Γαλλία, αν είναι μόνη της ή με κάποιον (γιατί η Άννα ποτέ δεν του μιλούσε για τέτοια), και σκεφτόταν μήπως βιάστηκε να ορίσει τη σχέση τους ως φιλική – αλλά, βέβαια, τις παλιές του τις συνήθειες δεν τις άφηνε.

Πέρασαν έτσι σχεδόν δυο χρόνια. Γενάρης του 2002, παραμονή που η Άννα θα έφευγε ξανά, βγήκανε για φαγητό με μια παρέα κι ύστερα, ενώ την πήγαινε στο σπίτι της –«ρε, δεν πάμε στο “Διόνυσο” να πιούμε ένα ουϊσκάκι;» Η Άννα δεν είχε αντίρρηση. Βρεθήκανε, λοιπόν, καθισμένοι με θέα τον Παρθενώνα κι ενώ μιλούσανε περί ανέμων και υδάτων, δεν αντέχει ο Γιώργος και της λέει ότι είναι η μόνη γυναίκα στη ζωή του. Έχασε το χρώμα της εκείνη, κόντεψε να λιποθυμήσει και τον κοίταξε προσπαθώντας να μαντέψει τη συνέχεια.

Αλλά συνέχεια δεν υπήρξε – τουλάχιστον όχι στα λόγια. Η σχέση ξαναέγινε ερωτική – ο θεός να την κάνει σχέση, αφού η Άννα έλειπε κι ο Γιώργος ξενοπηδούσε. Και ο άτιμος, δεν παρατούσε τις άλλες ούτε όταν εκείνη ερχόταν (κι ερχόταν συχνά, Κολιάτσου-Παγκράτι το ’χε κάνει το «Ντε Γκωλ»-«Βενιζέλος»). Κύλησε έτσι ένας χρόνος, και αρχές του 2003 του λέει η Άννα ότι θα έχει εκπαιδευτική άδεια για ένα εξάμηνο και θα είναι στην Αθήνα. Χάρηκε εκείνος, «ωραία, έτσι θα βλεπόμαστε σαν άνθρωποι» - σχετικό κι αυτό, γιατί πάνω στο τρίμηνο, άρχισαν τα επαγγελματικά ταξίδια και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις και τα «δεν μπορώ, η γυναίκα μου κάτι υποψιάζεται κι έχει βάλει να με παρακολουθούν». Έκανε υπομονή η Άννα, δε βαριέσαι η κρίση της μέσης ηλικίας είναι, θα του περάσει, αλλά ο Γιώργος γινόταν όλο και πιο απόμακρος. Όταν βρίσκονταν οι δυο τους και συζητούσαν ήταν όλα μέλι-γάλα, μόλις πήγαινε το σκηνικό να γίνει πιο ερωτικό, εκείνος κουμπωνόταν. Ωραία, σκέφτηκε η Άννα, καιρός να τελειώνει το αστείο. Κανονίζει να βγούνε το βράδι για να τα ξεκαθαρίσουν σε ουδέτερο έδαφος και με τα πολλά ο Γιώργος της λέει ότι θέλει να χωρίσουν – θέλω να τα ξαναβρώ με τη γυναίκα μου, είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις, και εντάξει, έκανα ό,τι έκανα, αλλά δεν είμαι και κανένα τζόβενο, έφτασα στα 50, καιρός να σοβαρευτώ. Εντάξει, κατανοητό, του λέει κι αυτή, δεν υπήρχε λόγος να γίνει όλη αυτή η παράσταση, γιατί δεν το έλεγες, έτσι κι αλλιώς πρωτίστως είμαστε φίλοι. Ναι, φίλοι, λέει κι ο Γιώργος και θα ήθελα να παραμείνουμε, αν αυτό δεν σου είναι δύσκολο, βέβαια.

Δύσκολο της ήταν, αλλά δεν του το αρνήθηκε. Είτε επειδή του είχε αδυναμία είτε επειδή επέμενε να βλέπει μόνο τα καλά του στοιχεία, ξανάγινε η «καλύτερή του φίλη». Οι συναντήσεις τους αραίωσαν, αλλά κρατούσαν επαφή. Κι αυτή τη φορά, ο Γιώργος ήταν που την αναζητούσε πιο συχνά καθώς, μετά το χωρισμό τους, πέρασε μια μεγάλη περίοδο κρίσης. Δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει στην παλιά του ζωή, δεν μπορούσε να είναι μόνος, είχε ξεμείνει από φίλους, δεν ήξερε τι ήθελε, τι ζητούσε και πού θα κατέληγε. Στάθηκε πλάι του η Άννα, μιλούσανε πάλι με τις ώρες στο τηλέφωνο, του τράβηξε και κανα-δυο βρισίδια που πέρασε τη ζωή του μέσα στην επιπολαιότητα και στο χαβαλέ για να κρύβεται από τα προβλήματά του κι ύστερα έρριχνε τις ευθύνες στους άλλους, μέχρι που μεσήλικα πλέον τον πιάσανε τα υπαρξιακά περί νοήματος ζωής. Θες οι κατσάδες της, θες ότι άρχισε το μυαλό του να πήζει, ήρθε κι έστρωσε ο Γιώργος. Πήρε μεγάλες αποφάσεις, έκανε τις επιλογές του, σοβαρεύτηκε με δυο λόγια και ανέλαβε τις ευθύνες του και τον έλεγχο των καταστάσεων. Με τη γυναίκα του χώρισε (έτσι κι αλλιώς, ο γάμος ήταν συμβατικός σχεδόν από τον πρώτο χρόνο, άλλο που εκείνος είχε βολευτεί), έπιασε δικό του σπίτι και εδήλωσε έτοιμος να ζήσει στο εξής ουσιαστικά. Και καθώς αναθεωρούσε εκ βάθρων τη ζωή του, έπεσε και στο κεφάλαιο «Άννα». Μετά από καμιά δεκαριά μέρες εθελούσιου αποκλεισμού στους τέσσερις τοίχους και αυστηρής αυτοκριτικής, κατέληξε ότι ήταν ο μεγαλύτερος μαλάκας του κόσμου που την έχασε. Και αποφάσισε να επανορθώσει. Την παίρνει τηλέφωνο – μεθαύριο θα είμαι στην Αθήνα, του λέει, έρχομαι για ένα συνέδριο και θα τα πούμε από κοντά.

Μετρούσε ο Γιώργος τις ώρες και τα δευτερόλεπτα και αργά το απόγευμα της Κυριακής γυαλίζει το αμάξι, ντύνεται, στολίζεται, και γραμμή για την «Αίγλη». Βλέπει πως το τραπέζι που συνήθως κάθονταν δεν ήτανε πιασμένο – καλό σημάδι. Κάνει ν’ ανάψει το τσιγάρο του και με την άκρη του ματιού τη βλέπει. Της γνέφει «εδώ είμαι», τον χαιρετά κι αυτή χαμογελώντας και κάτι λέει σ’ έναν ψηλό που βαδίζει δίπλα της. Ποιος διάολος είναι πάλι αυτός, αναρωτιέται ο Γιώργος και σύντομα η απορία του λύνεται: από δω ο Κόλιν, συνάδελφος από την Αγγλία και καλός φίλος, από δω ο Γιώργος, ο φίλος μου που σού ’λεγα. Δεν του καλάρεσε του Γιώργου η εξέλιξη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Είπε να φερθεί πολιτισμένα, στο κάτω-κάτω, ξένος ήταν ο τύπος, συνάδελφος της Άννας, ας του δείξουμε το καλό μας πρόσωπο. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο, εδώ που τα λέμε, γιατί ο Κόλιν μόνο Άγγλος δεν έμοιαζε. Καστανά μαλλιά, σκούρα πράσινα μάτια, ωραίος άντρας ακόμη και για τα ξινισμένα μάτια του Γιωργάκη, μιλούσε τα ελληνικά άπταιστα (η προγιαγιά μου ήταν ελληνίδα, του εξήγησε, και όλοι στο σπίτι ξέρουμε ελληνικά, η μάνα μου τα ’μαθε από τη μάνα της κι ο πατέρας μου σπούδασε κλασική φιλολογία) και το ταμπεραμέντο του ήταν μεσογειακό. Με δυο λόγια, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, ο Γιώργος επιστήθιο φίλο θα τον έκανε τον Άγγλο. Όμως, ήταν στη μέση η Άννα. Και παρ’ όλο που οι δυο τους φέρονταν διακριτικά, ο Γιώργος κατάλαβε πως κάτι έτρεχε μεταξύ τους. Κάποια στιγμή που ο Κόλιν τους άφησε για να μιλήσει στο τηλέφωνο, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό και τη ρώτησε· κι η Άννα του είπε πως ναι, ήταν μαζί εδώ και δυο μήνες.

Μαρτύριο ήταν η βραδιά. Γύρισε ο Γιώργος στο σπίτι τσακισμένος. Έβαλε μπροστά του τη μπουκάλα το ουΐσκι κι έγινε λιώμα. Κι εκεί γύρω στα ξημερώματα ρίχνει ένα κλάμα, και δος του να βρίζει τον εαυτό του που είχε την Άννα και την έχασε για να του την πάρει ο Άγγλος ο ξενέρωτος κι άλλες τέτοιες ασυναρτησίες. Ξύπνησε αργά το απόγευμα με ένα κεφάλι πιο βαρύ από το φορτίο που σήκωνε στους ώμους του ο Άτλαντας και στην καρδιά του να χάσκει το Γκραν Κάνυον. Κι όχι τίποτε άλλο, είχανε κανονίσει να βρεθούν για φαγητό το βράδι, μετά το συνέδριο. Α, όλα κι όλα: ό,τι κι αν ένιωθε, έπρεπε να σταθεί κύριος – αυτό της το χρωστούσε.

Ήταν όντως κύριος, εκείνο το βράδι. Πήρε μαζί του και μια γνωστή του, να μη χαλάει η αρμονία της εικόνας. Και έπεισε τον εαυτό του ότι διασκέδαζε, ότι όλα ήταν όπως παλιά, που βγαίνανε με φίλους για μπυρίτσα και κουβέντα. Μόνο λίγο πριν να χωρίσουνε, βρήκε την ευκαιρία και την ξεμονάχιασε την Άννα για δυο λεπτά και της είπε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται και να την αγαπάει. Εκείνη του έρριξε ένα βλέμμα παράξενο – οίκτος ήταν; απογοήτευση; δεν μπορούσε να πει – τράβηξε το χέρι της και μπήκε στο ταξί, χωρίς να πει κουβέντα. Ο Γιώργος έμεινε να κοιτάζει τα φώτα του αυτοκινήτου να σβήνουν μες στο σκοτάδι· ύστερα άναψε ένα τσιγάρο και γύρισε στο τραπέζι του.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:45 μ.μ. | Ενθύμιον | 16 σημειώσεις
Περί βαρβάρων

Διάβασε ο Ξυλουργός το κείμενό μου για τις ταινίες καταστροφής και τον «πόλεμο εναντίον των βαρβάρων» και μου είπε ότι, πριν από πολλά χρόνια, επί προεδρίας Κάρτερ, είχε στείλει στον Πρόεδρο την ακόλουθη επιστολή, επηρεασμένος από την εκστρατεία του υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επιστολή δημοσιεύτηκε επίσης σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας νοτιοδυτικής πολιτείας των Η.Π.Α. Το κείμενο έχει ως εξής:

Change in Declaration Needed

Now, that President Carter has made himself the champion of human rights, it is time, I believe, that a certain expression found in the Declaration of Independence be deleted or changed because it is insulting to the humanity of the Indian people or rather it degrades them to the level of wild beast, it reduces them to a subhuman level and thus denies that the Indian people could have any human rights.

The representatives of the United States of America write in the second paragraph of the great document the world famous statement:

“We hold these Truths to be self-evident, that all Men are created equal, that they are endowed by their Creator with certain unalienabale Rights, that among these are Life, Liberty, and the Pursuit of Hapiness”.

But they also write towards the end of the document:

“He (the then King of Great-Britain) has excited domestic Insurrection amongst us, and has endeavoured to bring on the Inhabitants of our Frontier, the merciless Indian Savages, whose known Rule Warfare, is an undistinguished Destruction, of all Ages, Sexes and Conditions.”

The expression “the merciless Indian Savages” and especially the word “Savages” must be deleted from this document which stresses most emphatically that “All Men are created equal”. I want to believe that the representatives of the United States of America did believe that the Indian people are Men, that they are Human Beings, but in their eagerness to declare thes the “United Colonies are, and of Right ought to be, FREE AND INDEPENDENT STATES” used an unfortunate expression.

I do believe that the People of the United States of Amreica must now, through an Act of Congress, change this unfortunate expression.

Μεταφράζω:

Αναγκαία αλλαγή στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας

Τώρα που ο Πρόεδρος Κάρτερ αναγόρευσε εαυτόν σε υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι πιστεύω καιρός να εξαλειφθεί ή να αλλάξει μια συγκεκριμένη έκφραση στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Η έκφραση αυτή είναι προσβλητική για την ανθρώπινη υπόσταση των Ινδιάνων ή μάλλον τους υποβιβάζει στο επίπεδο των άγριων θηρίων και τους κατατάσσει στο επίπεδο του υπανθρώπου, συνεπώς αρνείται ότι οι Ινδιάνοι θα μπορούσαν να έχουν ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι αντιπρόσωποι των Η.Π.Α. γράφουν στη δεύτερη παράγραφο του σημαντικού αυτού κειμένου την περίφημη δήλωση:

«Πιστεύουμε ότι αυτές οι Αλήθειες είναι αυταπόδεικτες, ότι όλοι οι Άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι, ότι είναι προικισμένοι από το Δημιουργό τους με συγκεκριμένα αναφαίρετα Δικαιώματα, ότι μεταξύ αυτών είναι η Ζωή, η Ελευθερία και η Επιδίωξη της Ευτυχίας.»

Αλλά, γράφουν επίσης προς το τέλος του κειμένου:

«Εκείνος [ο τότε βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας] υποκίνησε εσωτερική Εξέγερση ανάμεσά μας και προσπάθησε να φέρει εναντίον των Κατοίκων των Συνόρων μας τους ανηλεείς Ινδιάνους Βαρβάρους, των οποίων ο γνωστός Νόμος του Πολέμου είναι η άνευ διακρίσεων Καταστροφή όλων των Ηλικιών, των Φύλων και των Συνθηκών.»

Η έκφραση «οι ανηλεείς Ινδιάνοι Βάρβαροι» και ιδιαίτερα η λέξη «Βάρβαροι» πρέπει να εξαλειφθεί από αυτό το κείμενο, το οποίο αποδίδει βαρύνουσα σημασία στο ότι «Όλοι οι Άνθρωποι έχουν γεννηθεί ίσοι». Θέλω να πιστεύω ότι οι αντιπρόσωποι των Η.Π.Α. πίστευαν πράγματι ότι οι Ινδιάνοι είναι Άνθρωποι, ότι είναι Ανθρώπινα Όντα, αλλά μέσα στην ενθουσιώδη τους ανυπομονησία να διακηρύξουν ότι «Οι Ηνωμένες Αποικίες είναι, και Δικαιωματικώς οφείλουν να είναι, ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ», χρησιμοποίησαν μιαν ατυχή έκφραση.

Πιστεύω ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α. πρέπει τώρα, με Νόμο στο Κογκρέσο, να αλλάξει αυτήν την ατυχή έκφραση.

Υπογραφή (Ο Ξυλουργός)

Λίγο αργότερα, ο Ξυλουργός έλαβε μια επιστολή από τον Πρόεδρο Κάρτερ, ο οποίος του εξηγούσε ότι, βάσει της γνωμοδότησης των ιστορικών και των νομικών συμβούλων του Λευκού Οίκου, δεν ήταν δυνατόν να γίνει αυτή η αλλαγή, επειδή καμία αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορεί να αλλάξει κείμενα που συντάχθηκαν από άλλο πολιτικό καθεστώς (στην αμερικανική πολιτική ιστορία υπάρχουν δύο πολιτικά καθεστώτα, το επαναστατικό και το μετεπαναστατικό). Του ζήτησα να δημοσιεύσω και την επιστολή του Προέδρου. Ο Ξυλουργός απήντησε ότι ή έχει χαθεί στις μετακομίσεις (έχει κάνεις πολλές στη ζωή του) ή είναι κάπου θαμμένη, στα χιλιάδες χαρτιά που βρίσκονται σε κουτιά, τα οποία ακόμη δεν έχει ανοίξει. Μου είπε επίσης ότι η επιστολή πρέπει να είχε γίνει γνωστή στον ελληνικό τύπο των Η.Π.Α., επειδή είχε διαβάσει μια παράγραφο με τίτλο «Έλληνας ζητά αλλαγή της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας». Δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:14 π.μ. | Ενθύμιον | 14 σημειώσεις
Παρασκευή, Μαΐου 26, 2006
Εν μέσω δύο πυρών (Ή: Τα αυτονόητα)

Διαρκούσης της πρωίμου θερινής ραστώνης, εδέχθημεν καταιγισμούς πυρών, διασταυρουμένων μάλιστα: από το blogspot.com και από το blogs.gr. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί χρειαζόμουν κάτι να με βγάλει από την ανεξήγητη κακοκεφιά μου. Και, μολονότι κατ’ αρχήν συμφωνώ πως δεν αξίζει ν’ ασχοληθεί κανείς, δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να ασκηθώ κι εγώ στα βέλη του λόγου. Διότι, επιπλέον, σας έχω πει (αν ενθυμούμαι) ότι δεν είμαι ανώτερος άνθρωπος και ότι αρνούμαι πεισματικώς να στρέψω και την άλλη παρειά.

Το πρώτο θέμα συζήτησης: τα blogs και τι κάνουμε σ’ αυτά και γιατί γράφουμε και τι επιδιώκουμε. Λοιπόν, εγώ δηλώνω ευθαρσώς ότι γράφω blog επειδή επιδιώκω λυσσωδώς να γίνω διάσημη, να βγαίνω στα πάνελ του Χαρδαβέλα, να αναλάβω το δελτίο του Σαββατοκύριακου στο Mega, να με γράφουν οι κοσμικές στήλες, να περάσω στην ειδησεογραφία του «Κους-Κους», να γίνω βουλευτής και να πάρω το Υπουργείο Πολιτισμού. Έχει κανείς πρόβλημα; Εννοείται ότι όλα αυτά θα γίνουν άμα τη εκδόσει του εκπληκτικού μου blog σε βιβλίο.

Το δεύτερο θέμα συζήτησης: η συνωμοσία του bloghood. Εννοείται ότι είμαστε όλοι παρατρεχάμενοι. Εννοείται ότι μας έχουνε μαντρωμένους. Εννοείται επίσης ότι η τριας Zouri-Godot-Mboy, βοηθούντος του sourfou παρέσυρε εμάς του νέους bloggers του πάλαι blogs.gr στην ακολασία (καλά, δεν διαβάσατε εκείνο το έμμετρο «Ενύπνιό» μου στο παλιό μου blog; Όχι; Κρίμα, γιατί νομίζω ότι τώρα πια δεν υπάρχει. Έχουν χαθεί όλα τα post του παρελθόντος Απριλίου). Λοιπόν, θάμπωσαν τα αδαή και αθώα μάτια μας με χάντρες και καθρεφτάκια (sorry, Godot, για το plagiarism), μας μέθυσαν σε ένα τρισάθλιο ουζερί, μας έταξαν λούσα, διαμαντικά, λιμουζίνες με σωφέρ και την κυριαρχία όλου του πλανήτη, μας μεταμόρφωσαν σε γουρούνια και μας έστειλαν στα Τάρταρα για να δούμε τι θα πάθουμε αν δεν πάμε μαζί τους, κι έτσι μας μάντρωσαν στο bloghood. Φυσικά, φροντίζουν να μας ταΐζουν καθημερινώς, για να μην πεθάνουμε, αλλά μέσα στο φαΐ κάτι βάζουν και η βούλησή μας ναρκώνεται.

Είπα να το ξεκινήσω έτσι το post, διότι τον παραλογισμό και την ανοησία δεν μπορείς να τ’ αντιμετωπίσεις ειμή μόνον με τα ίδια όπλα. Αλλά, δεν μπορώ να το συνεχίσω για πολύ, διότι εκνευρίζομαι. Ατυχώς, ο ανόητος δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, δεν είναι πνευματώδης, και δεν έχει γούστο να κάνεις πλάκα με κάτι τέτοιους. Ή τουλάχιστον εγώ δεν διασκεδάζω.

Διάβασα, λοιπόν, διάφορα. Για κάτι «διαμάντια» που θα βρεθούν εδώ, για κάτι συνεισφορές στην πολιτισμική-πολιτική-αισθητική κλπ. αναβάθμιση της ελληνικής κοινωνίας ή απλώς του ελληνικού blogging, για κάτι ψήφους και monitor και διπλοψηφίες, για spam και τα παρόμοια κι ανάθεμα αν καταλαβαίνω. Τι στο διάολο είναι το monitor; Αγνοώ και δεν θέλω να μάθω, καθότι τόσον καιρό που δεν εγνώριζα μια χαρά ζούσα. Μετά μου εξήγησαν ότι βάσει του αριθμού των επισκέψεων και των αναγνώσεων (αυτά που λέμε, σημιτικώς ομιλούντες, «αναγνωσιμότητα» και «επισκεψιμότητα») αναδεικνύονται τα δημοφιλέστερα blogs και… Και τι; Θα πάρουμε το Νομπέλ Λογοτεχνίας; Το Πούλιτζερ; Άντε, το Blooker; Άντε και το πήραμε. Παρακάτω. Θα μας γράψουν οι εφημερίδες. Θα γίνουμε η ελπίς της ελληνικής λογοτεχνίας. Της ελληνικής δημοσιογραφίας. Της ελληνικής πολιτικής. Θα χτίσουμε την Ελλάδα του μέλλοντος. Και θα δείξουμε στους Τούρκους, στους Σκοπιανούς και στους Αλβανούς πόσα απίδια βάνει ο σάκος. Να μάθουν αυτοί να μας επιβουλεύονται. Άσε που θα αξιοποιήσουμε στο έπακρον τις γεωπολιτισμικές παραμέτρους της πατρίδος μας ως πυλώνες απόκτησης ισχύος. Αμ τι νομίζατε; Και, ενώ υπάρχουν αυτοί οι ευγενείς σκοποί και οι υψηλοί στόχοι, έρχονται κάποιοι ανεγκέφαλοι και μας το χαλάνε. Βάζουν το bloghood στο monitor. Βάζουν το monitor στην πρίζα. Και γίνεται βραχυκύκλωμα – τσαφ! Και χάνονται όλα. Δάκτυλος σκοτεινών δυνάμεων. Conjuratio Catilinae. Να συλληφθούν όλοι πάραυτα, να τους γίνει φάλαγγα και τσιφ για τα ξερονήσια.

Ναι, το γύρισα πάλι στην πλάκα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να παραμείνω σοβαρή. Θα είναι που μεγάλωσα και έγινα αρκούντως κυνική. Κι επειδή έχω τα μυαλά που έχω, δεν ανέχομαι να μου κάνουν μάθημα. Κυρίως διότι δεν καταλαβαίνω και ποια είναι η ιδιότητα εκείνων που αναλαμβάνουν ερήμην μου το ρόλο του δασκάλου. Τους δασκάλους ΜΟΥ τους διαλέγω ΜΟΝΗ μου. Επιπλέον, επειδή έχω και τον παλιο-χαρακτήρα που έχω, με ενοχλεί αφάνταστα όταν ο άλλος είναι αγενής – αν όχι σ’ εμένα, στους φίλους μου. Αντιλαμβάνομαι την πιθανότητα να δημιουργηθεί πρόβλημα· δεν αντιλαμβάνομαι τον τόνο της παρατήρησης. Ένα φιλικό σχόλιο θα έκανε τη δουλειά του μια χαρά. Μια επιτακτική, ατέχνως ειρωνική αποστροφή, όχι.

Έχω πει και άλλοτε ότι στα blogs είμαστε οχυρωμένοι πίσω από την ανωνυμία μας. Μερικοί γνωριστήκαμε μεταξύ μας, κάνουμε παρέα, αναπτύξαμε φιλίες έξω από το δίκτυο. Αλλά εντός του δικτύου, τηρούμε τον κανόνα της ανωνυμίας. Η ανωνυμία όμως είναι επικίνδυνη. Διότι, μπορεί να σε οδηγήσει σε λάθος υποθέσεις για τoυς πραγματικούς Mboy, Nada, Sourfou, Zouri, Godot, Oistros, mmg, λίτσα, montresor κλπ. κλπ. Κάποιος από αυτούς μπορεί να είναι ο προϊστάμενός σου και να μην το ξέρεις. Ή μπορεί να είναι χαφιές της αστυνομίας. Ή ένας πάνσοφος γκουρού που βαρέθηκε τους διαλογισμούς στο Θιβέτ και κατέβηκε να παίξει με το Διαδίκτυο. Ή ο Θεός που σου κάνει πλάκα. Ή ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το ηλεκτρικό πριόνι. Κοντολογίς, ας παίξουμε το παιχνίδι με τους όρους της ανωνυμίας και ας αφήσουμε κατά μέρος τις υποθέσεις για τα κίνητρα και τις φιλοδοξίες εκάστου.

Ομολογώ ότι με έθλιψε βαθύτατα το post του Προάγγελου-Αρχάγγελου-Εξάγγελου. Διότι, δεν με αναφέρει καν! Ναι, ναι, ετόλμησε. Μόνον αυτό θεωρώ άξιο να σχολιάσω. Εν πολλοίς, ισχύουν και γι’ αυτόν τα παραπάνω. Αλλά, με διασκέδασε σφόδρα ο ρόλος του προδομένου. «Είμασταν μια παρέα κι εσείς φύγατε και δεν μου είπατε τίποτα κλπ. κλπ. και τώρα περάσατε στις δυνάμεις του κακού». Α, και βεβαίως η απαραίτητη ηθικολογία. Και ο ηρωισμός: «εγώ θα παραμείνω στις επάλξεις». (Εμείς πάλι όχι. Είμεθα ριψάσπιδες, κύριοι.) Και η μεγαλοψυχία – «οργανωθείτε, στήστε το bloghood.gr (που αποτέλεσε μια πολύ καλή ιδέα) και παίξτε μπάλα στο blogs.gr όπως παλιά» - σαν ν’ ακούω τον Καραμανλή να δηλώνει από μικροφώνου «Έλα πίσω, Γιώργο. Το κόμμα σε χρειάζεται». Αλλά, συγχωρέστε με: πώς είναι δυνατόν να επιθυμείς να γυρίσουν πίσω κάποιοι, τους οποίους περιφρονείς – αυτοί που θεωρείς «προδότες»; Άλλο μυστήριο κι αυτό!
 
Από τη Λίτσα κατά τις 6:40 μ.μ. | Ενθύμιον | 17 σημειώσεις
Τρίτη, Μαΐου 23, 2006
Περίπου ιστορία

Ξύπνησα με διάθεση μάλλον ζοφερή. Ή καλύτερα, αμφίσημη ως προς τον τελικό προορισμό: θα μπορούσε να με πιάσει μελαγχολία ή να καταλήξω σε ένα ξέσπασμα ασύγγνωστης αισιοδοξίας. Ακόμη ταλαντεύομαι. Το post του Nada έγειρε λίγο τη ζυγαριά προς την κατεύθυνση του ανέμελου – προσωρινώς. Επανήλθα στην αμφισημία. Και, ως συνήθως, κατέφυγα στον εξορκισμό της γραφής. Ξεκινάμε – και θα δούμε το αποτέλεσμα. Οι λέξεις ίσως οδηγήσουν κάπου. Αλλά μπορεί και όχι.

Οι λέξεις σπανίως οδηγούν κάπου. Εκτός αν έχεις να υποστηρίξεις μια θέση, να γράψεις ένα κείμενο απόψεων, κριτικής και τα παρόμοια. Στις άλλες περιπτώσεις, πελαγοδρομείς ματαίως. Λάθος: «πελαγοδρομώ» έπρεπε να γράψω· για μένα γράφω, όχι για όλους.

Άρχισα να γράφω εδώ και χρόνια. Από το γυμνάσιο. Τίποτε συγκεκριμένο. Ποιήματα, ιστοριούλες, σκέψεις. Αργότερα τα έκαψα όλα, ήταν ανοησίες έτσι κι αλλιώς, τα διάβαζα κι έλεγα «δεν είναι δυνατόν να τα πίστευα όλα αυτά, να τα ένιωθα». Αποφάσισα να γράφω μόνον έλλογα κείμενα – δηλαδή, κείμενα που δεν θα είχαν να κάνουν με την έκφραση συγκινησιακών καταστάσεων. Από τη θηλειά της λογοτεχνίας είχα ξεφύγει – την εξόρκισα κι αυτήν, τοποθετώντας την στο ανατομικό τραπέζι, ναρκώνοντάς την με ικανές ποσότητες αιθέρα πριν προχωρήσω σε λεπτές τομές, με την ακρίβεια νευροχειρουργού, κι ύστερα η στεγνή διάγνωση: η μελέτη, η κριτική, η αξιολόγηση. Τα υπόλοιπα – εκείνα για τα οποία δεν μας μιλούν ποτέ οι κριτικοί – θα έμεναν περιορισμένα στο χώρο του ιδιωτικού. Ο μυστικός κόσμος της ανάγνωσης, η ανάπλαση του σκηνικού, να ζεις στα κρυφά τη ζωή των ηρώων και μόνον εσύ να μπορείς να μιλήσεις με σιγουριά για τη σκοτεινή μανία του Άμλετ, να περιγράψεις σχεδόν ασθμαίνοντας τις έσχατες αναπνοές του Μάνφρεντ – επειδή ήσουν εκεί. Α, και το τελευταίο όραμα του Byron, το επιθανάτιο, στην υγρή κι αρρωστημένη άνοιξη του Μεσολογγιού.

Αποφάσεις που δεν τηρήθηκαν. Είχα βρει τον τρόπο να τις παραβιάσω. Επιστολές. Πολυσέλιδες και πάντα χειρόγραφες. Αρκετές με μολύβι, για να ξεθωριάσει η γραφή καθώς περνούν τα χρόνια. Χωρίς ποτέ να προσφωνώ τον παραλήπτη. Δεν ταχυδρόμησα καμία. Τις έδινα προσωπικώς. Δεν θυμάμαι πόσες έχω γράψει. Δεν θυμάμαι τι έχω γράψει. Δεν έχω κρατήσει αντίγραφα. Καμιά φορά αισθάνομαι πως έχω χάσει κομμάτια ολόκληρα του εαυτού μου έτσι. Ξέρω ότι εκείνοι που τις έχουν, τις κρατάνε ακόμη – κι ας έχουν περάσει χρόνια από τότε που τις πήραν. Εγώ, απολιθωμένη στο χρόνο και στη μνήμη άλλων. Δίκαια εκδίκηση: αν υπάρχω, θα υπάρχω ως κείμενο. Και θα υπόκειμαι στην παρερμηνεία.

Ένας μόνο κατάλαβε. Όταν ξέρεις τα τερτίπια της γραφής, τους ρητορικούς κανόνες, τα μυστικά των λέξεων, νιώθεις εγκλωβισμένος. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος αν ξεφεύγεις από τις νόρμες του λόγου. Θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο που δεν με αντιπροσωπεύει καθόλου κι όμως όλοι να το θεωρήσουν εξαιρετικά εκφραστικό. Αλλά όταν μπορείς να ξεγελάσεις τους άλλους, μπορείς το ίδιο εύκολα να οδηγηθείς στην αυταπάτη, στην πλάνη. Και να γράφεις, σαν να ήσουν κάποιος άλλος. Κάποιος από τους ρόλους που υποδύθηκες διαβάζοντας. Οφηλία στα πρόθυρα της τρέλας, σκοτεινή λαίδη Μακμπέθ με τη λάμψη της παράνοιας, η Κλάρα στο προστατευμένο κελί του φρενοκομείου, η Άννα στα δίχτυα ενός ανάξιου Βρόνσκυ, η Gulnare δίπλα στο άψυχο σώμα του Lara, η Αστάρτη άφαντη ν’ αναδεύει τις τύψεις του Μάνφρεντ.

Χιλιάδες ζωές. Ανώφελο. Κανείς δεν θα τις πιστέψει. Let us go then, you and I. Ένας φίλος μου με βάφτισε «Κασσάνδρα» - όχι επειδή προφητεύω ζοφερά, αλλά επειδή κανείς δεν πιστεύει τα λόγια μου. Δεν απομένει παρά η προσδοκία του τελετουργικού φόνου από μιαν εξοργισμένη Κλυταιμνήστρα. Και ύστερα, μια απροσδόκητη ανάσταση στο μισοσαπισμένο σκηνικό του παροπλισμένου καραβιού: η Μαρίνα, κόρη του πρίγκηπος της Τύρου

What seas, what shores, what gray rocks and what islands

… what images return.

Όχι, οι λέξεις δεν οδηγούν πουθενά. Εμένα τουλάχιστον. Μόνο τον κύκλο των αέναων επαναλήψεων ανοίγουν. Και ποτέ δεν λένε εκείνο που θα ήθελα. Απλώς βάζουν στοιχήματα – κι ο αναγνώστης βρίσκεται πάντα στη θέση του χαμένου.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 8:40 π.μ. | Ενθύμιον | 20 σημειώσεις
Σάββατο, Μαΐου 20, 2006
Η θεματοποίηση της καταστροφής στον αμερικανικό κινηματογράφο (ΙΙΙ)
Σ' αυτό το ιδεολογικό και νοοτροπικό πλαίσιο, η καταστροφή προσλαμβάνει πολλαπλές σημασίες: για μεν τους ασεβείς ισοδυναμεί με τιμωρία, για τους ευσεβείς όμως συνιστά θεάρεστη πράξη, αφενός επειδή του "κακό" πρέπει να τιμωρείται και αφετέρου επειδή, δια του παραδειγματισμού, δίδεται η ευκαιρία της αναγέννησης, της ηθικής ανάκαμψης. Και, όπως υποστήριζε περί τον 2ο αι. μ.Χ. ο Τερτυλλιανός, η τιμωρία των κακών παρέχει στιγμές ευτυχιάς στους αγίους, οι δε πιστοί, όσοι ευλογηθούν με τη σωτηρία, θα έχουν το προνόμιο να παρακολοθούν τα αιώνια μαρτύρια των αμαρτωλών. Σ' αυτήν την αντίληψη στηρίχτηκε ο αμερικανός καλβινιστής θεολόγος και κορυφαίος ρήτορας του 18ου αι. Jonathan Edwards, που κήρυξε ότι "η θέα των βασανιστηρίων της κόλασης θα κορυφώσει την ευτυχία των αγίων εις τους αιώνας". Ας σημειωθεί ότι στη σύγχρονη αμερικανική ζωή, φορείς αυτών των αντιλήψεων είναι οι ευαγγελιστές Jerry Falwell και Pat Robertson. Μετά την 11/9, o Falwell υποστήριξε δηκοσίως ότι ο Θεός είχε πλέον αποστρέψει το βλέμμα του από τους Αμερικανούς και επέτρεψε να συμβεί η τραγωδία, εξαιτίας των ομοφυλόφιλων, των υποστηρικτών της έκτρωσης και των οπαδών της Αμερικανικής Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα - προειδοποίησε δε ότι ο Θεός θα έστελνε και άλλες τραγωδίες, αν οι Αμερικανοί δεν μετανοούσαν. Ο Pat Robertson, πάλι, είχε αναγγείλει ενωρίτερα ότι οι εκδηλώσεις "Gay Days" στο Disney World στο Ορλάντο της Φλόριδα οπωσδήποτε θα προκαλούσαν τυφώνες. Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι η ταινία καταστροφής Left Behind (2000) χρηματοδοτήθηκε από τους Ευαγγελιστές. Η πλοκήτ ης αφορά της ζωή όσων μείνουν πίσω, μετά τνη ανάληψη των ευσεβών στους ουρανούς. Οι εναπομείναντες, καταδικασμένοι για τις αμαρτίες τους ή έχοντες περιθώριο να μετανοήσουν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον Αντίχριστο, πριν κατέλθει ο Ιησούς, ως βίαιος υπερήρωας, για την τελική μάχη.

Η δεύτερη πηγή καταστροφής, οι εξωγήινες δυνάμεις, έκαναν την εμφάνισή τους στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Οι μελετητές συμφωνούν ότι οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας που θεματοποιούν την απειλή εξωγήινης εισβολής στη Γη ουσιαστικά εκφράζουν τα ιμπεριαλιστικά άγχη μιας ισχυρής γεωπολιτικά δύναμης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αφηγήσεις επιστημονικής φαντασίας με τέτοιο θέμα άνθησαν περί τα τέλη της Βικτωριανής περιόδου, όταν η Μεγάλη Βρετανία έφτανε στο απόγειο της αποικιοκρατικής της ισχύος. Στον αμερικανικό κινηματογράφο, οι ταινίες ανάλογης θεματικής θριαμβεύουν γύρω στο 1950-1970 και οι εξωγήινες δυνάμεις αποτελούν αλληγορία των Σοβιετικών. Θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι ο George Lucas γύρισε τη νέα τριλογία του Πολέμου των Άστρων τα τελευταία χρόνια (1999-2005), όταν εξέλιπε μεν η σοβιετική απειλή, αλλά τη θέση του εχθρού κατελάμβανε σταδιακή η ισλαμική τρομοκρατία - από αυτήν την άποψη, πιστεύω πως δεν είναι συμπτωματική ούτε η παραγωγή της ταινίας Ο πόλεμος των κόσμων το 2005.

Η ερμηνεία των εξωγήινων ως φορέων καταστροφής είναι απλούστερη και προφανέστερη. Κατ' αρχάς, εκείνο που υπογραμμίζεται σ' αυτές τις ταινίες είναι ότι οι εξωγήινοι δεν έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μορφικά δεν ξεχωρίζουν μεταξύ τους, παραπέμποντας έτσι στην εικόνα που είχαν οι δυτικοί για τους σοβιετικούς στρατιώτες: ρομπότ, χωρίς αισθήματα, που υπακούν τυφλά τις εντολές των ανωτέρων τους, έχοντας ήδη υποστεί πλύση εγκεφάλου. Νομίζω πως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι κλωνοποιημένοι στρατιώτες που εμφανίζονται στη σειρά ταινιών Ο Πόλεμος των Άστρων - πανομοιότυποι και απολύτως "μηχαοποιημένοι" αποτελούν μιαν εξαιρετική αλληγορία για τους τυφλούς από φανατισμό μάρτυρες του Ισλάμ και παράλληλα αναπαράγουν, σε νέα συμφραζόμενα, το μοτίβο του "ανθρώπου-τέρατος" ή του "ανθρώπου-μηχανής" που κατασκευάζεται σε επιστημονική εργαστήρια.

Σε αρκετές περιπτώσεις, οι εξωγήινοι μοιάζουν ή παραπέμπουν αόριστα σε έντομα ή θάλασσια όντα, ενώ στις ταινίες Invaders from Mars (1953) και Invasion of the Body Snatchers (1956) διευσδύουν αρχικά μέσα στη γήινη βλάστηση. Μ' αυτόν τον τρόπο, υπονοείται πως ο σοβιετικός κίνδυνος μπορεί να διαπεράσει τα πάντα και να μεταμφιεστεί σε κάτι αθώο (υπενθυμίζω τις αμερικανικές ψυχώσεις της μακαρθικής περιόδου), όμως ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι σκηνοθέτες και σεναριογράφοι εκμεταλλεύονται την υπάρχουσα νοοτροπία για τη φύση ως εχθρική δύναμη.

Άφησα τελευταία την περίπτωση όπου φορέας της καταστροφής είναι ο άνθρωπος, επειδή, όπως ανέφερα, απαντά στη συντριπτική πλειονότητα των αμερικανικών ταινιών, ιδιαίτερα δε σ' εκείνες όπου πρωταγωνιστεί ο υπεράνθρωπος ήρωας. Είναι πλέον κάτι περισσότερο από σύμβαση ότι, σε κάποια στιγμή της δράσης του, ο υπεράνθρωπος θα αφανίσει ολοκληρωτικά τους αντιπάλους του. Απόλυτος τιμωρός και γοητευτικός vigilante, ο πρωταγωνιστής θα οδηγήσει τους θεατές στην ευχάριστη αίσθηση ότι αποδόθηκε επιτέλους δικαιοσύνη και ότι οι "κακοί" τιμωρήθηκαν όπως τους άξιζε. Όπως τους άξιζε; συνήθως όχι, αφού κατά κανόνα η τιμωρία που επιβάλλει ο υπεράνθρωπος vigilante είναι πολύ μεγαλύτερη από το έγκλημα που έχει διαπραχθεί. Και, για να μην φέρνω παραδείγματα από ταινίες, η κινηματογραφική κλίμακα αντιστοιχίας αδικήματος και τιμωρίας είναι ανάλογη με την κλίμακα αντιστοιχεία του αδικήματος "επίθεση στο Περλ Χάρμπορ" και της τιμωρίας "ατομική βόμβα στη Χιροσίμα".

Στο σημείο αυτό όμως τα πράγματα περιπλέκονται. Ανέφερα προηγουμένως ότι στο πλαίσιο της αμερικανικής μυθολογίας η βία και η καταστροφή ερμηνεύονται ως απαραίτητα στάδια για την πνευματική κυρίως αναγέννηση. Προφανώς, μ' αυτό το σχήμα προσέλαβαν οι πουριτανοί άποικοι και οι αμερικανοί απόγονοί τους τις καταστροφές που υπέστησαν από τη φύση, τους Ινδιάνους, τους Ιάπωνες, τους Βιετναμέζους, ή τους τρομοκράτες. Αλλά τι συμβαίνει με τις καταστροφές που προξενούν οι ίδιοι, εντός ή εκτός των κινηματογραφικών στούντιο, εναντίον πραγματικών ή επινοημένων εχθρών; Με άλλα λόγια, πώς προσλαμβάνει ο αμερικανός θεατής την κατραστροφή του "άλλου"; Αν το πλαίσιο της πρόσληψής ορίζεται από την αρχή της τιμωρίας, πώς επιλύεται η προφανής αναντιστοιχία μεταξύ αδικήματος και ποινής και η επίσης προφανής ασυμβατότητα της σκληρής τιμωρίας με τη χριστιανική αγάπη προς τους εχθρούς; Γιατί οι αμερικανοί θεατές απολαμβάνουν να βλέπουν στην οθόνη αρχικώς τις σφαγές των Ινδιάνων και ύστερα τις σφαγές των Ιαπώνων, των μαύρων, των Βιετναμέζων, των Αφγανών;

Πέρα από μια γενική ερμηνεία ψυχολογικού τύπου, υπάρχει μια απάντηση πολιτικο-ιδεολογικής υφής, η οποία ακούει στο όνομα "πόλεμος εναντίον των βαρβάρων" (savage war). Και αυτή η ιστορία ξεκινά από τα χρόνια των πουριτανών και τους πολέμους τους με τους Ινδιάνους, τον 17ο και τον 18ο αι. Η ουσία του συγκεκριμένου ιδεολογικού σχήματος είναι πολύ απλή: όταν πολεμούμε εναντίον βαρβάρων, δεν μπορούμε να πολεμούμε πολιτισμένα. Αν ο βάρβαρος εχθρός επικρατούσε, θα κατέστρεφε όλον τον πολιτισμένο κόσμο. Επομένως, το αμερικανικό έθνος δεν έχει μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον - ή καλύτερα, την αποστολή - να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να καταστρέψει πρώτο τους βάρβαρους εχθρούς, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο: τη σφαγή, τα βασανιστήρια, την τρομοκρατία, τη γενοκτονία.

Κομβικό σημείο για την ιδεολογία του "πολέμου εναντίον των βαρβάρων" ήταν ο πόλεμος στις Φιλιππίνες το 1989-1902, που ξεκίνησε στο πλαίσιο του ισπανο-αμερικανικού πολέμου για τον έλεγχο της Κούβας. Τότε, για πρώτη φορά, εφαρμόστηκε σε διαφορετικε΄ς περιστάσεις και σ' έναν πόλεμο εκτός αμερικανικού εδάφους, το μοντέλο που είχε δοκιμαστεί στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων, εντός των Η.Π.Α. Η εφαρμογή προφανώς υπήρξε επιτυχής: η μεταφορά του όρου "βάρβαρος" από τους Ινδιάνους στους Φιλιππινέζους ήταν απρόσκοπτη, ομοίως και η διεύρυνση της αποστολής του αμερικανικού έθνους, από την προστασία των λευκών στην "άγρια Δύση", στην προστασία του πολιτισμένου κόσμου εν γένει. Και, μάλλον δεν είναι τυχαίο, ότι τα ίδια εκείνα χρόνια, όταν έχει πλέον ολοκληρωθεί η επέκταση των λευκών σε κάθε σημείο των Η.Π.Α., αναζητείται μια νέα "αποστολή", ένα νέο "πολιτικό σκεπτικό", που θα δικαιολογούσε την καπιταλιστική επέκταση εκτός των συνόρων. Η αποστολή αυτή, που συνιστά την ουσία του λεγόμενου "πρόδηλου πεπρωμένου του αμερικανικού έθνους" (Manifest Destiny), βλέπει το μελλοντικό ρόλο των Η.Π.Α. ως "παγκόσμιου αστυνόμου", ως μιας χώρας η οποία θα ανελάμβανε το καθήκον του διεθνούς θεματοφύλακα της δημοκρατίας, της ειρήνης και του πολιτισμού. Αυτόν τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνουν, για λογαριασμό όλου του κόσμου, τόσο οι διάσημοι υπεράνθρωποι ήρωες (ο Ταρζάν, ο Σούπερμαν, ο Μπάτμαν, ο Ράμπο, κ.ά.) όσο και οι μη θεσμικά εντεταλμένοι αμερικανοί πολίτες, που καταφέρνουν να σκοτώσουν τους σαρκοβόρους καρχαρίες, να εξολοθρεύσουν τις ορδές των εξωγήινων, να ανατινάξουν μετεωρίτες και αστεροειδείς που απειλούν να πέσουν στη Γη και, βέβαια, να ισοπεδώσουν τα κρυμμένα στρατόπεδα των τρομοκρατών, φροντίζοντας παράλληλα να αφανίσουν χωριά, γυναικόπαιδα και αμάχους.


 
Από τη Λίτσα κατά τις 6:16 μ.μ. | Ενθύμιον | 20 σημειώσεις
Η θεματοποίηση της καταστροφής στον αμερικανικό κινηματογράφο (ΙΙ)

Αν στρέψουμε το βλέμμα μας από την ταυτότητα του σωτήρα στην πηγή της καταστροφής, θα καταλήξουμε σε διαπιστώσεις εξίσου ενδιαφέρουσες και ίσως περισσότερο σημαντικές, οι οποίες μάλιστα μας ανάγουν στο νοοτροπικό παρελθόν της αμερικανικής μυθολογίας, που σύμφωνα με τον Richard Slotkin, διαμορφώνεται τον καιρό των πουριτανών αποίκων.

Ξεκινώντας από το μοτίβο της φύσης ως καταστροφέα, πρέπει να σημειώσουμε πως ενσωματώνει δύο διαφορετικές και αντικρουόμενες στάσεις. Η φύση άλλοτε νοείται ως «οίκος του κακού», άρα ως εχθρός, και άλλοτε ως «κόρη του Θεού», άρα στο σκληρό της πρόσωπο αποδίδεται η ιδιότητα του τιμωρού. Αυτές οι αντικρουόμενες στάσεις και ο παράδοξος συμφυρμός τους ανιχνεύεται ήδη στη νοοτροπία των πουριτανών αποίκων του 17ου αι. Οι άποικοι που εγκατέλειψαν το βρετανικό έδαφος, εγκαταστάθηκαν στη Β. Αμερική, έχοντας την πεποίθηση αφενός ότι αποτελούν μια νέα εκδοχή του εξόριστου Ισραήλ στη διεφθαρμένη Βαβυλώνα και αφετέρου ότι σ’ αυτήν την άγνωστη και άγρια χώρα θα έχτιζαν τη «νέα Εδέμ». Σε κάθε περίπτωση, η ανεξερεύνητη και άγνωστη φύση προέβαλε στα μάτια τους ως απειλητικός εχθρός. Δεν μπορούσαν να την αναγάγουν στην αντίληψη περί φύσεως που είχαν σχηματίσει ζώντας στην Ευρώπη. Βασισμένοι στα προστάγματα του βιβλίου της Γενέσεως, προσπάθησαν να την κυριεύσουν, να την υποτάξουν, ώστε να χτίσουν τους οικισμούς και αργότερα τις πόλεις τους. Στο βαθμό που η φύση αντιστεκόταν, ήταν εχθρός· στο βαθμό που δυσκόλευε τη δημουργία της «Νέας Εδέμ», ήταν μια διαβολική δύναμη· και τα «άγρια τέκνα της», οι Ινδιάνοι ιθαγενείς, ήσαν οι ενσαρκώσεις του ίδιου του διαβόλου. Αυτοί οι βάρβαροι ειδωλολάτρες που, για τα δεδομένα των πουριτανών, ζούσαν χωρίς κοινωνικούς θεσμούς και ιεραρχία, χωρίς ιερά μυστήρια και ηθικούς κανόνες, αποτελούσαν κίνδυνο και για το κοινωνικό μοντέλο των αποίκων και για την ίδια τους την ηθική. Οι φόβοι των πουριτανών για την πιθανότητα να διαφθαρούν τόσο από την κοινωνική όσο και από τη σεξουαλική ελευθεριότητα των Ινδιάνων, αντικατοπτρίζονται στις λεγόμενες «αφηγήσεις αιχμαλωσίας», που κυκλοφορούσαν τον 17ο αι. και σταδιακά διαμόρφωσαν τα βασικά ιδεολογικά και αφηγηματικά μοτίβα, τα οποία πέρασαν αργότερα σε άλλα είδη λαϊκής λογοτεχνίας (λ.χ., στις πειρατικές ιστορίες και στις ιστορίες western), στον κινηματογράφο και στα κόμικς. Σ’ αυτές τις αφηγήσεις, παρουσιάζεται η ιστορία ενός αποίκου (συνήθως γυναίκας) που αιχμαλωτίζεται από τους Ινδιάνους, υφίσταται διάφορα βασανιστήρια (με κυριότερο την απειλή του βιασμού) και στο τέλος απελευθερώνεται και επιστρέφει στον οικισμό, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η περίοδος της αιχμαλωσίας ήταν μια θεϊκή δοκιμασία. Στόχος αυτής της δοκιμασίας ήταν να καταλάβει ο αιχμάλωτος ότι ο πρότερος βίος του τον απομάκρυνε από το Θεό· η δοκιμασία ουσιαστικά τον οδηγεί στην πνευματική αναγέννηση και στην υιοθέτηση αγνότερης ζωής και θερμότερης πίστης.

Απηχήσεις αυτής της νοοτροπίας είναι έκδηλες στις ταινίες καταστροφής. Ήδη στις ταινίες western – αλλά όχι μόνο σ’ αυτές – παρουσιάζεται το εχθρικό πρόσωπο της φύσης στις ανθρώπινες προσπάθειες και δημιουργίες. Η υπογράμμιση αυτού του εχθρικού προσώπου συνιστά το τέλειο άλλοθι για την απρόσκοπτη εφαρμογή των πρώιμων καπιταλιστικών σχεδίων: ας εξαπλωθούμε, καταστρέφοντας τη φύση, πριν προλάβει να μας καταστρέψει εκείνη· oύτε ή άλλως, αυτή η συμπεριφορά ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα του προτεσταντισμού.

Η άλλη εκδοχή της φύσης που σπέρνει την καταστροφή ως τιμωρός είναι λιγότερο προφανής και απαιτεί μεγαλύτερη εγρήγορση εκ μέρους του θεατή. Σε όλες σχεδόν τις ταινίες καταστροφής, από το Towering Inferno μέχρι το Left Behind, ως αιτία του επερχόμενου αφανισμού προβάλλεται η ηθική διαφθορά των ανθρώπων σε σεξουαλικό κυρίως επίπεδο. Η «παραδείσια κατάσταση» της κοινότητας ή της πόλης πριν από την καταστροφή ουσιαστικά είναι μια ψευδαίσθηση, η οποία καλύπτει μια πραγματικότητα που λίγο διαφέρει από τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Έτσι, μέσα από μελετημένα πλάνα και διαδοχικές σκηνές, αποκαλύπτεται μια κοινωνία σε κατάσταση σήψης· η φυσική καταστροφή, λοιπόν, προκαλείται από την ανθρώπινη συμπεριφορά και ουσιαστικά παρουσιάζεται ως ένα είδος θεϊκής τιμωρίας και ως η απαραίτητη εκείνη κάθαρση που πρέπει να επιτελεστεί, προκειμένου να αναγεννηθεί η ανθρωπότητα και να επανακάμψει η χαμένη αρετή.

(έπεται μία ακόμη συνέχεια)


 
Από τη Λίτσα κατά τις 6:06 μ.μ. | Ενθύμιον | 1 σημειώσεις
Η θεματοποίηση της καταστροφής στον αμερικανικό κινηματογράφο (Ι)

Σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες υπάρχει το μοτίβο της καταστροφής του κόσμου, η οποία μάλιστα σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα, ενδεχομένως και σε μια νέα οντολογία. Κάπως έτσι, με μια καταστροφή, τελείωσε η λεγόμενη «εποχή του σιδήρου» στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αφού ο Δίας, εξοργισμένος από την απόλυτη ηθική παρακμή του ανθρώπινου γένους, απεφάσισε να το εξαφανίσει με τον φοβερό του κεραυνό· το έργο ολοκλήρωσε ο κύριος των υδάτων, ο Ποσειδώνας, προκαλώντας έναν συντριπτικό κατακλυσμό. Παρόμοιες ιστορίες διαβάζουμε και στο βαβυλωνιακό Έπος του Γιλγαμές, όπου επίσης απαντά το μοτίβο του κατακλυσμού, αλλά και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου μεταξύ άλλων καταστρέφονται τα Σόδομα και τα Γόμορρα με φωτιά και καταποντισμό, και ολόκληρη η γη με τον κατακλυσμό του Νώε. Εξίσου καταστροφική είναι βέβαια και η ατμόσφαιρα της Αποκάλυψης· οι επτά σάλπιγγες, το θηρίο, η τελική μάχη στην πεδιάδα του Αρμαγεδδώνος συγκροτούν μια εικονογραφία που έμεινε να ονομάζεται «αποκαλυψιακή», όχι μόνο επειδή χαρακτηρίζεται από εξαιρετική βιαιότητα αλλά κυρίως επειδή συνδέθηκε με τη χριστιανική εσχατολογία.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήττει το γεγονός ότι το θέμα της καταστροφής είναι αρκετά προσφιλές στην τέχνη, όχι μόνο των τελευταίων αιώνων. Και αν στη μυθολογική ή τη θρησκευτική παράδοση προσμετρήσουμε τις συλλογικές αντικειμενικές εμπειρίες – λ.χ. τη Μαύρη Πανώλη του μεσαίωνα, τους αλλεπάλληλους πολέμους, το πυρηνικό ολοκαύτωμα στη Χιροσίμα, αλλά και φυσικά γεγονότα όπως οι σεισμοί και οι ηφαιστειακές εκρήξεις – αντιλαμβανόμαστε ότι το πεδίο έμπνευσης διευρύνεται ακόμη περισσότερο.

Παρ’ όλο που η καταστροφή είναι θέμα οδυνηρόν και φθαρτικόν, η ένταξή της στην τέχνη είναι επίσης εύλογη. Πέραν του ότι παρέχει στους καλλιτέχνες την ευκαιρία για δραματικές εντάσεις και για ενδιαφέρουσες ψυχογραφήσεις των χαρακτήρων, αποτελεί πρόσφορο υλικό για την επίτευξη της κάθαρσης – όπως κι αν ερμηνευτεί τελικά αυτός ο πολυσυζητημένος όρος. Άλλωστε, στην «καλλίστη τραγωδία» κατ’ Αριστοτέλη, κεντρική θέση κατέχει η καταστροφή του τραγικού ήρωα, σε βιολογικό ή ψυχολογικό επίπεδο· εξ αυτού, η μετάβαση από το ατομικό μαρτύριο στην απειλή της συλλογικής εξαφάνισης δεν είναι τόσο δύσκολη. Επιπλέον, ούτε η αισθητική απόλαυση οδυνηρών θεμάτων είναι τόσο σύγχρονη όσο υποθέτουμε. Μπορεί ένα από τα προσφιλή παραδείγματα των αισθητικών φιλοσόφων να είναι οι λυρικές περιγραφές του Galeazzo Ciano, για τους βομβαρδισμούς της Αβησσυνίας, όμως αντίστοιχης ποιότητας είναι ορισμένα κείμενα του Τερτυλλιανού ή του Αγίου Βερνάρδου για τα τερατώδη γλυπτά κάποιων μοναστηριών ή για τις απεικονίσεις των φρικτά παραμορφωμένων σωμάτων των μαρτύρων.

Σε κάθε εποχή και σε κάθε περίπτωση, το θέμα της καταστροφής συνδέεται με ένα πλέγμα θρησκευτικών, πολιτικών και φιλοσοφικών ιδεών αντιλήψεων και στάσεων. Ο Νίκος Καζαντζάκης, λ.χ., που χρησιμοποιεί συχνότατα εικόνες καταστροφής στο έργο του, έχει δηλώσει πλείστες όσες φορές την πεποίθησή του ότι ο παλαιός κόσμος πρέπει να εξαφανιστεί και στη θέση του να δημουργηθεί ένας καινούριος, μια πεποίθηση που, εν προκειμένω, οφείλεται στη θητεία του συγγραφέα στο νιτσεϊσμό και στην ιδεολογία της κομμουνιστικής επανάστασης και που απηχεί, εν πολλοίς, την κοινή αίσθηση πολλών συγχρόνων του καλλιτεχνών, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Με την ανακοίνωσή μου θα αναφερθώ στο θέμα της καταστροφής στον αμερικανικό κινηματογράφο, επιχειρώντας να διερευνήσω τόσο τις θεωρητικές και νοοτροπικές του προϋποθέσεις όσο και το ειδικό ιδεολογικό του βάρος.

Σύμφωνα με τους μελετητές της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας, η «χρυσή εποχή» των ταινιών καταστροφής ήταν η δεκαετία του 1970. Παρ’ όλο που μοτίβα και εικόνες καταστροφής απαντούν βεβαίως και μάλιστα συχνά σε παλαιότερες ταινίες, στη δεκαετία του 1970 διαμορφώνεται ένα νέο θεματικό είδος ταινιών, όπου ο πυρήνας της πλοκής είναι ακριβώς μια καταστροφική δύναμη, συνήθως – αλλά όχι πάντα – φυσικής προελεύσεως: σεισμοί, τυφώνες, φωτιές, τσουνάμι, ηφαίστεια, καρχαρίες – αλλά και αεροπλάνα έτοιμα να συντριβούν σε πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις. Αναφέρω ενδεικτικά τις ταινίες The Poseidon Adventure (1972), που αναφέρεται σ’ ένα καταστροφικό τσουνάμι, Towering Inferno (1974), που επικεντρώνεται στην πυρκαγιά ενός ουρανοξύστη στο Σαν Φρανσίσκο, Earthquake (1974), που θεματοποιεί ένα σεισμό, ο οποίος απειλεί να ισοπεδώσει το Λος Άντζελες, και Airport (1970), που εξιστορεί την πιθανότητα συντριβής ενός αεροπλάνου σ’ ένα μητροπολιτικό κέντρο· όμως, η αναμφισβήτητη επιτυχία της δεκαετίας ήταν η ταινία Jaws (1975) – γνωστό στα ελληνικά με τον τίτλο Τα σαγόνια του καρχαρία. Η επιτυχία των ταινιών φαίνεται και από το γεγονός ότι σύντομα γυρίστηκαν τρεις συνέχειες για την ταινία Airport, μία για το Poseidon Adventure και τρεις για τα Σαγόνια του καρχαρία, που έτσι επιβιώνει και στη δεκαετία του 1980, όταν πια το ενδιαφέρον για τις ταινίες καταστροφής προσωρινώς υποχωρεί. Στη δεκαετία του 1990, παρατηρείται μια απρόσμενη αναβίωση. Πιθανότατα, η ταινία που θυμόμαστε περισσότερο από εκείνη την εποχή να είναι ο Τιτανικός (1997)· ωστόσο υπήρξαν κι άλλες, νομίζω σημαντικότερες από ιδεολογικής απόψεως: αναφέρω ενδεικτικά τις ταινίες Twister (1996), για έναν καταστρεπτικό τυφώνα στις μεσοδυτικές πολιτείες, Dantes Peak (1997), για την έκρηξη ενός ηφαιστείου, Asteroid (1997), όπου ένας τεράστιος αστεροειδής απειλεί να εξαφανίσει τη γη, και Armageddon (1998), όπου η απειλή καταστροφής προέρχεται από έναν μετεωρίτη. Προχωρώντας στον αιώνα μας, θα σημείωνα την ταινίες End of Days (1999), Left Behind (2000) και Ο πόλεμος των κόσμων(2005) · στις δύο πρώτες είναι περισσότερο έκδηλη η αποκαλυψιακή ατμόσφαιρα, γεγονός που σχετίζεται βέβαια με την έλευση της νέας χιλιετίας· η τρίτη, που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ηerbert George Wells (1898), είναι επιστημονικής φαντασίας και αναφέρεται στην εισβολή εξωγήινων στη γη.

Εκτός από τις ταινίες καταστροφής, όμως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ταινίες που, χωρίς να ανήκουν στο συγκεκριμένο είδος, ενσωματώνουν το ίδιο θέμα και τις ίδιες εικόνες. Ταινίες όπως Ράμπο, Πολύ σκληρός για να πεθάνει, Ο Εξολοθρευτής, Πλατούν, Αποκάλυψη τώρα, για να περιοριστώ σ’ αυτές, παρουσιάζουν στο θεατή δεκάδες εικόνες σφαγών, ερημωμένων τόπων, πυρπολημένων πόλεων και χωριών. Παρ’ όλο που τέτοιες ταινίες συνήθως δεν συμπεριλαμβάνται στη μελέτη του θέματος της καταστροφής – για το λόγο ότι το πεδίο έρευνας θα κάλυπτε σχεδόν με τα 2/3 της αμερικανικής κινηματογραφικής παραγωγής – θεωρώ ότι πρέπει να τις λάβουμε υπόψη προκειμένου να διερευνήσουμε πληρέστερα τη θεματοποίηση της καταστροφής και την ιδεολογική της λειτουργία.

Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε νομίζω να προχωρήσουμε σε μια πρώτη τυπολογία, με κριτήριο το ποιος είναι ο φορέας της καταστροφής σε κάθε περίπτωση. Στις ταινίες καταστροφής, αυτός ο φορέας είναι πρωτίστως η φύση και δευτερευόντως μια εξωγήινη δύναμη, ενώ στις πολεμικές ταινίες ή τις ταινίες δράσης προβάλλεται κυρίως ο άνθρωπος ως καταστροφέας, και μάλιστα με δύο διαφορετικές ιδιότητες: εκείνη του κακού εχθρού (λ.χ., στο Pearl Harbor) κι εκείνη του εκδικητή-τιμωρού (λ.χ., στο Ράμπο). Παρά τις διαφοροποιήσεις τους ως προς την πηγή της καταστρεπτικής δύναμης, όλες οι ταινίες, είτε είναι πολεμικές είτε δράσης είτε καταστροφής, έχουν ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό: εκείνοι που καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν και κατά κανόνα να αποτρέψουν την καταστροφή δεν είναι οι κρατικοί φορείς ούτε οι αρμόδιες υπηρεσίες, αλλά ένας πολίτης ή μια ομάδα πολιτών. Η επαπειλούμενη καταστροφή ουσιαστικά αναδεικνύει την ανικανότητα του (δημοκρατικού) κράτους, την αδυναμία της ηγεσίας και τη διαφθορά φορέων και θεσμών, προβάλλοντας παράλληλα ως «σωτήρες» ανθρώπους που περιφρονούν τις κρατικές αρχές, τους θεσμούς και τους κανόνες. Σε πρώτο επίπεδο, η καταστροφή επέρχεται επειδή οι αρμόδιες αρχές δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους: λ.χ., στο Towering Inferno, ο ουρανοξύστης παραδίδεται στις φλόγες, επειδή οι κατασκευαστές παρέβλεψαν τα συστήματα ασφαλείας, για να διευρύνουν το περιθώριο του κέρδους τους· στο Jaws, οι αρχές του νησιού Amity δεν ειδοποιούν τους τουρίστες για την επίθεση του καρχαρία, για να μην προκαλέσουν κρίση στην τοπική οικονομία· στο Armageddon, η ΝΑSA αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του μετεωρίτη επειδή δεν έχει ούτε τα απαιτούμενα κονδύλια ούτε το απαιτούμενο προσωπικό. Αλλά, εκεί που αποτυγχάνει το κράτος, τη λύση δίνει ο πολίτης: ο αστυνόμος Martin Brody στο Jaws, o ηφαιστειολόγος Harry Dalton στο Dantes Peak, ο μηχανικός γεωτρήσεων Harry Stamp στο Armageddon.

Αυτή η βασική αντίθεση ανάμεσα στη συλλογική ανεπάρκεια του κράτους και στην ατομική ικανότητα ενός πολίτη αποτελεί το σταθερότερο ίσως χαρακτηριστικό της αμερικανικής μαζικής κουλτούρας· άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο υπεράνθρωπος ήρωας, σε κάθε πιθανή του εκδοχή, εξακολουθεί να κυριαρχεί στις Η.Π.Α., ενώ στην Ευρώπη έχει κλείσει τον κύκλο του εδώ και δεκαετίες. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί μήπως αυτή η βαθιά δυσπιστία προς την εξουσία, που διαρκώς επανέρχεται στις αμερικανικές ταινίες, εν τέλει λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας και εγγυάται τη μακροημέρευση και την κυριαρχία του συστήματος. Ο φιλόσοφος της μαζικής κουλτούρας Slavoj Zizek απαντά καταφατικά, λέγοντας «Εκείνο που με γοητεύει στις ταινίες καταστροφής είναι ότι οι περιστάσεις του τεράστιου αφανισμού ξαφνικά επιφέρουν την κοινωνική συνεργασία». Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του κριτικού Anthony Kaufman, εκείνο που προβάλλεται ως πρότυπο σε τέτοιες ταινίες είναι το αναμφισβήτητο πνεύμα πολιτών, που μέχρι χτες ήσαν παντελώς άσχετοι μεταξύ τους, να συνεργαστούν για να κρατήσουν ζωντανό το Αμερικανικό Όνειρο. Ας σημειωθεί ότι η εμφάνιση και η επιτυχία των ταινιών καταστροφής συμπίπτει με περιόδους που η αμερικανική κοινή γνώμη δείχνει απογοητευμένη και δύσπιστη απέναντι στην πολιτική της ηγεσία: στη δεκαετία του ’70, εξαιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ και του Watergate· στη δεκαετία του ’90, εξαιτίας των σκανδάλων της προεδρίας Clinton· σήμερα, εξαιτίας της πολιτικής του George W. Bush. Αντιθέτως, στη δεκαετία του ’80, η προεδρία Reagan δημιούργησε την αίσθηση της ασφάλειας και της ισχύος, επαναβεβαιώνοντας την αποστολή και το «πρόδηλο πεπρωμένο» (manifest destiny) του αμερικανικού έθνους· μ’ αυτό το κλίμα, δεν εναρμονίζονταν οι ταινίες καταστροφής, ταίριαζαν όμως πάρα πολύ οι ταινίες τύπου «Ράμπο».

(η συνέχεια στο επόμενο...)


 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:37 μ.μ. | Ενθύμιον | 4 σημειώσεις
Φιλοξενούμενος ΙΙΙ
Λίγο μετά το Πάσχα, ο Ξυλουργός ξαναχτύπησε - με νέο κείμενο. Δεν το ανέβασα τότε, λόγω των γνωστών περιπετειών με τις αναβαθμίσεις και ύστερα έμπλεξα με τις δικές μου εκκρεμότητες. Πλην, ήγγικεν γαρ η ώρα...

«Όταν μεγάλωνα, δεν πρόσεχα ποτέ στα πρόσωπα των γυναικών τα φρύδια. Έβλεπα τα χείλια τους, αν ήταν σφιχτά ή αφράτα, τη μύτη τους, αν ήταν μικρή μεγάλη, κανονική, χοντρή, λεπτή, κλπ., τα αυτιά τους, αν ήταν κοχυλένια ή γαβάθες, τα μάτια τους, αν ήταν «φαγιούμ», μικρά, σκεπαστά κλπ., αλλά τα φρύδια τους δεν θυμάμαι να τα πρόσεχα.

Όταν, όμως, αργότερα χρειάστηκε να κάνω μερικές κατασκευές, π.χ. βιβλιοθήκες για να τοποθετώ τα βιβλία μου, που ήταν στο πάτωμα μαζί με τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τα δισκάκια των 45 στροφών, dεν μου άρεσε να τις αφήνω άβαφες, γιατί τα ξύλα είχαν ελαττώματα. Έτσι, τις έβαφα. Ακόμα θυμάμαι τη βαφή. Bondex τη λέγανε και τις έβαφα με χρώμα μαόνι. Τα πινέλα ήτανε από τρίχες αλόγου. Ε, τότε άρχισα να προσέχω και τα φρύδια των γυναικών. Γιατί μερικές από αυτές είχαν φρύδια τόσο παχιά και πλατιά, που σίγουρα οι τρίχες τους θα έκαναν για τα πινέλα μου. Κι ακόμα για βούρτσες, να βάφω και να γυαλίζω τα παπούτσια μου.

Και μετά από λίγο άρχισαν να μ’ ενοχλούν οι κυρίες και οι δεσποινίδες με τέτοια χοντρά βουρτσοειδή φρύδια. Στους άνδρες δεν με πείραζαν. Αλλά στις γυναίκες; Πώς παρουσιάζεσαι, καλή μου κυρία, με τέτοια φρύδια σαν του Καραμανλή (τον θείο εννοώ) ή του Μητσοτάκη (τον πατέρα εννοώ). Ε όχι.

Αν έμεναν στο σπίτι τους και φρόντιζαν τις δουλειές τους και δεν τις έβλεπα, δεν θα με ενοχλούσε. Αλλά, μερικές χοντροφρυδάτες κυρίες θέλουν φρου-φρου και αρώματα και γίνονται μοντελιάρες, άλλες θέλους αξιώματα και γίνονται υπουργίνες και βουλευτίνες και γραμματείς κομμάτων, άλλες θέλουν να ασχολούνται με τα ανθρώπινα και γίνονται δημοσιογραφίνες, άλλες γίνονται τραγουδιάρες (όταν οι τραγουδιάρες γεράσουν στην πατρίδα μου, όλες καλούνται «μεγάλες κυρίες» του ελληνικού λαϊκού ή ελαφρού τραγουδιού· η Βίσση όμως – που όλες τη ζηλεύουν – δεν έγινε ακόμα μεγάλη κυρία, γιατί, όπως λένε, δεν γέρασε τόσο πολύ), άλλες δεν ξέρουν τι να κάνουν την περίσσεια ενέργειά τους και γίνονται αθλήτριες (κρίμα που δεν έρχονται στους ελαιώνες της Άμφισσας να μαζέψουν ελιές, κι αν δεν θέλουν εδώ, ας πάνε στη Μυτιλήνη ή στη Στυλίδα). Ξέχασα τις επιστημόνισσες, τις δικηγορίνες, τις γιάτρισσες, τις διαιτολογίνες, τις ηθοποιέσσες, τις καθηγήτριες, τις ζωγραφιάρες κλπ. κλπ., που βλέπω στις εκπομπές των καναλιών, γιατί όταν κουράζονται τα χέρια μου από το τρίψιμο και το βάψιμο των ξύλων, βλέπω τηλεόραση και έτσι ευρύνεται ο ορίζοντάς μου ο πνευματικός και αγκαλιάζει όλο το ελληνικό σύμπαν. Μόνο που αν οι καλές χοντροφρυδάτες κυρίες δεν κάνουν κάτι, το αισθητικό μου κριτήριο θα αμβλυνθεί και θα καταστραφεί. Και επειδή δεν θέλω αυτό να γίνει, δίνω προθεσμία έξι μηνών σε όλες τις βουρτσοφρυδάτες κυρίες. Μετά, αν δεν συμμορφωθούν, θα τις αναφέρω όλες με τα ονόματά τους και ακριβείς περιγραφές των φρυδιών τους, καθώς επίσης και εκείνων που με τα κανονικά ή λεπτά τους φρύδια μου δημιουργούν κάποια αισθήματα αισιοδοξίας για το μέλλον των γυναικείων φρυδιών στην πατρίδα μου.

Υ.Γ. Αν διαβαστεί το κείμενό μου από μπλογκερίνες που δεν έχουν κανονικά ή λεπτά φρύδια, να μη με βρίσουν, γιατί με πιάνει το μάτι και κόβω τα ξύλα στραβά.»

Υπογραφή: Ο ξυλουργός

Και για την αντιγραφή: λίτσα


 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:28 μ.μ. | Ενθύμιον | 2 σημειώσεις
Τρίτη, Μαΐου 16, 2006
Οι άθεοι συγγραφείς
Παλιό το θέμα, πλην ξαναγίνεται επίκαιρο λόγω του κ. Brown, τουλάχιστον για τους μη ενασχολούμενους περί τα φιλολογικά. Διότι, οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ κατά καιρούς το αντιμετωπίζουν. Πριν από λίγους μήνες, λ.χ., άγνωστος τις συνέγραψε εμβριθέστατο πόνημα, ασαφούς τεκμηρίωσης, πλην διαπύρου ρητορικής, περί του ασεβούς, σατανιστού και πράκτορος των Ιουδαίων, Ν. Καζαντζάκη.
Ανάμεσα στους πλαισιοκράτες (contextualists), που υποστηρίζουν ότι ένα έργο τέχνης πρέπει να συσχετίζεται απολύτως με το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο ανήκει και δι’ αυτού να προσεγγίζεται, και στους απομονωτιστές (isolationists), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ένα έργο τέχνης θα πρέπει να κρίνεται εκτός των παρακειμενικών και περικειμενικών του πληροφοριών (διότι, ας πούμε, τι θα συνέβαινε αν βρίσκαμε ένα κείμενο ακέφαλο, χωρίς όνομα συγγραφέα και πληροφορίες για την εποχή κλπ;) και να προσεγγίζεται ως εάν είχε δημιουργηθεί εν κενώ, λαμβάνω τη μέση οδό: δηλαδή, ένα έργο τέχνης θα πρέπει να αξιολογείται αισθητικώς ανεξάρτητα από το περικείμενό του, αλλά καλόν είναι διαβάζεται και σε σχέση με το ιστορικό του περιβάλλον, καθόσον η τέχνη δεν δημιουργείται εν κενώ. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η γνώση μας για τα βιογραφικά του συγγραφέα πρέπει να επηρεάζει την κρίση μας για το έργο. Ο Michel Saunier έγραψε πριν από μερικά χρόνια ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον δοκίμιο όπου προσεγγίζει ψυχαναλυτικά τον Παπαδιαμάντη. Ωραία και καλά όσα λέει, αλλά δεν αφορούν το έργο, αφορούν τον συγγραφέα, επομένως δεν εντάσσονται στο πεδίο της λογοτεχνικής ανάλυσης και κριτικής. Επιπλέον, όσο και να ξέρω τα ψυχαναλυτικά του Παπαδιαμάντη (που δεν είναι από τους αγαπημένους μου, εξόν από δυο-τρία διηγήματά του), δεν πρόκειται τούτο να επηρεάσει στο ελάχιστον την απόλαυση εκείνων των εξαιρετικών του περιγραφών στο εκπληκτικό «Όνειρο στο κύμα».
Γιατί λοιπόν τόση μανία με τα βιογραφικά των συγγραφέων (ή, όπως έγραψε ο Έκο, με το μέγεθος που είχε «η τσουτσού του Δάντη»); Κυρίως, γιατί τόση μανία με το αν ένας συγγραφέας είναι άθεος ή ένθεος; Απλώς, διαφινολινικούμε περί όνου σκιάς.
Εξηγούμαι (και παίρνω την ήπια εκδοχή, επειδή υπάρχουν και ακραίες). Το αν ένας συγγραφέας είναι ένθεος ή άθεος δεν μας αφορά σε προσωπικό επίπεδο – δεδομένου ότι η πίστη είναι προσωπική υπόθεση και ότι η Ιερά Εξέταση έχει καταργηθεί προ πολλού. Μας αφορά μόνον εάν:
1. ο συγγραφέας αυτός είναι ανήθικος και μπορούμε να αποδείξουμε ότι η ανηθικότητά του οφείλεται στην αθεΐα του, και
2. το έργο του συγγραφέα ωθεί τον αναγνώστη στην αθεΐα/ανηθικότητα.
Μερικοί θα σπεύσουν να ισχυριστούν ότι η αθεΐα οδηγεί στην ανηθικότητα, όμως αν τους ζητήσεις να το τεκμηριώσουν, το πολύ-πολύ να σου αναφέρουν γνωστές περιπτώσεις αθέων που υπήρξαν και ανήθικοι (αποσιωπώντας φυσικά περιπτώσεις ενθέων που υπήρξαν ανηθικότεροι και περιπτώσεις αθέων που υπήρξαν ηθικότατοι, όπως ο Μπαρούχ Σπινόζα). Με άλλα λόγια, θα χρησιμοποιήσουν ένα επαγωγικό επιχείρημα. Λεπτομέρεια: στο επαγωγικό επιχείρημα το συμπέρασμα δεν συνάγεται κατ’ ανάγκην από τις προκείμενες. Η σχέση τους είναι πιθανή και ως πιθανή αφενός δεν είναι αποδεικτική και αφετέρου μπορεί ν’ ανατραπεί ανά πάσα στιγμή. Τώρα, αν κάποιος λαμβάνει ένα επαγωγικό επιχείρημα θεωρώντας ότι το συμπέρασμα συνάγεται κατ’ ανάγκην από τις προκείμενες, απλώς υποπίπτει σε λογική πλάνη.
Πέρα από το λόγο περί της μεθόδου, ας ασχοληθούμε με τη φιλοσοφία της θρησκείας. Υπάρχουν τρεις ισχυρισμοί στους οποίους θεωρητικά θεμελιώνεται η αναγκαία σχέση θρησκείας και ηθικής: ο ισχυρισμός του κινήτρου, ο επιστημολογικός ισχυρισμός και ο οντολογικός ισχυρισμός. Ο ισχυρισμός του κινήτρου αποδίδει την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων στην προσδοκία μιας ανάλογης ανταμοιβής στη μέλλουσα ζωή. Όμως, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν ηθικώς, χωρίς να πιστεύουν σε παραδείσους και κολάσεις, είναι σαφές ότι ο ισχυρισμός του κινήτρου δεν έχει καθολική ισχύ.
Ο επιστημολογικός ισχυρισμός αποδίδει την ηθική στη θεία αποκάλυψη, μέσω της οποίας οι άνθρωποι γνωρίζουν τι είναι ηθικώς ορθό και τι όχι και πράττουν αναλόγως. Τούτο σημαίνει ότι όλες οι μη-αποκεκαλυμμένες θρησκείες δημιουργούν ανήθικους ανθρώπους, πράγμα που δεν δέχονται όμως ούτε οι χριστιανοί, αφού μιλούν για ειδωλολάτρες που είχαν ηθικές αρχές naturaliter χριστιανικές. Επιπλέον, ισχύει και η αντίρρηση που διατυπώνεται για τον προηγούμενο ισχυρισμό.
Ο οντολογικός ισχυρισμός συνδέει την ηθική με τη βούληση του Θεού· όταν πράττουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, τότε οι πράξεις μας είναι ορθές. Πολύ ωραία. Μια εξαιρετική θεωρητική αντίρρηση απαντά στον πλατωνικό Ευθύφρονα, όπου ο Σωκράτης δείχνει ότι η θεία βούληση στρέφεται προς κάτι που είναι ήδη αγαθό· συνεπώς, μια πράξη δεν είναι αγαθή επειδή την επιθυμεί ο Θεός, αλλά επειδή έχει κάποιες εγγενείς ιδιότητες που προσελκύουν τη θεία βούληση. Επιπλέον, ο (εξαιρετικά πιστός φιλόσοφος) Pierre Bayle μας δίνει πρόσθετα επιχειρήματα: αν η θεία βούληση είναι αυτό που καθορίζει την ηθικότητα μιας πράξης, τότε πώς εξηγείται το γεγονός ότι έχουν ηθικά συστήματα οι άθεοι (που δεν πιστεύουν στον Θεό) και οι ειδωλολάτρες (που πιστεύουν σε ανήθικους θεούς); Τέλος, θα μπορούσε κανείς να εμπιστευθεί τη θεία βούληση, αν είχε πειστεί ότι ο Θεός είναι πανάγαθος, αλλά η ύπαρξη του κακού στον κόσμο δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τέτοιου είδους αβασάνιστες παραδοχές. Έτσι, η θεϊκή βουλησιαρχία αποδεικνύεται ανεπαρκής για να θεμελιώσει την αναγκαία σχέση ηθικής και θρησκείας.
Αν όμως δεν μπορούμε να θεμελιώσουμε την αναγκαία σχέση ηθικής και θρησκείας, τότε δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο άθεος είναι ανήθικος. Έτσι, ο πρώτος λόγος για τον οποίον ασχολούμαστε με την αθεΐα ενός συγγραφέα, απλώς εξαλείφεται.
Ο δεύτερος λόγος είναι επίσης εσφαλμένος. Επειδή, κανένας συγγραφέας δεν είναι υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίον τον διαβάζουν οι αναγνώστες. Με μιαν ορισμένη ανάγνωση, η Παλαιά Διαθήκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ανήθικο βιβλίο» - παρέχει οδηγίες για το πώς να πάρεις τα πρωτοτόκια του αδελφού σου αντί πινακίου φακής, πώς να κλέψεις τη γυναίκα κάποιου άλλους στέλνοντάς τον να σκοτωθεί κλπ. κλπ. Η Φόνισσα μπορεί να διαβαστεί ως το χρονικό μιας ηρωικής ανταρσίας εναντίον της θεϊκής τάξης κι αν ο Παπαδιαμάντης το είχε υποπτευθεί, πιθανότατα θα έσκιζε τα χειρόγραφά του. Ο ένθεος Ντοστογιέφσκι αποδίδει με εξαιρετικά γοητευτικό τρόπο τον άθεο Ιβάν Καραμάζωφ. Ο άθεος (ή υποτιθέμενα άθεος) Καζαντζάκης γράφει διάπυρες σελίδες υπερασπίζοντας τη χριστιανική ηθική στο Χριστός Ξανασταυρώνεται, στο Φτωχούλη του θεού και στον Τελευταίο πειρασμό.
Με δυο λόγια, το αν ένας συγγραφέας είναι άθεος δεν μας αφορά. Και δεν πρέπει να μας αφορά. Ομοίως, δεν πρέπει να μας αφορά το αν είναι ένθεος. Μπορούμε να συζητούμε για τις πιθανές ερμηνείες ενός κειμένου, αλλά όχι ν’ αποδίδουμε τις δικές μας αναγνώσεις στις συγγραφικές προθέσεις. Εκτός αν προτιθέμεθα να καταρτίσουμε ένα καινούριο Index και ν’ ανάψουμε πυρές στις πλατείες, ώστε ν’ αγάλλεται εις τους ουρανούς η ψυχή του ευσεβούς Σαβοναρόλα.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 1:13 μ.μ. | Ενθύμιον | 33 σημειώσεις