Διάφορες συμπτώσεις εσχάτως, με έκαναν να (ξανα)σκεφτώ το θέμα των στερεοτύπων. Και παρ’ όλο που το Gender Studies δεν είναι το πεδίο μου, οφείλω να παρατηρήσω ότι, αν εξαιρέσουμε κάποιες υπερβολές (αναμενόμενες, ωστόσο, όπως σε κάθε περίπτωση όπου το αντικείμενο μελέτης συνδέεται με ιδεολογικοπολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις), η πλειονότητα των εργασιών συνεισφέρει στην κατανόηση της πραγματικότητας. Λόγω των προσωπικών μου ενδιαφερόντων, θεωρώ σημαντικότερες τις εργασίες που επιχειρούν να διερευνήσουν την κατασκευή ή την επιβίωση των στερεοτύπων μέσα από τη μαζική κουλτούρα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες είναι αδιάφορες ή άνευ χρησιμότητος.
Κατά καιρούς, ακούω ή διαβάζω διάφορους που δηλώνουν ικανοποιημένοι, επειδή η τηλεοπτική πραγματικότητα φαίνεται πλέον να αποδέχεται και να εντάσσει στην «εγκυκλοπαίδειά» της ότι η γυναίκα του 21ου αι. είναι εντελώς διαφορετική από τη γυναίκα του 1950. Υπάρχουν, λ.χ., τηλεοπτικές σειρές για γυναίκες χωρισμένες ή ανύπαντρες – singles κατά το ελληνικότερον. Επιπλέον, στις διαφημίσεις δεν αναπαράγεται πια το στερεότυπο της γυναίκας-νοικοκυράς, της ευτυχισμένης οικογένειας όπου ο σύζυγος εργάζεται σκληρά και η σύζυγος τον περιμένει όμορφη και πανευτυχής μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο. Όχι, τώρα στις διαφημίσεις βλέπουμε επίσης γυναίκες εργαζόμενες και απελευθερωμένες, και άντρες να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.
Αν αναλύσουμε σε βάθος τα δεδομένα, θα διαπιστώσουμε πως αυτή η αλλαγή είναι επιφανειακή, δεν αφορά τις νοοτροπικές δομές, αλλά το φαίνεσθαι. Για παράδειγμα, ναι, υπάρχουν διαφημίσεις όπου πρωταγωνιστεί η εργαζόμενη σύγχρονη γυναίκα, μόνο που τη βλέπουμε να γυρίζει από τη δουλειά της (σημειωτέον ότι η γυναίκα αυτή είναι πάντα υψηλόβαθμο στέλεχος ή κάτι ανάλογο) τόσο όμορφη, ξεκούραστη και λαμπερή όσο όταν έφυγε, να μπαίνει σ’ ένα σπίτι τακτοποιημένο στην εντέλεια και όλα να είναι ήσυχα και αρμονικά. Ουδέν αναληθέστερον τούτου, κι όποιος διαφωνεί ας ρίξει μια ματιά γύρω του να δει σε τι κατάσταση είναι οι εργαζόμενες όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους και επίσης σε τι κατάσταση βρίσκουν αυτό το σπίτι.
Η διαφήμιση είναι βέβαια ένα κομμάτι μόνο της μαζικής κουλτούρας και, επειδή συνδέεται αμεσότερα και προφανέστερα με το κέρδος και τον καταναλωτισμό, μπορεί να υποτεθεί ότι αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη δυσπιστία (να υποτεθεί, επαναλαμβάνω). Αλλά, πάντοτε, η μαζική κουλτούρα έκανε καλύτερα την (όποια) δουλειά της μέσα από τα «προϊόντα» που αφορούσαν την (αθώα) διασκέδαση του καταναλωτή. Βλέπεις, για παράδειγμα, εκείνη την ακατανόμαστη σειρά «Η ώρα η καλή», όπου ποιος πρωταγωνιστεί; Δύο αδελφές, η μία εκ των οποίων φιλόλογος και η άλλη επιχειρηματίας. Η φιλόλογος είναι εμφανισιακά απαράδεκτη, κοινωνικά ακατάρτιστη και η συμπεριφορά της θυμίζει τη συμπεριφορά ενός ανοήτου ή του Kaspar Hauser. Η επιχειρηματίας είναι το ακριβώς αντίθετο: όμορφη, δραστήρια, κοινωνική. Στην αρχή, η μεν φιλόλογος κηρύσσεται εναντίον του γάμου κλπ. κλπ., δηλώνοντας ότι αυτό που την απασχολεί περισσότερο είναι η καριέρα της· η επιχειρηματίας, πάλι, όχι: έχει ήδη έναν αποτυχημένο γάμο στο ενεργητικό της και επιδιώκει λυσσαλέα να τελέσει και τον δεύτερο. Καθώς εξελίσσεται η «πλοκή», η φιλόλογος ερωτεύεται, γίνεται «άνθρωπος» (μαθαίνει να ντύνεται, να βάφεται κλπ. κλπ.) και… η συνέχεια επί της οθόνης, κυρίες και κύριοι, καθότι η σειρά θα συνεχιστεί και του χρόνου. Προχείρως, επισημαίνω ότι εκτός από το σύνηθες στερεότυπο της γυναίκας που θέτει ως σκοπό της ζωής της το γάμο, υπάρχει βεβαίως και το άλλο στερεότυπο, ότι η γυναίκα που σπουδάζει μοιάζει το λιγότερο με άνθρωπο των σπηλαίων: είναι εντελώς κλεισμένη στον κόσμο των βιβλίων και, εκτός του ότι παραμελεί την εμφάνισή της, δεν είναι ικανή για τίποτε άλλο πέραν του να μελετά· έναν καφέ δεν ξέρει να φτιάξει, και γιατί θα έπρεπε εδώ που τα λέμε, έφτιαχνε καφέ η Σαπφώ; Μπαίνω στον πειρασμό να επισημάνω εδώ την αντίληψη του Πλάτωνα ότι ο πνευματικός άνθρωπος δεν πρέπει να ασχολείται με οτιδήποτε χειρωνακτικό, καθότι η χειρωνακτική εργασία ήτο κατάλληλη μόνο για τους δούλους (σε ό,τι αφορά τους άντρες, το στερεότυπο είναι επίσης γνωστό: ο διανοούμενος που γνωρίζει από στήθους τον Αριστοτέλη, πλην είναι ανίκανος ν’ αλλάξει μια λάμπα). Θα μου πείτε, σιγά που οι σεναριογράφοι της εν λόγω σειράς είχαν υπόψη τον Πλάτωνα· θα απαντήσω ότι δεν χρειάζεται, επειδή αυτή η νοοτροπία (η οποία φυσικά προϋπάρχει του Πλάτωνος, όπως τουλάχιστον δικαιούμαστε να συμπεράνουμε, αν θυμηθούμε την περίπτωση του Θαλή), που διατυπώνεται ως αρχή από τον Αθηναίο φιλόσοφο, έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τα στερεότυπα.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, που είναι, νομίζω, πιο ενδιαφέρον, επειδή επιτρέπει συγκρίσεις. Πριν από μερικά χρόνια η ταινία Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς χαρακτηρίστηκε ως η «εκδίκηση της ανύπαντρης τριαντάρας», που δεν έχει τα προσόντα μοντέλου· αρκετοί, μάλιστα, τη θεώρησαν αρκούντως ρεαλιστική, σε ό,τι αφορά τον γυναικείο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Η Μπρίτζετ, λοιπόν, είναι μια καθημερινή γυναίκα στα τριάντα, μετρίας εμφανίσεως, με μόνιμο άγχος σχετικά με τα κιλά της και το μέλλον της, ελάχιστη έως καθόλου παιδεία και (θα εδικαιούτο κανείς να συμπεράνει) μάλλον ανόητη. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος της (πρώτης) ταινίας, τη βλέπουμε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του πρωταγωνιστή – που είναι φυσικά όμορφος, πλούσιος και επιφανής δικηγόρος. Έξοχα: διότι, αυτός ο περιζήτητος γαμπρός έχει δηλώσει στη Μπρίτζετ ότι του αρέσει «όπως είναι» (καλό σε ό,τι αφορά την εμφάνιση, διότι σπάει επιτέλους το καθιερωμένο επιφανείς δικηγόροι να παντρεύονται μοντέλα). Να σημειώσω, περιττολογώντας, ότι αυτό το «όπως είναι» περιλαμβάνει επιπλέον την εντελώς άκομψη και κοινωνικώς αδέξια συμπεριφορά της Μπρίτζετ και το γεγονός ότι θεωρεί το «Ελ Νίνιο» ως μουσικό συγκρότημα, αν δεν απατώμαι (αν έχει κανείς κέφια, μπορεί θαυμάσια να συσχετίσει τη Μπρίτζετ, τηρουμένων των αναλογιών, με την εικόνα του noble savage του Rousseau, ή και με την Thérèse le Vasseur, την αμόρφωτη υπηρέτρια που διάλεξε ο φιλόσοφος για σύντροφό του - όχι, για να μη λέτε ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι από τη ζωή βγαλμένα). Και, βεβαίως, να μη λησμονήσω ότι ο πρωταγωνιστής, ο Μαρκ Ντάρσυ, διεκδικείται από μια συνάδελφό του, εξαίρετη δικηγόρο ωσαύτως, πλην ύπουλη και δαιμονία, καθόσον ο απώτατος στόχος της είναι απλώς να τον «τυλίξει» (να μη σχολιάσω εδώ το στερεότυπο, έτσι;)
Η Helen Fielding, σεναριογράφος της ταινίας ομολόγησε ότι η υπόθεση του έργου είναι εν μέρει εμπνευσμένη από το κλασικό μυθιστόρημα Pride and Prejudice της Jane Austen (γυρίστηκε σε ταινία το 2005, χωρίς όμως να καταφέρει να υπερβεί την παλαιότερη τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος, παραγωγής του BBC). Περιττό, βεβαίως, διότι το όνομα Darcy ήταν σαφέστατη ένδειξη. Ωραία, ας πούμε ότι ουσιαστικά η Fielding μετέφερε σε σύγχρονα δεδομένα μια υπόθεση που εκτυλίσσεται κατά τον 19ο αι. – στο κάτω-κάτω, μήπως και στο μυθιστόρημα δεν έχουμε έναν «αταίριαστο» γάμο; Ο αριστοκράτης κ. Darcy δεν παντρεύεται τη μεσοαστή Elizabeth Bennet;
Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Παρ’ όλο που το μυθιστόρημα της Austen θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιέχει κάποιες απιθανότητες, όμως αντικατοπτρίζει μιαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα – τη σταδιακή διείσδυση της μεσοαστικής τάξης στη βρετανική αριστοκρατία. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό – στο κάτω-κάτω, κάθε έργο κρίνεται με βάση τη νόρμα του είδους στο οποίο ανήκει, ως εκ τούτου η «αληθοφάνεια» και η «πιθανότητα» είναι έννοιες σχετικές· όσο αληθοφανή είναι όσα συμβαίνουν στο Star Wars σύμφωνα με τον κανόνα του science fiction/movie, τόσο αληθοφανή είναι και τα τεκταινόμενα στο Pride and Prejudice και στο Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς, σύμφωνα με τη νόρμα της αισθηματικής ταινίας/βιβλίου (romance χαρακτηρίζεται, αλλά δεν είναι σωστή η χρήση του όρου, εν προκειμένω). Το θέμα είναι τα πρότυπα/εικόνες/στερεότυπα που προβάλλονται σε κάθε περίπτωση. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, όπως και σε όλα τα μυθιστορήματα της Austen, οι νεαρές πρωταγωνίστριες έχουν το μόνιμο άγχος του γάμου, της αποκατάστασης. Εκεί όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για στερεότυπα: η Austen περιγράφει την πραγματικότητα και τη νοοτροπία της εποχής της – τι άλλα περιθώρια είχε μια γυναίκα στις αρχές του 19ου αι., εκτός από το να παντρευτεί; Εδώ δεν είχε το δικαίωμα να κληρονομήσει την πατρική της περιουσία. Όμως, το γυναικείο πρότυπο που προβάλλεται στο Pride and Prejudice είναι πολύ πιο «προοδευτικό» (βάζω τον όρο σε εισαγωγικά, διότι έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάχρηση και σχετικοποίηση των εννοιών που σε λίγο δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε) από το αντίστοιχο της Μπρίτζετ Τζόουνς. Η Eliza Bennet είναι μια συμπαθητική νεαρή, όχι εκπληκτικά όμορφη, αλλά έξυπνη· δεν διστάζει να υπερασπιστεί τις απόψεις της και διαθέτει λογική – κοινώς δεν έχει τα μυαλά της πάνω από το κεφάλι της. Η Austen δεν την ωραιοποιεί, την παρουσιάζει με τα ελαττώματά της (την προκατάληψη, ας πούμε) και δείχνει την εσωτερική της εξέλιξη – όπως άλλωστε και την αντίστοιχη του κ. Darcy, ο οποίος παρουσιάζεται αρχικώς ως ένας ξιπασμένος αριστοκράτης, με τις δικές του προκαταλήψεις. Σ’ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του μυθιστορήματος, το ιδανικό γυναικείο πρότυπο παρουσιάζεται μέσα από τον διάλογο τριών χαρακτήρων: του Charles Bingley, της αδελφή του Caroline (ξιπασμένη αριστοκράτισσα κι αυτή, που προσπαθεί απεγνωσμένα να παντρευτεί τον κ. Darcy) και του ίδιου του Darcy. Λέει λοιπόν ο Charles ότι οι νεαρές κοπέλες που γνωρίζει είναι εξαιρετικά προικισμένες: παίζουν πιάνο και τραγουδούν, κεντούν, ξέρουν ξένες γλώσσες. Ο Darcy αμφισβητεί τη σημασία αυτών των προσόντων και η Caroline σπεύδει να συμφωνήσει, λέγοντας ότι μια πραγματικά προικισμένη γυναίκα πρέπει επίσης να έχει «κάτι ξεχωριστό στο ύφος της, στον τρόπο που περπατάει, στον τόνο της φωνής της»· και ο Darcy, παρεμβαίνει και πάλι για να προσθέσει εκείνο που ο ίδιος θεωρεί ουσιαστικότερο για μια νεαρή γυναίκα: «τη βελτίωση του πνεύματός της» μέσα από την εκτεταμένη ανάγνωση βιβλίων. Αν σ’ αυτό, συνυπολογίσουμε τη διακριτική (αλλά όχι λιγότερο δραστική) ειρωνεία με την οποία η Austen αντιμετωπίζει την επιπολαιότητα και τη ματαιοδοξία των γυναικείων χαρακτήρων, διαπιστώνουμε ποια θα ήταν η δική της αντίληψη για ό,τι ονομάζουμε «αξιόλογη γυναίκα».
Απ’ αυτήν την άποψη, η Μπρίτζετ Τζόουνς δεν θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη μις Μπένετ. Επειδή, οι όποιες προσπάθειές της για βελτίωση αφορούν αποφάσεις του τύπου «πρέπει να κόψω το κάπνισμα και το ποτό και να χάσω κιλά» - μέχρι εδώ καλά – για να βρω γκόμενο, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά. (Στη δεύτερη συνέχεια, The Edge of Reason, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, αλλά ας μην επεκταθούμε). Η πνευματική βελτίωση της πρωταγωνίστριας συνίσταται στην επιλογή διαφορετικού είδους βιβλίων: ενώ πριν διάβαζε «τσελεμεντέδες» του τύπου «Πώς να βρείτε τον τέλειο άντρα», μετά διαβάζει αντίστοιχους «τσελεμεντέδες» του τύπου «Πώς να τον ξεχάσετε» ή «Πώς να ζήσετε χωρίς άντρες». Παρ’ όλα αυτά, ο φέρελπις δικηγόρος Μαρκ Ντάρσυ την προτιμά όπως είναι.
Πολλή σημασία δίνεις, θα μου πείτε· στο κάτω-κάτω, δεν είναι παρά μια εύθυμη ταινία, για να περάσει η ώρα. Σωστά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περνάει στο απυρόβλητο. Και, όσο κι αν δεν «πιστεύουμε» στη δυνατότητα να επαναληφθούν οι κινηματογραφικές ή οι λογοτεχνικές ιστορίες στην πραγματική ζωή (θα διατηρήσω επιφυλάξεις γι’ αυτό, πάντως), το ουσιώδες είναι πως αυτή η διασκεδαστική ταινία περνάει συγκεκριμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις: εκείνο που «χαρίζει» στη γυναίκα-θεατή, το δικαίωμα ας πούμε να μην ντρέπεται που δεν είναι η Σκλεναρίκοβα, ουσιαστικά της το παίρνει πίσω, δείχνοντάς της ότι μπορεί να είναι ανερμάτιστη και ανόητη. Συγκρίνοντας τον κόσμο της Μπρίτζετ Τζόουνς με τον κόσμο της Austen διαπιστώνουμε πως οι (προβαλλόμενοι) γυναικείοι στόχοι δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Αλλά, ό,τι στη δεύτερη περίπτωση είναι ανατομία της σύγχρονης πραγματικότητας, στην πρώτη γίνεται κακόγουστο στερεότυπο. Τουλάχιστον, οι αναγνώστριες του Pride and Prejudice καταλάβαιναν ότι, αν θέλουν να κάνουν έναν καλό γάμο, έπρεπε από καιρού εις καιρόν ν’ ανοίγουν και κανένα βιβλίο.