Τετάρτη, Ιουλίου 12, 2006
Από την Eliza Bennet στη Bridget Jones (περί στερεοτύπων, και πάλι)

Διάφορες συμπτώσεις εσχάτως, με έκαναν να (ξανα)σκεφτώ το θέμα των στερεοτύπων. Και παρ’ όλο που το Gender Studies δεν είναι το πεδίο μου, οφείλω να παρατηρήσω ότι, αν εξαιρέσουμε κάποιες υπερβολές (αναμενόμενες, ωστόσο, όπως σε κάθε περίπτωση όπου το αντικείμενο μελέτης συνδέεται με ιδεολογικοπολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις), η πλειονότητα των εργασιών συνεισφέρει στην κατανόηση της πραγματικότητας. Λόγω των προσωπικών μου ενδιαφερόντων, θεωρώ σημαντικότερες τις εργασίες που επιχειρούν να διερευνήσουν την κατασκευή ή την επιβίωση των στερεοτύπων μέσα από τη μαζική κουλτούρα – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες είναι αδιάφορες ή άνευ χρησιμότητος.

Κατά καιρούς, ακούω ή διαβάζω διάφορους που δηλώνουν ικανοποιημένοι, επειδή η τηλεοπτική πραγματικότητα φαίνεται πλέον να αποδέχεται και να εντάσσει στην «εγκυκλοπαίδειά» της ότι η γυναίκα του 21ου αι. είναι εντελώς διαφορετική από τη γυναίκα του 1950. Υπάρχουν, λ.χ., τηλεοπτικές σειρές για γυναίκες χωρισμένες ή ανύπαντρες – singles κατά το ελληνικότερον. Επιπλέον, στις διαφημίσεις δεν αναπαράγεται πια το στερεότυπο της γυναίκας-νοικοκυράς, της ευτυχισμένης οικογένειας όπου ο σύζυγος εργάζεται σκληρά και η σύζυγος τον περιμένει όμορφη και πανευτυχής μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο. Όχι, τώρα στις διαφημίσεις βλέπουμε επίσης γυναίκες εργαζόμενες και απελευθερωμένες, και άντρες να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.

Αν αναλύσουμε σε βάθος τα δεδομένα, θα διαπιστώσουμε πως αυτή η αλλαγή είναι επιφανειακή, δεν αφορά τις νοοτροπικές δομές, αλλά το φαίνεσθαι. Για παράδειγμα, ναι, υπάρχουν διαφημίσεις όπου πρωταγωνιστεί η εργαζόμενη σύγχρονη γυναίκα, μόνο που τη βλέπουμε να γυρίζει από τη δουλειά της (σημειωτέον ότι η γυναίκα αυτή είναι πάντα υψηλόβαθμο στέλεχος ή κάτι ανάλογο) τόσο όμορφη, ξεκούραστη και λαμπερή όσο όταν έφυγε, να μπαίνει σ’ ένα σπίτι τακτοποιημένο στην εντέλεια και όλα να είναι ήσυχα και αρμονικά. Ουδέν αναληθέστερον τούτου, κι όποιος διαφωνεί ας ρίξει μια ματιά γύρω του να δει σε τι κατάσταση είναι οι εργαζόμενες όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους και επίσης σε τι κατάσταση βρίσκουν αυτό το σπίτι.

Η διαφήμιση είναι βέβαια ένα κομμάτι μόνο της μαζικής κουλτούρας και, επειδή συνδέεται αμεσότερα και προφανέστερα με το κέρδος και τον καταναλωτισμό, μπορεί να υποτεθεί ότι αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη δυσπιστία (να υποτεθεί, επαναλαμβάνω). Αλλά, πάντοτε, η μαζική κουλτούρα έκανε καλύτερα την (όποια) δουλειά της μέσα από τα «προϊόντα» που αφορούσαν την (αθώα) διασκέδαση του καταναλωτή. Βλέπεις, για παράδειγμα, εκείνη την ακατανόμαστη σειρά «Η ώρα η καλή», όπου ποιος πρωταγωνιστεί; Δύο αδελφές, η μία εκ των οποίων φιλόλογος και η άλλη επιχειρηματίας. Η φιλόλογος είναι εμφανισιακά απαράδεκτη, κοινωνικά ακατάρτιστη και η συμπεριφορά της θυμίζει τη συμπεριφορά ενός ανοήτου ή του Kaspar Hauser. Η επιχειρηματίας είναι το ακριβώς αντίθετο: όμορφη, δραστήρια, κοινωνική. Στην αρχή, η μεν φιλόλογος κηρύσσεται εναντίον του γάμου κλπ. κλπ., δηλώνοντας ότι αυτό που την απασχολεί περισσότερο είναι η καριέρα της· η επιχειρηματίας, πάλι, όχι: έχει ήδη έναν αποτυχημένο γάμο στο ενεργητικό της και επιδιώκει λυσσαλέα να τελέσει και τον δεύτερο. Καθώς εξελίσσεται η «πλοκή», η φιλόλογος ερωτεύεται, γίνεται «άνθρωπος» (μαθαίνει να ντύνεται, να βάφεται κλπ. κλπ.) και… η συνέχεια επί της οθόνης, κυρίες και κύριοι, καθότι η σειρά θα συνεχιστεί και του χρόνου. Προχείρως, επισημαίνω ότι εκτός από το σύνηθες στερεότυπο της γυναίκας που θέτει ως σκοπό της ζωής της το γάμο, υπάρχει βεβαίως και το άλλο στερεότυπο, ότι η γυναίκα που σπουδάζει μοιάζει το λιγότερο με άνθρωπο των σπηλαίων: είναι εντελώς κλεισμένη στον κόσμο των βιβλίων και, εκτός του ότι παραμελεί την εμφάνισή της, δεν είναι ικανή για τίποτε άλλο πέραν του να μελετά· έναν καφέ δεν ξέρει να φτιάξει, και γιατί θα έπρεπε εδώ που τα λέμε, έφτιαχνε καφέ η Σαπφώ; Μπαίνω στον πειρασμό να επισημάνω εδώ την αντίληψη του Πλάτωνα ότι ο πνευματικός άνθρωπος δεν πρέπει να ασχολείται με οτιδήποτε χειρωνακτικό, καθότι η χειρωνακτική εργασία ήτο κατάλληλη μόνο για τους δούλους (σε ό,τι αφορά τους άντρες, το στερεότυπο είναι επίσης γνωστό: ο διανοούμενος που γνωρίζει από στήθους τον Αριστοτέλη, πλην είναι ανίκανος ν’ αλλάξει μια λάμπα). Θα μου πείτε, σιγά που οι σεναριογράφοι της εν λόγω σειράς είχαν υπόψη τον Πλάτωνα· θα απαντήσω ότι δεν χρειάζεται, επειδή αυτή η νοοτροπία (η οποία φυσικά προϋπάρχει του Πλάτωνος, όπως τουλάχιστον δικαιούμαστε να συμπεράνουμε, αν θυμηθούμε την περίπτωση του Θαλή), που διατυπώνεται ως αρχή από τον Αθηναίο φιλόσοφο, έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, μέσα από τα στερεότυπα.

Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, που είναι, νομίζω, πιο ενδιαφέρον, επειδή επιτρέπει συγκρίσεις. Πριν από μερικά χρόνια η ταινία Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς χαρακτηρίστηκε ως η «εκδίκηση της ανύπαντρης τριαντάρας», που δεν έχει τα προσόντα μοντέλου· αρκετοί, μάλιστα, τη θεώρησαν αρκούντως ρεαλιστική, σε ό,τι αφορά τον γυναικείο πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Η Μπρίτζετ, λοιπόν, είναι μια καθημερινή γυναίκα στα τριάντα, μετρίας εμφανίσεως, με μόνιμο άγχος σχετικά με τα κιλά της και το μέλλον της, ελάχιστη έως καθόλου παιδεία και (θα εδικαιούτο κανείς να συμπεράνει) μάλλον ανόητη. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος της (πρώτης) ταινίας, τη βλέπουμε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του πρωταγωνιστή – που είναι φυσικά όμορφος, πλούσιος και επιφανής δικηγόρος. Έξοχα: διότι, αυτός ο περιζήτητος γαμπρός έχει δηλώσει στη Μπρίτζετ ότι του αρέσει «όπως είναι» (καλό σε ό,τι αφορά την εμφάνιση, διότι σπάει επιτέλους το καθιερωμένο επιφανείς δικηγόροι να παντρεύονται μοντέλα). Να σημειώσω, περιττολογώντας, ότι αυτό το «όπως είναι» περιλαμβάνει επιπλέον την εντελώς άκομψη και κοινωνικώς αδέξια συμπεριφορά της Μπρίτζετ και το γεγονός ότι θεωρεί το «Ελ Νίνιο» ως μουσικό συγκρότημα, αν δεν απατώμαι (αν έχει κανείς κέφια, μπορεί θαυμάσια να συσχετίσει τη Μπρίτζετ, τηρουμένων των αναλογιών, με την εικόνα του noble savage του Rousseau, ή και με την Thérèse le Vasseur, την αμόρφωτη υπηρέτρια που διάλεξε ο φιλόσοφος για σύντροφό του - όχι, για να μη λέτε ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι από τη ζωή βγαλμένα). Και, βεβαίως, να μη λησμονήσω ότι ο πρωταγωνιστής, ο Μαρκ Ντάρσυ, διεκδικείται από μια συνάδελφό του, εξαίρετη δικηγόρο ωσαύτως, πλην ύπουλη και δαιμονία, καθόσον ο απώτατος στόχος της είναι απλώς να τον «τυλίξει» (να μη σχολιάσω εδώ το στερεότυπο, έτσι;)

Η Helen Fielding, σεναριογράφος της ταινίας ομολόγησε ότι η υπόθεση του έργου είναι εν μέρει εμπνευσμένη από το κλασικό μυθιστόρημα Pride and Prejudice της Jane Austen (γυρίστηκε σε ταινία το 2005, χωρίς όμως να καταφέρει να υπερβεί την παλαιότερη τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος, παραγωγής του BBC). Περιττό, βεβαίως, διότι το όνομα Darcy ήταν σαφέστατη ένδειξη. Ωραία, ας πούμε ότι ουσιαστικά η Fielding μετέφερε σε σύγχρονα δεδομένα μια υπόθεση που εκτυλίσσεται κατά τον 19ο αι. – στο κάτω-κάτω, μήπως και στο μυθιστόρημα δεν έχουμε έναν «αταίριαστο» γάμο; Ο αριστοκράτης κ. Darcy δεν παντρεύεται τη μεσοαστή Elizabeth Bennet;

Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Παρ’ όλο που το μυθιστόρημα της Austen θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιέχει κάποιες απιθανότητες, όμως αντικατοπτρίζει μιαν αναμφισβήτητη πραγματικότητα – τη σταδιακή διείσδυση της μεσοαστικής τάξης στη βρετανική αριστοκρατία. Αλλά το θέμα δεν είναι αυτό – στο κάτω-κάτω, κάθε έργο κρίνεται με βάση τη νόρμα του είδους στο οποίο ανήκει, ως εκ τούτου η «αληθοφάνεια» και η «πιθανότητα» είναι έννοιες σχετικές· όσο αληθοφανή είναι όσα συμβαίνουν στο Star Wars σύμφωνα με τον κανόνα του science fiction/movie, τόσο αληθοφανή είναι και τα τεκταινόμενα στο Pride and Prejudice και στο Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς, σύμφωνα με τη νόρμα της αισθηματικής ταινίας/βιβλίου (romance χαρακτηρίζεται, αλλά δεν είναι σωστή η χρήση του όρου, εν προκειμένω). Το θέμα είναι τα πρότυπα/εικόνες/στερεότυπα που προβάλλονται σε κάθε περίπτωση. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, όπως και σε όλα τα μυθιστορήματα της Austen, οι νεαρές πρωταγωνίστριες έχουν το μόνιμο άγχος του γάμου, της αποκατάστασης. Εκεί όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για στερεότυπα: η Austen περιγράφει την πραγματικότητα και τη νοοτροπία της εποχής της – τι άλλα περιθώρια είχε μια γυναίκα στις αρχές του 19ου αι., εκτός από το να παντρευτεί; Εδώ δεν είχε το δικαίωμα να κληρονομήσει την πατρική της περιουσία. Όμως, το γυναικείο πρότυπο που προβάλλεται στο Pride and Prejudice είναι πολύ πιο «προοδευτικό» (βάζω τον όρο σε εισαγωγικά, διότι έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάχρηση και σχετικοποίηση των εννοιών που σε λίγο δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε) από το αντίστοιχο της Μπρίτζετ Τζόουνς. Η Eliza Bennet είναι μια συμπαθητική νεαρή, όχι εκπληκτικά όμορφη, αλλά έξυπνη· δεν διστάζει να υπερασπιστεί τις απόψεις της και διαθέτει λογική – κοινώς δεν έχει τα μυαλά της πάνω από το κεφάλι της. Η Austen δεν την ωραιοποιεί, την παρουσιάζει με τα ελαττώματά της (την προκατάληψη, ας πούμε) και δείχνει την εσωτερική της εξέλιξη – όπως άλλωστε και την αντίστοιχη του κ. Darcy, ο οποίος παρουσιάζεται αρχικώς ως ένας ξιπασμένος αριστοκράτης, με τις δικές του προκαταλήψεις. Σ’ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του μυθιστορήματος, το ιδανικό γυναικείο πρότυπο παρουσιάζεται μέσα από τον διάλογο τριών χαρακτήρων: του Charles Bingley, της αδελφή του Caroline (ξιπασμένη αριστοκράτισσα κι αυτή, που προσπαθεί απεγνωσμένα να παντρευτεί τον κ. Darcy) και του ίδιου του Darcy. Λέει λοιπόν ο Charles ότι οι νεαρές κοπέλες που γνωρίζει είναι εξαιρετικά προικισμένες: παίζουν πιάνο και τραγουδούν, κεντούν, ξέρουν ξένες γλώσσες. Ο Darcy αμφισβητεί τη σημασία αυτών των προσόντων και η Caroline σπεύδει να συμφωνήσει, λέγοντας ότι μια πραγματικά προικισμένη γυναίκα πρέπει επίσης να έχει «κάτι ξεχωριστό στο ύφος της, στον τρόπο που περπατάει, στον τόνο της φωνής της»· και ο Darcy, παρεμβαίνει και πάλι για να προσθέσει εκείνο που ο ίδιος θεωρεί ουσιαστικότερο για μια νεαρή γυναίκα: «τη βελτίωση του πνεύματός της» μέσα από την εκτεταμένη ανάγνωση βιβλίων. Αν σ’ αυτό, συνυπολογίσουμε τη διακριτική (αλλά όχι λιγότερο δραστική) ειρωνεία με την οποία η Austen αντιμετωπίζει την επιπολαιότητα και τη ματαιοδοξία των γυναικείων χαρακτήρων, διαπιστώνουμε ποια θα ήταν η δική της αντίληψη για ό,τι ονομάζουμε «αξιόλογη γυναίκα».

Απ’ αυτήν την άποψη, η Μπρίτζετ Τζόουνς δεν θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη μις Μπένετ. Επειδή, οι όποιες προσπάθειές της για βελτίωση αφορούν αποφάσεις του τύπου «πρέπει να κόψω το κάπνισμα και το ποτό και να χάσω κιλά» - μέχρι εδώ καλά – για να βρω γκόμενο, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά. (Στη δεύτερη συνέχεια, The Edge of Reason, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, αλλά ας μην επεκταθούμε). Η πνευματική βελτίωση της πρωταγωνίστριας συνίσταται στην επιλογή διαφορετικού είδους βιβλίων: ενώ πριν διάβαζε «τσελεμεντέδες» του τύπου «Πώς να βρείτε τον τέλειο άντρα», μετά διαβάζει αντίστοιχους «τσελεμεντέδες» του τύπου «Πώς να τον ξεχάσετε» ή «Πώς να ζήσετε χωρίς άντρες». Παρ’ όλα αυτά, ο φέρελπις δικηγόρος Μαρκ Ντάρσυ την προτιμά όπως είναι.

Πολλή σημασία δίνεις, θα μου πείτε· στο κάτω-κάτω, δεν είναι παρά μια εύθυμη ταινία, για να περάσει η ώρα. Σωστά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι περνάει στο απυρόβλητο. Και, όσο κι αν δεν «πιστεύουμε» στη δυνατότητα να επαναληφθούν οι κινηματογραφικές ή οι λογοτεχνικές ιστορίες στην πραγματική ζωή (θα διατηρήσω επιφυλάξεις γι’ αυτό, πάντως), το ουσιώδες είναι πως αυτή η διασκεδαστική ταινία περνάει συγκεκριμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις: εκείνο που «χαρίζει» στη γυναίκα-θεατή, το δικαίωμα ας πούμε να μην ντρέπεται που δεν είναι η Σκλεναρίκοβα, ουσιαστικά της το παίρνει πίσω, δείχνοντάς της ότι μπορεί να είναι ανερμάτιστη και ανόητη. Συγκρίνοντας τον κόσμο της Μπρίτζετ Τζόουνς με τον κόσμο της Austen διαπιστώνουμε πως οι (προβαλλόμενοι) γυναικείοι στόχοι δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Αλλά, ό,τι στη δεύτερη περίπτωση είναι ανατομία της σύγχρονης πραγματικότητας, στην πρώτη γίνεται κακόγουστο στερεότυπο. Τουλάχιστον, οι αναγνώστριες του Pride and Prejudice καταλάβαιναν ότι, αν θέλουν να κάνουν έναν καλό γάμο, έπρεπε από καιρού εις καιρόν ν’ ανοίγουν και κανένα βιβλίο.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 8:20 π.μ. | Ενθύμιον | 38 σημειώσεις
Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006
Νοήματα ζωής

Κατά καιρούς σε διάφορα post η φράση επανέρχεται: το νόημα της ζωής μου, της ζωή σου, της ζωής των άλλων. Υπάρχουν και φιλοσοφικές διατυπώσεις περί του ζητήματος, αλλά ας τις αφήσουμε κατά μέρος. Μια σύντομη σημείωση μόνον – ότι τούτο το θέμα βρέθηκε στο κέντρο της υπαρξιακής φιλοσοφίας, για λόγους που θα πρέπει να συσχετιστούν και με το ιστορικό περιβάλλον, τη συγκυρία, την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης. Αλλά, η ιστορία ξεκινά ενωρίτερα. Ο τύπος του σπληνιώντος (spleen=μελαγχολία) ρομαντικού περιπλανώμενου, επιτομή του οποίου ήταν ο βυρωνικός Childe Harold, υποκρύπτει αυτό ακριβώς το πρόβλημα: ο μελαγχολικός ήρωας που, μολονότι νέος, έχει κορεστεί από τον έκλυτο βίο, και sick at heart, ξεκινά μια μεγάλη περιπλάνηση, αναζητώντας κάτι που θα τον βγάλει από την «αρρώστεια» του (που περί τα τέλη του 19ου αι., είχε πλέον λάβει διαστάσεις επιδημίας, εξ ου και απεκλήθη mal du siècle, δηλ. αρρώστεια του αιώνος – ακριβώς επειδή αυτός ο τύπος μελαγχολικού ήρωα είχε φτάσει στα όρια της μανιεριστικής επανάληψης) – με δυο λόγια, αναζητούσε ένα (καινούριο) νόημα ζωής. Εκείνο, όμως, που ήταν πόζα στη ρομαντική λογοτεχνία (κυρίως στους βυρωνόληπτους Ευρωπαίους και Έλληνες ποιητές και πεζογράφους), μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο απέκτησε άμεση αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ιστορικοί όπως ο Hobsbawm θεωρούν ότι ο 19ος αι. τελειώνει το 1914 – επειδή πράγματι ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος του λεγόμενου «παλαιού κόσμου» και την αρχή του καινούριου· και ο Hobsbawm, όπως και οι ιστορικοί των νοοτροπιών, γνωρίζουν ότι τα ημερολογιακά όρια σπανίως συμπίπτουν με τα όρια ζωής των ιστορικών εποχών και των νοοτροπιών. Εκείνη η πρώτη δεκαετία του 20ού αι., συμπυκνώνει την απόληξη μιας πορείας που ουσιαστικά ξεκινά με τη Γαλλική Επανάσταση: διαφωτισμός, εμπιστοσύνη στην επιστήμη και στον ορθολογισμό, αισιόδοξη πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο, εθνικές ιδεολογίες και εθνικά κράτη – το αίσιο ξεκίνημα. Μετά από αλλεπάλληλες διαψεύσεις και απογητεύσεις, όμως (αρκεί να σκεφτεί κανείς τον Ναπολέοντα, για παράδειγμα), ο αιώνας τελειώνει μέσα σ’ ένα γενικό μούδιασμα: η επιστήμη έχει κλονίσει τις βεβαιότητες που έδινε παλαιότερα η θρησκεία, χωρίς όμως να έχει δημιουργήσει καινούριες (ή τουλάχιστον αυτές που δημιούργησε δεν μπορούσαν να απαντήσουν στα ερωτήματα που κάλυπτε η πίστη), τα εθνικά κράτη αποδύθηκαν σε λυσσαλέους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αποδεικνύοντας ότι η ελευθερία ήταν ένα αίτημα που αφορούσε ένα μέρος του κόσμου μόνον (και προφανώς όχι εκείνο, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έστηναν τις αποικίες τους), ο θετικισμός έδινε ορθολογικές ερμηνείες πλην κατέστρεφε έναν μετά τον άλλον τους μυθικούς ιστούς. Και στο τέλος ένας πόλεμος – που ήρθε να αλλάξει τον ευρωπαϊκό χάρτη, να απομυθοποιήσει ιδεολογίες και «ευγενείς» προθέσεις και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τον επόμενο.

Δεν είναι άνευ σημασίας ότι τα χρόνια πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο αλλά και εκείνα του μεσοπολέμου, η ευρωπαϊκή αστική κοινωνία προβάλλει νοοτροπικά χαώδης. Ούτε είναι τυχαίο ότι εκείνη την εποχή ανθεί ο αισθητισμός και η λεγόμενη λογοτεχνία της «παρακμής», στον πυρήνα των οποίων ήταν η αρχή ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν έντονα, ακολουθώντας το ιδανικό του ωραίου, αναζητώντας τη λύτρωση στην ομορφιά. Αυτό ήταν το νόημα ζωής που ερχόταν να προτείνει η τέχνη, κορεσμένη και κουρασμένη από τις μεγαλόστομες ιδεολογικο-πολιτικές διακηρύξεις του παρελθόντος.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στα χρόνια που ακολούθησαν, επινοήθηκαν καινούρια νοήματα ζωής ή επιβεβαιώθηκαν κάποια από τα παλιά, ερμηνευμένα με νέους όρους. Η πολιτική ιδεολογία έδωσε ορισμένες σταθερές για κάποιες δεκαετίες, η αστική ευημερία στην εκδοχή του «αμερικανικού ονείρου» επίσης, η θρησκεία επανέκτησε μέρος της ισχύος της περί τα τέλη του 20ού αι. Σε κάθε εποχή, οι κοινωνίες χρειάζονται τους μύθους τους ή τα νοήματά τους προκειμένου να συνδέσουν και να συνθέσουν το ατομικό και το συλλογικό, ώστε να λειτουργεί απρόσκοπτα το σύστημα.

Επί αιώνες, αλλά και στην εποχή μας, άνθρωποι έζησαν και ζουν χωρίς να αναρωτηθούν ποιο είναι το νόημα της ζωής εν γένει και το νόημα της δικής τους ατομικής ζωής ειδικότερα. Αν το δει κανείς από μιαν ορισμένη σκοπιά, δεν θα έχει άδικο να ισχυριστεί ότι όλος αυτός ο προβληματισμός είναι η πολυτέλεια που έχουν στη διάθεσή τους ευημερούσες κοινωνίες ή ευημερούσες τάξεις. Διότι, αν σε βαραίνει το πρόβλημα της καθημερινής επιβίωσης, δεν έχεις το περιθώριο ν’ ασχοληθείς με τέτοια. Πιθανόν –αλλά, εν προκειμένω, δεν με ενδιαφέρει γιατί ανακύπτουν τέτοιοι προβληματισμοί.

Το νόημα της ζωής, λοιπόν. Γιατί ήρθαμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, ποια είναι η αποστολή μας, τι θα κάνουμε, πώς θα δικαιώσουμε την ύπαρξή μας επί της γης, αν ο τρόπος ζωής μας μας γεμίζει, μας ικανοποιεί και τα παρόμοια. Υπάρχουν έτοιμες απαντήσεις – από τις θρησκείες, την πολιτική, τις κοινωνίες, τη φιλοσοφία ενδεχομένως. Και υπάρχουν και οι προσωπικές – αυτές που καθένας διατυπώνει για τον εαυτό του, είτε έχοντας αμφισβητήσει και απορρίψει πλήρως τις έτοιμες είτε έχοντας επιλέξει στοιχεία από αυτές, τα οποία ανασυνθέτει κατά το δοκούν. Έτσι, μπορεί κανείς ν’ απορρίψει, λ.χ., το τελετουργικό του χριστιανισμού, το δόγμα του ή τις θεολογικές ερμηνείες κλπ. και να κρατήσει την ηθική του διδασκαλία. Ή μπορεί να απορρίψει όλο το πακέτο «θρησκεία» και να στραφεί στις αρχές του ανθρωπισμού. Ή να επιλέξει ένα ατομικότερο νόημα, που δεν θα έχει να κάνει με καθολικές (universal) αρχές – να βρει, λ.χ., τη λύτρωσή του (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) στη γνώση (επίσης, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Ή να αρνηθεί επίσης όλο το πακέτο και να πει, πολύ απλά, δεν έχω καμμία αποστολή, γεννήθηκα και θα πεθάνω όπως όλοι οι έμβιοι οργανισμοί επί γης, και αφήστε με στην ησυχία μου. Από την άλλη, όσοι επιλέγουν τα έτοιμα νοήματα (είτε επειδή τα έχουν συνηθίσει, είτε επειδή τους βολεύουν/τους ικανοποιούν), κανονίζουν τη ζωή τους αναλόγως: ζουν κατά το αστικό πρότυπο, κατά το χριστιανικό πρότυπο, κατά το πρότυπο του επαναστάτη (μετά ή άνευ αιτίας).

Είναι αυτονόητο ότι έκαστος οφείλει να σέβεται το νόημα που δίνει (ή δεν δίνει) στη ζωή του ο άλλος, ή τουλάχιστον να μπαίνει στον κόπο να το κατανοήσει πριν το επικρίνει (και εν προκειμένω, η επίκριση δεν έχει νόημα, διότι ο άλλος μπορεί να σου πετάξει «εμένα έτσι μου αρέσει να ζω, κι εσένα δεν σου πέφτει λόγος»). Φυσικά, δεν γίνεται έτσι. Επειδή το πρόβλημα του νοήματος της ζωής ενεπλάκη με τις θρησκείες, φαίνεται πως κληρονόμησε απ’ αυτές τον ισχυρισμό περί της κατοχής της απόλυτης αλήθειας. Κοντολογίς, σπανίως ο άλλος θα εννοήσει πώς ζεις εσύ και γιατί επέλεξες να ζεις έτσι· επιπλέον, είναι απολύτως πεπεισμένος ότι ζεις λάθος, ότι δεν ξέρεις ποιο είναι το πραγματικό νόημα της ζωής και ότι θα πεθάνεις χωρίς ποτέ να έχεις γνωρίσει την ουσία της. Σημειωτέον, τούτο συμβαίνει σε περιπτώσεις εκείνων που δεν ζουν κατά τις κοινές, παραδεδομένες αξίες, αλλά με τρόπο διαφορετικό. Η κοινωνική επιταγή, λ.χ., επιβάλλει κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι να πηγαίνει ο κόσμος διακοπές. Ο τάδε όμως δεν την ακολουθεί – διότι διαφωνεί επί της αρχής και επί της ουσίας· διότι βαριέται· διότι δεν χρειάζεται να κάνει διακοπές. Λοιπόν, αυτός ο τάδε είτε αντιμετωπίζεται ως ο «κακομοίρης» που δεν έχει λεφτά να ξοδέψει στα trendy θέρετρα, ως ο τσιγκούνης που δεν ξέρει πώς να ζήσει, ως ο μισάνθρωπος που απορρίπτει τις χαρές της κοινωνικής ζωής. Ένας άλλος κοινωνικός κανόνας λέει ότι τα Σαββατοκύριακα οφείλεις να διασκεδάζεις – τουτέστιν, να συνωστίζεσαι σε glamorous εστιατόρια/μπαρ/κέντρα αναψυχής όπου τραγουδούν οι πλανήτες και απλανείς αστέρες του καλλιτεχνικού στερεώματος. Το ότι εσύ μπορεί να προτιμήσεις να μαζευτείς με πέντε φίλους σου στο σπίτι, δεν θεωρείται διασκέδαση – επειδή, δεν σε βλέπει κανείς, άρα κανείς δεν ξέρει ότι διασκεδάζεις. Το ότι εσύ πιθανόν να συνδέεις τη διασκέδαση με το να δεις μια καλή (ή και σαχλή) ταινία στο dvd ή να διαβάσεις ένα βιβλίο, επίσης θεωρείται ελάττωμα: δεν μπορεί, κάποιο πρόβλημα θα έχεις, κάποια εγκεφαλική βλάβη, είναι δυνατόν να προτιμάς τον James Joyce από την Άννα Βίσση; Κάθε παρέκκλιση από τα καθιερωμένα, κάθε απολύτως προσωπική επιλογή, είτε αφορά το αυτοκίνητο που έχεις, τη μουσική που ακούς, το πώς αξιοποιείς το χρόνο σου, τον τόπο όπου ζεις, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο: αν δεν κάνεις ό,τι κάνουν οι άλλοι, οι πολλοί, αν οι αξίες σου είναι διαφορετικές, αν η άποψή σου περί ζωής δεν εναρμονίζεται με την κυρίαρχη, αντιμετωπίζεσαι με οίκτο, με περιφρόνηση, με διάθεση επικριτική.

Συνήθως οι άνθρωποι που επιλέγουν πώς θα ζήσουν (ή που έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν σε κάποια φάση της ζωής τους, νωρίτερα ή αργότερα) ουδόλως ενδιαφέρονται για την έκπληξη, την ταραχή ή τον αποτροπιασμό που προκαλούν αυτές τους οι επιλογές. Τους αρκεί ο δικός τους μικρόκοσμος. Δεν ασχολούνται, λοιπόν, και για τον πρόσθετο λόγο ότι έχουν μάθει αν όχι να σέβονται, τουλάχιστον να μην τους αφορά το νόημα της ζωής των άλλων. Κυρίως, δε, γνωρίζουν ότι το νόημα της ζωής είναι απολύτως προσωπική υπόθεση και πως ό,τι είναι καλό για τον έναν δεν είναι κατ’ ανάγκην καλό για τον άλλον (αρχή παλαιόθεν διατυπωμένη, πλην γενομένη ευρύτερα γνωστή υπό του Μontesquieu) – ως εκ τούτου, δεν προτείνουν το δικό τους μοντέλο/νόημα ζωής σε κανέναν, ακόμη κι αν αυτό τους ζητηθεί. Οι ίδιοι, εν τούτοις, δεν γίνονται δέκτες τοιαύτης αβρής συμπεριφοράς. Επειδή, όλο και κάποιος από τον ευρύτερο κύκλο των γνωστών (όχι των φίλων, βεβαίως), ενίοτε δε και των αγνώστων, θα σπεύσει να αναλάβει το ρόλο του σωτήρα, δηλαδή να τους πει πώς πρέπει να ζουν, να διασκεδάζουν, να περνούν το χρόνο τους· τι πρέπει να φοράνε, να τρώνε, να αγοράζουν· πού πρέπει να ξοδεύουν το χρόνο και τα χρήματά τους· ευτυχώς, οι νουθεσίες δεν επεκτείνονται στο βασίλειο της τέχνης (περιορίζονται στα μουσικά πράγματα ως απαραίτητα συνοδευτικά της έννοιας της «διασκέδασης), δηλαδή δεν αναφέρονται σε βιβλία, ταινίες, ζωγραφική και θέατρο, καθόσον όλα αυτά βρίσκονται έξω από τη σφαίρα των ενδιαφερόντων (και της ύπαρξης εν γένει) των αυτόκλητων σωτήρων. Εννοείται ότι εκείνο που διαφεύγει της αντιλήψεως (με την προϋπόθεση ότι υπάρχει, βέβαια) των «σωτήρων» είναι πως θα πρέπει να θέλει ο «απολωλώς» να σωθεί, να δει το φως το αληθινό και να ενστερνιστεί την «απόλυτη αλήθεια», κοινώς το προτεινόμενο νόημα ζωής. Και τους διαφεύγει, επειδή είναι πεπεισμένοι ότι αυτός ο κακομοίρης που ζει τόσο μίζερα, δεν ξέρει τι κάνει (το «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» είναι μια φράση που άπαξ ειπώθηκε και ατυχώς δεν κατάφερε να αναχθεί σε γενική αρχή συμπεριφοράς). Επειδή, αν δουν το πράγμα διαφορετικά, αν δεχτούν ότι επέλεξε συνειδητά να ζήσει με αξίες τόσο διαφορετικές από τις καθιερωμένες, τότε το δικό τους (υιοθετημένο) νόημα ζωής απλώς θα τιναχτεί στον αέρα, ο δε κρατήρας της εκρήξεως θα απομείνει να χάσκει ακάλυπτος. Και, η άβυσσος, όπως και να το κάνεις, δεν είναι ωραίο θέαμα: ειδικά όταν σου αντιγυρίζει το βλέμμα.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:17 π.μ. | Ενθύμιον | 25 σημειώσεις
Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006
Tweedledum & Tweedledee (ή: The venerable Mr. Drapier and the honourable Mr. Dodgson)

Η Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων και τα Ταξίδια του Γκάλιβερ (ή Γκιούλιβερ, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά) ήταν από τα προσφιλή μου παιδικά αναγνώσματα. Επειδή τα διάβασα περίπου την ίδια εποχή, είχαν κάπως συνδεθεί στο μυαλό μου· αργότερα, κατάλαβα ότι αυτή η σύνδεση δεν είχε να κάνει με χρονικές συμπτώσεις, αλλά με ένα κοινό τους χαρακτηριστικό: ότι ενώ και τα δύο εθεωρούντο (και θεωρούνται) παιδικά βιβλία, διέφεραν από τα υπόλοιπα του είδους. Θέλω να πω, εντάξει, υπήρχε η ιστορία, η πλοκή, το παραμυθένιο στοιχείο (ως απίθανο ή αδύνατο), ο κεντρικός χαρακτήρας και οι περιπέτειές του, όμως υπήρχε και κάτι άλλο που φαινόταν να μη χωράει στο χαρακτηρισμό «παιδικό βιβλίο». Λες και οι συγγραφείς είχαν κρύψει κάτω από την αρχική ιστορία μιαν άλλη, που θα μπορούσες να την ανακαλύψεις όταν πια θα έπαυες να είσαι παιδί. Πράγματι, τόσο η Αλίκη (αλλά και το Μέσα απ’ τον καθρέφτη) όσο και ο Γκάλιβερ είχαν ως λογοτεχνικά κείμενα ένα είδος «διπλής ζωής»: παιδικά αναγνώσματα, ναι, συγχρόνως όμως δηλητηριώδης πολιτική και κοινωνική σάτιρα (ο Γκάλιβερ) και φιλοσοφικό-λογικό παιχνίδι – με την έννοια της «πλάκας» (η Αλίκη και ο Καθρέφτης).

Αυτή η «διπλή ζωή» (ή ο διττός χαρακτήρας) δεν είναι το μόνο κοινό στοιχείο των έργων. Αν τα διαβάζαμε παράλληλα, θα μπορούσαμε να βρούμε αρκετά ακόμη, ουσιωδέστερα – όπως, λ.χ., το μοτίβο του ταξιδιού σε μια άγνωστη χώρα, ουτοπική ή όχι (στην Αλίκη και στον Καθρέφτη, αυτό το ταξίδι γίνεται μέσα στο όνειρο), το παιχνίδι των συγγραφέων με μυστηριώδη φαινόμενα, ασυνήθιστα μεγέθη (οι γίγαντες και οι νάνοι στο Γκάλιβερ, οι αυξομειώσεις του ύψους της Αλίκης), και φανταστικά, παράξενα πλάσματα (ας πούμε, οι Houyhnhnms – Χουΐνιμς – και οι Yahoo στο Γκάλιβερ, ο Humpty Dumpty στον Καθρέφτη ή ο ασώματος γάτος στην Αλίκη). Επιπλέον, αν στο πρώτο επίπεδο των έργων συγκροτείται μια φανταστική περιπέτεια, στο δεύτερο ξεδιπλώνονται τα ειδικότερα, εξωλογοτεχνικά, ενδιαφέροντα των συγγραφέων: η φιλοσοφία και η πολιτική στο Γκάλιβερ, η φιλοσοφία και η λογική στην Αλίκη και στον Καθρέφτη – και όλα αυτά, χρωματισμένα με σατιρικούς τόνους ποικίλης οξύτητας. Κι ένα τελευταίο: και οι δύο συγγραφείς έγιναν γνωστοί με διαφορετικά ονόματα, σε διαφορετικές συγγραφικές δραστηριότητες. Ο Jonathan Swift υπέγραψε τα λογοτεχνικά του έργα με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, ωστόσο δημοσίευσε μια σειρά μαχητικών κειμένων εναντίον της αγγλικής πολιτικής στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Ιρλανδία, με το ψευδώνυμο Drapier· ως επικεφαλής της ιρλανδικής αντίστασης εναντίον της αγγλικής καταπίεσης γύρω στα 1724, θεωρείται ακόμη ένας από τους εθνικούς ήρωες της Ιρλανδίας. O Lewis Carroll, πάλι, είναι γνωστός ως ο συγγραφέας της Αλίκης και του Καθρέφτη, ωστόσο στους φιλοσοφικούς κύκλους της Οξφόρδης, όπου δίδασκε μαθηματικά και λογική, τον ήξεραν με το πραγματικό του όνομα: Charles Lutwige Dodgson.

Ο Dodgson/Carroll δεν κατάφερε να σταδιοδρομήσει ως μαθηματικός ούτε ως μελετητής της λογικής. Στην εποχή του, τα μαθηματικά και λογικά του έργα θεωρήθηκαν συντηρητικά (αργότερα, πάντως, αυτή η αντίληψη ανασκευάστηκε εν μέρει). Παρ’ όλο που η ενασχόληση του Carroll με τη συμβολική λογική δεν προώθησε το αντικείμενο πέρα από τις μελέτες του De Morgan και του Venn, η ικανότητά του να φτιάχνει παραδείγματα εκλεπτυσμένου παραλογισμού παρέμεινε μοναδική: αρκετοί λογικοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν, αλλά χωρίς επιτυχία.

Αυτή η ίδια ικανότητα αναδεικνύεται στα «παιδικά» του έργα, όπου στήνει εσφαλμένους συλλογισμούς, ευφυή λογοπαίγνια και λογικές πλάνες με μοναδική ευκολία. Και, παρ’ όλο που ένα παιδί θα δεχτεί αυτόν τον παράξενο κόσμο ως μέρος της φανταστικής περιπέτειας της Αλίκης, η οποία ζει την ανατροπή των κανόνων της πραγματικότητας μέσα στο όνειρο, μια διαφορετική αναγνωστική προσέγγιση θα αναδείξει τη σαρκαστική ή απλώς παιγνιώδη διάθεση του Carroll απέναντι στη φιλοσοφική παράδοση και πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ο Καπελάς, ο Λαγός και ο Μοσχοπόντικας (έτσι μεταφράστηκε στα ελληνικά η λ. Dormouse) που πίνουν το απογευματινό τους τσάι και εμπλέκονται σ’ έναν σπαρταριστό διάλογο μεταξύ τους (και με την Αλίκη) ταυτίστηκαν (μάλλον όχι άδικα) με τους φιλοσόφους Russell, Moore και McTaggart. Ο Tweedledum και ο Tweedledee είναι οπαδοί της μεταφυσικής του Berkeley – ο Tweedledee, πάντως, φαίνεται επηρεασμένος και από τις λογικές θεωρίες του Leibniz. Ο Humpty Dumpty γενικώς θεωρείται εγελιανός· από μιαν άλλη σκοπιά, πάντως, προβάλλει ως ένας εκκεντρικός γλωσσολόγος, ενώ το γεγονός ότι αποδίδει πάγια και οριστικά νοήματα στα κύρια ονόματα παραπέμπει ευθέως σε αντίστοιχες αντιλήψεις των αναλυτικών φιλοσόφων (Russell, Strawson κ.ά.) Το δε ποίημα “Jabberwocky” (που ο Humpty Dumpty αναλύει στην Αλίκη) θεωρείται εύστοχα ως ένα είδος μικρογραφίας του Finnegans Wake· ο Carroll κάνει με τις λέξεις το ίδιο ακριβώς πράγμα που θα κάνει αργότερα ο Joyce.

Ο Carroll διασκεδάζει με την ανθρώπινη ανοησία και αναδεικνύει, με τον ιδιόρρυθμο (ενίοτε κυνικό) τρόπο του, τον παραλογισμό πολιτικών και κοινωνικών θεσμών αλλά και την ελαστικότητα των ηθικών θεωριών. Με τα ίδια περίπου θέματα είχε καταπιαστεί σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα ο Jonathan Swift. Ο αλληγορικός χαρακτήρας του Γκάλιβερ επισημάνθηκε πολύ νωρίς: όθεν, η χώρα των Λιλιπούτειων ταυτίστηκε με την Αγγλία, η Blefuscu με τη Γαλλία και ο κ. Flimnap με τον άγγλο πολιτικό Robert Walpole (πατέρα του Horace Walpole, δημιουργού του gothic novel). Ο κύριος στόχος του Swift είναι η ηθική φύση του ανθρώπου. Σε αντίθεση με την αισιόδοξη άποψη που θεωρούσε τον άνθρωπο ουσιωδώς αγαθό, ο Swift πίστευε ότι η ανθρώπινη φύση ήταν κατά βάθος ατελής και ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε για την ανθρωπότητα, αν δεν αναγνωρίσουμε προηγουμένως τους ηθικούς και διανοητικούς της περιορισμούς – εξ ου και χαρακτηρίστηκε «μισάνθρωπος». Παρ’ όλο που τα πρώτα ταξίδια του Γκάλιβερ (στους Λιλιπούτειους και στους Γίγαντες) είναι γενικώς τα πιο γνωστά και συζητημένα (καθώς η αλληγορική/συμβολική τους ποιότητα είναι προφανέστερη), το πιο ενδιαφέρον τμήμα του μυθιστορήματος (και φιλοσοφικά γονιμότερο) είναι οι εμπειρίες του ήρωα ανάμεσα στους Houyhnhnms και στους Yahoo. Οι Houyhnhnms είναι μια ράτσα αλόγων που ζουν βασισμένοι αποκλειστικά στη λογική (όπως ο Σποκ στο αστρόπλοιο Εντερπράιζ), οι δεύτεροι, είναι ανθρώπινες καρικατούρες που άγονται από τις επιθυμίες, τις ορέξεις και τα πάθη τους. Όταν ο Γκάλιβερ διαπιστώνει ότι νιώθει οικείος τόσο με τους Houyhnhnms όσο και τους Yahoo, δοκιμάζει μια οδυνηρή έκπληξη που τον οδηγεί σε μια νευρωτικά παραμορφωμένη αντίληψη της ζωής.

Βαριά θέματα, θα πει κανείς – όχι μόνο για παιδιά, αλλά και για ενήλικες. Αλλά, το ύφος του Swift καταφέρνει να τα αλαφρύνει: η περίφημη μέθοδος της «κολοκυνθοπληγίας» (κατά τη ρήση του Εμμ. Ροΐδη), δηλαδή το «παρά προσδοκίαν γράφειν», που βασίζεται σε μια σειρά ρητορικών τεχνασμάτων («ιδιότροπες παρομοιώσεις», «αλλόκοτες των λέξεων συγκρούσεις», πάλι κατά τον Ροΐδη), καθιστά στην ανάγνωση ουχ ήττον διασκεδαστική. Και πάντως, ακόμη κι αν κανείς διαφωνεί (ή βαριέται) με το φιλοσοφικό υπόβαθρο του μυθιστορήματος μάλλον δύσκολα θα μείνει απαθής μπροστά στην ευφυΐα του ύφους. Άλλωστε, ο Swift, είπε κάποτε ότι το καλό ύφος στο γραπτό λόγο συνίσταται στον εξής απλό (;) κανόνα: proper words in proper places. Κανόνας που συνδέεται, παραδόξως πλην με τρόπο ενδιαφέροντα, με τον προσωπικό κανόνα του Humpty Dumpty: When I use a word, it means what I choose it to mean, neither more nor less.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 6:45 π.μ. | Ενθύμιον | 31 σημειώσεις
Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006
Σχολιογραφίας ήθος και ύφος


Έχει συμβεί και άλλοτε να μπαίνουν διάφοροι ανωνυμοεπώνυμοι και να γράφουν υβριστικά ή (κατά τη γνώμη τους) «έξυπνα» σχόλια στα
blogs. Ξανασυνέβη μόλις χτες στο blog του sourfou και στο δικό μου. Ωραία, όταν χρησιμοποιείς ένα δημόσιο μέσο, όπως το Διαδίκτυο, κάτι τέτοια τα περιμένεις. Επειδή, όμως, η ανάγνωση των blogs δεν είναι υποχρεωτική για κανέναν, αρχικώς απορείς – λες, καλά, δεν σου αρέσει, ρε φίλε, μην το διαβάζεις· στο κάτω-κάτω δεν σε ρώτησα ούτε αν μου επιτρέπεις να διατηρώ blog ούτε τι θα ήθελες να περιέχει για να σου είναι αρεστό. Επιπλέον, επειδή είναι δικό μου, μπορώ να δημοσιεύω εκεί μέσα ότι ανοησία μου καπνίσει: από συνταγές μαγειρικής μέχρι μελοδραματικές ιστορίες, και από σαχλά ανέκδοτα μέχρι φωτογραφίες του σκύλου μου.

Η ψυχοσύνθεση αυτών των σχολιογράφων είναι αρκετά ενδιαφέρουσα. Ασφαλώς, αρκετοί κάνουν πλάκα, αυτούς τους καταλαβαίνεις από το ύφος, ακόμη κι αν το σχόλιό τους είναι ή φαίνεται προκλητικό. Βαριούνται, έχουν τα προσωπικά τους και τα υπαρξιακά τους, κάνουν τις ηλεκτρονικές τους βόλτες, πέφτουν πάνω σε κανένα μελό post ή σε καμμιά βαθυστόχαστη ανάλυση και σου λένε «μωρέ, δεν μας παρατάς κι εσύ;» Βγάζουν το άχτι τους προσωρινώς που ο κόσμος περί άλλα τυρβάζει όταν οι ίδιοι έχουν τα δικά τους προβλήματα, και τελείωσε.

Άλλοι – συνήθως όσοι γράφουν υβριστικά – είναι πιο περίεργες περιπτώσεις. Η προφανής διαπίστωση: δεν έχουν χιούμορ. Ακολούθως: δεν είναι ευφυείς, πλην οι ίδιοι είναι πεπεισμένοι ότι διαθέτουν IQ που φτάνει μέχρι τα ουράνια. Προσπαθούν να βρουν κάτι έξυπνο, κάτι που θα καθηλώσει τον αναγνώστη. Φυσικά, δεν είναι εύκολο, απαιτεί μιαν «εγκυκλοπαίδεια» κι έναν κόσμο αναφοράς αρκετά διευρυμένο από εκείνον που (νομίζουν) ότι έχουν. Αλλά, δεν μπορούν να παραμείνουν απαθείς. Ουδόλως, δε, ανέχονται τη σκέψη ότι θα περάσουν απαρατήρητοι, ότι δεν θ’ αφήσουν το ίχνος τους στην διαδικτυακή tabula rasa. Και το αφήνουν το ίχνος τους – ή μάλλον τα περιττώματά τους.

Τις πρώτες φορές που είδα τέτοια σχόλια, είπα, «έλα, μωρέ, δεν βαριέσαι, καθένας θέλει να κάνει το κομμάτι του». Θα μου πεις, κι εσύ αυτό δεν κάνεις, γράφοντας τις παπαριές που γράφεις; Η διαφορά είναι ότι δεν υποχρεώνω κανέναν να τα διαβάσει. Εκείνος όμως που μπαίνει σ’ ένα blog εναποθέτοντας στα σχόλια τη χυδαιότητά του, σου επιβάλλει να τον διαβάσεις. Εκτός κι αν αποφασίσεις να απενεργοποιήσεις τα σχόλια (που δεν το θέλεις, διότι χάνεις την ευκαιρία να δεις τις σκέψεις και τις αντιδράσεις των άλλων στις δικές σου παπαριές) ή να βάλεις φρουρούς και συρματοπλέγματα (που επίσης είναι ενοχλητικό, διότι αισθάνεσαι περιορισμένος ο ίδιος και περιορίζεις και τους υποτιθέμενους αναγνώστες σου).

Παλαιότερα, λοιπόν, δεν είχα δώσει σημασία. Από σήμερα, οπότε είδα ότι τα κρούσματα δεν είχαν περιοριστεί στο blog του sourfou και ιδίως μετά που διάβασα ένα εξοργισμένο mail του cyrusgeo, άρχισα να το σκέφτομαι το πράγμα σε επίπεδο γενικότερου φαινομένου. Δεν χρειάζεται δε να είσαι ούτε ψυχολόγος ούτε κοινωνιολόγος για να φτάσεις σε συμπεράσματα – λίγος κοινός νους αρκεί.

Όπως ξέρετε πια οι περισσότεροι από εδώ μέσα, η συμμετοχή στη blogoγειτονιά έγινε αφορμή ή έδωσε την ευκαιρία να δημιουργηθούν φιλίες. Ξεκινήσαμε από το blogs.gr, μετά συναντηθήκαμε, ήμασταν ήδη μια παρέα όταν ήρθαμε στο blogspot, και σιγά-σιγά, μέσα και από το bloghood, η παρέα μεγάλωσε (δεν ήταν ποτέ «κλειστό κλαμπ» με face-cοntrol στην είσοδο και, για να μπει κανείς, δεν χρειαζόταν να καταθέσει βιογραφικό και εκκαθαριστικό σημείωμα). Ξανασυναντηθήκαμε οι «παλιοί» και οι «καινούριοι», μιλήσαμε, ήπιαμε τις ρακές μας. Αυτό το κλίμα, φυσιολογικά, πέρασε και στα post και στα σχόλια. Δηλαδή, δεν είναι δυνατόν να πίνω καφέ την προηγούμενη με την mmg και την rd και την επομένη να παριστάνω ότι δεν τις ξέρω – και για ποιο λόγο; Έτσι, η οικειότητα που υπήρχε παλαιότερα και είχε γεννηθεί από την αναγνώριση παρόμοιων σκέψεων και στάσεων καθώς διαβάζαμε κείμενα, έγινε μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη. Η mmg θα πετάξει κανένα περίεργο σχόλιο, που ένας τρίτος θα θεωρήσει ακατανόητο, εγώ όμως θα το καταλάβω γιατί πλέον ξέρω την mmg (την rd, τον Mboy, τον dcd, την tomboy, τον sourfou, τον cyrus, τον π, τη MariR1, τον Godot): είμαστε μια παρέα, επιτρέπονται τα αστεία και ο χαβαλές, τα πειράγματα και τα μπινελίκια.

Έρχεται λοιπόν ο «απ’ έξω». Προφανώς θα ήθελε να μπει σ’ αυτήν την παρέα, αλλά αντί να γράψει ένα σχόλιο της προκοπής ή να κάνει το απλούστερο ακόμη, να πει δηλαδή «ρε, παιδιά, μου αρέσει η παρέα σας, με δέχεστε και μένα;», καταφεύγει σε κόλπα φτηνού και οπωσδήποτε ενοχλητικού – προσώρας – εντυπωσιασμού. Φυσικά, έτσι μάλλον δεν θα μπει στην παρέα, πλην έχει καταφέρει να κερδίσει για λίγο την προσοχή, να πει «εδώ είμαι κι εγώ, κοιτάξτε με/διαβάστε με/ασχοληθείτε μαζί μου». Κι επειδή έχει ήδη αποφασίσει ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μέλος μιας οποιασδήποτε παρέας (εφόσον κατά βάθος ξέρει την ανεπάρκειά του, απλώς χώνει το κεφάλι του στην άμμο της αυταρέσκειάς του), προσπαθεί να χαλάσει ένα κλίμα, να το βρωμίσει, να δημιουργήσει εντάσεις, δυσαρέσκειες, εκνευρισμούς.

Θα μου πείτε, αφού κάθεσαι και γράφεις γι’ αυτόν, για τον κάθε ανωνυμοεπώνυμο που επιχειρεί να βρει το νόημα της ζωής του και να δικαιώσει την ύπαρξή του επί γης με εξυπναδίστικα σχόλια και βρισιές, τον πέτυχε το σκοπό του. Πιθανόν· από την άλλη, όπως έλεγε ο προσφιλής μου Mr. Darcy, I would by no means suspend any pleasure of his. Απλώς, αντί να καθήσω ν’ απαντώ, με σοβαρό ύφος, σε καθέναν τους, είπα να δώσω μια συνολική απάντηση, το κύριο νόημα της οποίας είναι: παιδιά, σας έχουμε καταλάβει (αλλά κι αν όχι, δεν πεθαίνουμε και από περιέργεια), οπότε μην κουράζεστε. Get a life. Επειδή δεν προτίθεμαι ούτε να απενεργοποιήσω τα σχόλια ούτε να θέσω περιορισμούς, δεν μπορώ να σας απαγορεύσω να σχολιάζετε – τουναντίον, σας προσκαλώ: είστε ευπρόσδεκτοι να ξεδιπλώνετε το αστείρευτο πνεύμα σας. Γράψτε ό,τι θέλετε, διατυπώσετε κάθε λογής υπαινιγμούς, όσο πιο βρώμικους τόσο καλύτερο, επισημάνετε κρυφές προθέσεις, κίνητρα, στόχους (ανέκαθεν ήταν ίδιον των ανοήτων να ασχολούνται με τα συμβεβηκότα)– ξεσκεπάστε την υποκρισία όλων όσοι γράφουμε εδώ. Ανορθόγραφα, ασύντακτα, με σολοικισμούς και βαρβαρισμούς, δεν μας πειράζει, εδώ δεν κρίνουμε την ουσία, θα ασχοληθούμε με την εκφορά; Τα σχόλιά σας δεν θα τα σβήσω – θα τα διατηρήσω ως μνημείο ανοησίας.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 9:09 π.μ. | Ενθύμιον | 39 σημειώσεις
Περί πίστεως (και πάλι)

Μετά τις τοποθετήσεις των >dcd, sourfou, marialena, tomboy και Mboy, η σειρά μου πάλι, διότι την κολοκυθιά παίζουμε. Κοινώς, έχουμε συμφωνήσει όλοι ότι η πίστη είναι προσωπική υπόθεση, ότι μπορεί κάποιοι να μην πιστεύουν – ή τουλάχιστον να μη δεσμεύονται στην υπάρχουσα πίστη και στα συνοδευτικά της – όμως υπάρχουν άλλοι που πιστεύουν, και αυτούς τους σεβόμαστε, και σεβόμαστε το γεγονός ότι πιστεύουν ακόμη κι όταν μας ενοχλούν, απλώς σ’ αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε πάρε-δώσε μαζί τους. Ως εκ τούτου, ποίος ο λόγος να συνεχίζουμε τις συζητήσεις; Λοιπόν, συνεχίζουμε τις συζητήσεις, ακριβώς επειδή συμφωνήσαμε στα ανωτέρω, συνεπώς προχωράμε το θέμα περαιτέρω και εξακολουθούμε τον ατέρμονο προβληματισμό. Θα περιοριστώ ξανά και μόνον στη θρησκευτική πίστη, διότι ο αγαπητός dcd συνέδεσε πάλι τα πάντα στο τελευταίο του post και τέτοιες οριοθετήσεις, εκ μέρους μου, χρειάζονται.

Έχουμε, λοιπόν, την πίστη (fides) και την πίστη (fiducia, αυτό που λέμε στην τρέχουσα ομιλία, εμπιστοσύνη). Ομωνυμία υπάρχει εδώ, το επεσήμανε σε σχόλιό του ο cyrusgeo: πιστεύω στον θεό, αλλά πιστεύω κι αυτό που μου λες -εν τούτοις το «πιστεύω στο θεό» σημαίνει διαφορετικά πράγματα και διαφορετικές παραδοχές. Τι είναι πίστη (fides);

Ο Θωμάς ο Ακινάτης, που απέδειξε την ύπαρξη του θεού με τις πέντε αιτιακές αλυσίδες, ορίζει την πίστη ως αποδοχή αποκεκαλυμμένων αληθειών, δηλαδή αληθειών που σου έρχονται, τσαφ, σε μία έλλαμψη, περίπου όπως συνέβη με τον Σαούλ-Παύλο (Φαύλο) της Ταρσού. Προσέξτε, πώς προϋποθέτει ότι το αντικείμενο της θρησκευτικής πίστης – της χριστιανικής εννοείται – είναι a priori αληθές. Ως προς το βαθμό βεβαιότητος, συνεχίζει, η πίστη βρίσκεται ανάμεσα στη γνώση (scientia, επιστήμη κατά το αρχαιοελληνικόν) και την απλή γνώμη. Εντάξει, μην είμαστε άδικοι, την τοποθετεί κάτω από τη γνώση, διότι παρ’ όλο που το αντικείμενο της πίστης (η θεϊκή αλήθεια) είναι πιο βέβαιο από το προϊόν οποιουδήποτε ανθρώπινου συλλογισμού (φυσικά και θα το έλεγε αυτό, εσείς τι περιμένατε δηλαδή;), εν τούτοις η αντίληψη/σύλληψη αυτής της θεϊκής αλήθειας δια της πίστεως (αφού δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί) είναι λιγότερο βέβαιη από ό,τι η έλλογη γνώση. Με δυο λόγια, ναι, μέσα από την πίστη συλλαμβάνουμε την θεϊκή αλήθεια, που είναι πιο «αληθής» και πιο αναμφισβήτητη και πιο «όπως-σε-βλέπω-και-με-βλέπεις» βέβαιη από οποιαδήποτε επιστημονική γνώση, αλλά επειδή όλο αυτό δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί, άντε να βάλουμε την επιστήμη/γνώση πιο ψηλά, μόνο και μόνο για λόγους μεθόδου και όχι φυσικά ουσίας. Από την άλλη, η πίστη βέβαια τοποθετείται υψηλότερα από τη γνώμη, επειδή η γνώμη συνοδεύεται από αμφιβολίες και φόβους ότι μπορεί να είναι λάθος και συχνά αλλάζει, ενώ η πίστη είναι σταθερή και βεβαίως δεν σχετίζεται διόλου με αμφιβολίες για την ορθότητά της.

Προχωράμε παρακάτω, πάντα παρέα με τον Ακινάτη: «το αντικείμενο της γνώσης είναι ορατό, ενώ της πίστης είναι το αόρατο». Προσέξετε που λέει ΤΟ αόρατο, όχι αόρατο, έχει σημασία. Συνεπώς, η πίστη δεν μπορεί να αφορά ζητήματα που είναι αντικείμενα έλλογης γνώσης, επειδή η γνώση αποκλείει την πίστη. Ως εκ τούτου, η πρόταση «πιστεύω ότι η γη είναι στρογγυλή κλπ», δεν έχει νόημα εκτός κι αν τεθεί στα χείλη του Γαλιλαίου σε παρελθόντα χρόνο. Σήμερα πάντως δύναται να προκαλέσει ισχυρότατες και άκρως βάσιμες υποψίες ή για τις σοβαρές προθέσεις του ομιλούντος (πλάκα μας κάνεις) ή για τη διανοητική του κατάσταση/ισορροπία (είσαι για δέσιμο).

Ένα ακόμη σημείο και ξεμπερδεύουμε με τον άγιο Ακινάτη: η πίστη, λέει, είναι μια πράξη παραδοχής/αποδοχής υπό τις επιταγές της βούλησης, η οποία κινείται από τη θεία χάρη. Ο εστί μεθερμηνευόμενον ότι η πίστη είναι μια πράξη που επιλέγεις να κάνεις, που θέλεις να κάνεις (πολύ ωραία μέχρι εδώ), αλλά πότε; όταν βρίσκεσαι υπό το φως της θείας χάρης. Μην ξαναρχίσουμε εδώ τη συζήτηση περί της ελευθέρας βουλήσεως, τα συνόψισε εξαιρετικά ο Mboy. Αλλά η παρατήρηση του Ακινάτη έχει σημασία: διότι στην επιστήμη η παραδοχή είναι υποχρεωτική, επιβάλλεται εκ του ιδίου του αντικειμένου και της μεθόδου, οπότε αν πεις δεν παραδέχομαι ότι η γη είναι στρογγυλή και γυρίζει, τόσο το χειρότερο για σένα, διότι η γη θα εξακολουθήσει να κάνει τη δουλειά της και, επιπλέον, όσοι σε ακούσουν θα βεβαιωθούν ότι είσαι για τα σίδερα (ας πούμε, ποια η γνώμη σας για όσους δηλώνουν οπαδοί της θεωρίας της «κούφιας γης»; τη δική μου μπορείτε να τη μαντέψετε, ξέρετε τι άνθρωπος είμαι). Η πίστη όμως δεν είναι υποχρεωτική μ’ αυτήν την έννοια: δηλαδή εγώ μπορώ να πω «δεν πιστεύω στο θεό» και ο άλλος υποχρεούται να μη με κοιτάξει σαν να βλέπει ενώπιόν του την ασώματο κεφαλή που κάποτε περιέφεραν τα τσίρκα στο καφενείον «Η Ελλάς».

Ωραία και καλά τα είπε ο Θωμάς. Εξίσου καλά τα είπε και το πρώτο Συμβούλιο του Βατικανού στα 1870: «η πίστη είναι μια υπερβατική αρετή, δια της οποίας, οδηγούμενοι και βοηθούμενοι υπό της θείας χάριτος, δεχόμαστε ως αληθές ό,τι έχει αποκαλύψει ο θεός, όχι επειδή έχουμε συλλάβει την εγγενή αλήθεια του μέσω της λογικής μας, αλλά λόγω της αυθεντίας του θεού, που δεν μπορεί ούτε να εξαπατήσει ούτε να εξαπατηθεί». Μην αρχίσετε τα σκωπτικά και τις αντιδράσεις, διότι τι περιμένατε να πει το Βατικανό; Εσείς δηλαδή στη θέση του τι θα λέγατε;

Όσο γνωρίζω όλες οι θεωρίες περί πίστεως έκτοτε βασίζονται στην αρχή ότι η πίστη είναι παραδοχή προτάσεων/θέσεων για τις οποίες υπάρχουν ανεπαρκείς ή καθόλου αποδείξεις (Ducasse). Α, και στο θέμα του εκουσίου, φυσικά. Λέει, λ.χ., ο Blaise Pascal (Pensées) ότι ο ορθός λόγος δεν μπορεί να καθορίσει εν τέλει αν υπάρχει θεός (φυσικά, μπορεί κάποιος να πει ότι εφόσον δεν γνωρίζει ότι υπάρχει θεός, τότε θεός δεν υπάρχει, αυτό όμως συνιστά τη λογική πλάνη της άγνοιας: δεν ξέρω αν υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας). Και συνεχίζει: Κάποιος μπορεί ν’ αποφασίσει αν θα πιστέψει ή όχι· και αν θεωρήσεις την απόφαση ως στοίχημα, είναι σωφρονέστερο να επιλέξεις να πιστέψεις. (Εμ, δεν σταμάταγες κι εσύ καημένε, στην απόφαση; Τι το ’θελες το στοίχημα; Τέτοια έγραφες, κι ο Νίτσε σε χαρακτήρισε ως «το πιο ενδιαφέρον θύμα του χριστιανισμού»).

Μια τελευταία αναφορά σε φιλόσοφο – στον William James (αυτός που διατύπωσε τη θεωρία του πραγματισμού, αδερφός του μυθιστοριογράφου Henry James). Τι λέει ο James; Απλά πράγματα: οι θεωρίες δεν ανακαλύπτουν την αλήθεια, αλλά την επινοούν, και δεν δίνουν απαντήσεις αλλά παράγουν τρόπους δράσης. Ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, αλλά πολλές ισότιμες αλήθειες και κάθε φορά υιοθετούμε εκείνη που μας είναι περισσότερο χρήσιμη, αποδίδοντας έτσι προτεραιότητα στο προσωπικό βίωμα ή συμφέρον έναντι της λογικής. Πιθανόν να ηχεί κυνικό, αλλά τουλάχιστον είναι ειλικρινές. Ως προς την πίστη, το απλοποιεί επίσης. Σου λέει, ο θεός στην ιουδαϊκή και τη χριστιανική θρησκεία δεν είναι προσωπικός; (ο James εννοεί ότι είναι ένα ον, και όχι το σύμβολο/ενσάρκωση μιας δύναμης, όπως ας πούμε η Μεγάλη Χθόνια θεά, είναι αυθύπαρκτος, άναρχος και τα παρόμοια). Πολύ ωραία, για να λειτουργήσουν οι ανθρώπινες σχέσεις, τι χρειάζεται; Πίστη (fiducia) κι εμπιστοσύνη. Ε, το ίδιο συμβαίνει και με το θεό. Πάει και τελείωσε.

Είδαμε πως όλοι παραδέχονται ότι η πίστη δεν έχει καμμία σχέση με τη λογική, είναι παράλογη (υπέρλογη, λένε μερικοί) – όθεν προκύπτει το εύλογο ερώτημα: γιατί λοιπόν τ’ ανακατεύουμε; Εμ, έλα που δεν τα ανακατεύουμε εμείς, άλλοι τ’ ανακατέψανε. Διότι εκεί που ξεκίνησε η ιστορία του χριστιανισμού ωραία και καλά, κάπου το πράγμα άρχισε να κολλάει. Ήταν, βλέπετε, κι αυτοί οι άθλιοι οι Έλληνες – πώς να τους εκχριστιανίσεις όταν έχουν προηγηθεί τα «λόγον διδόναι» και οι αριστοτελικές πραγματείες περί λογικής; Εντάξει, είχαν κι οι αρχαίοι τα παράλογά τους, τα μυστήρια και τα τοιαύτα, αλλά είχαν βρει και μια χρυσή τομή και τα βολεύανε. Αλλά όταν κάτι ερχότανε να διαταράξει τις ποικίλες ισορροπίες, το οστρακίζανε. Πάνε οι σοφιστές να μιλήσουν περί φυσικού δικαίου, έρχεται ο Πλάτων και εφαρμόζει, πρώτος αυτός, την αρχή της λογοκρισίας, κοινώς εξαφανίζει τα έργα τους. Βγάζει ο Σωκράτης τις δικές του θεωρίες και (επειδή όλα εδώ πληρώνονται) του λένε, πάρε τώρα ένα θανάσιμο κοκτέιλ με κώνειο να μάθεις, που θα σε αφήσουμε να διαταράξεις τον κοινωνικό ιστό. Κοντολογίς, οι Έλληνες πρόβλημα δεν είχαν να υιοθετήσουν έναν ακόμη θεό, τόσους και τόσους είχαν υιοθετήσει, ιδίως στα ελληνιστικά χρόνια, κι αν θυμάστε, πονηροί όντες, είχαν και το βωμό «τω αγνώστω θεώ», να είναι καλυμμένοι από παντού. Το πρόβλημα όμως ανέκυψε όταν κατάλαβαν ότι αυτός πλέον θα ήταν ο μόνος, ο ένας, ο αληθινός θεός, το Α και το Ω, το είναι και το μηδέν. Κι εκεί χρειαζόταν το «λόγον διδόναι» - γιατί να πιστέψω; Κι επειδή η χριστιανική θρησκεία ξεκίνησε σ’ έναν χώρο και σ’ έναν κόσμο όπου η κυρίαρχη γλώσσα ήταν η ελληνική, και για πολλούς άλλους λόγους (που, υποπτεύομαι, έχουν να κάνουν με τις προβλεπόμενες θεωρητικές αντιδράσεις, αλλά και με την καταπολέμηση των αιρέσεων), κάποια στιγμή εκρίθη σκόπιμον να διαμορφωθεί αυτό που λέμε «έλλογη πίστη». Δηλαδή να δοθεί λογική βάση στη χριστιανική πίστη – προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκαν οι εκκλησιαστικοί πατέρες, οι σύνοδοι, οι τρεις ιεράρχες κλπ. Και εφόσον έγινε η αρχή στην Ανατολή, η Δύση δεν άργησε να ακολουθήσει – ανέφερα ήδη τον Ακινάτη. Φυσικά, λίγο μετά τον Ακινάτη, ο Γουλιέλμος του Όκκαμ (αυτός που έβγαλε την αρχή «μην πολλαπλασιάζεις τις οντότητες πέραν του αναγκαίου», γνωστή ως Occams razor) το ξανάπιασε το ζήτημα από την αρχή: υποστήριξε ότι η αλήθεια υπάρχει μόνο στα «καθ’ έκαστον», σε ατομικές οντότητες, και ότι τα «καθόλου», οι καθολικές προτάσεις, είναι απλώς αφηρημένα σημεία. Έτσι, απέκλεισε ερωτήσεις όπως η ύπαρξη του θεού από το πεδίο της έλλογης γνώσης, ανάγοντάς τις μόνον στην πίστη. Αλλά, προφανώς, ο Γουλιέλμος παραήταν «λογικός», γι’ αυτό και δεν τον κάνανε άγιο.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 6:57 π.μ. | Ενθύμιον | 14 σημειώσεις