Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006
Η "Λίτσα" και η "άλλη"

Η αναταραχή των τελευταίων ημερών στο bloghood μ’ έκανε να σκεφτώ και πάλι ορισμένα πράγματα για το blogging. Αρκετά από αυτά τα είχε αναφέρει και σχολιάσει ο Mboy σε πρόσφατο post – που κανείς θα το χαρακτήριζε προφητικό, αν μ’ αυτόν τον τρόπο επεδίωκε να βάλει στη θέση του κοινού νοός την ικανότητα της προφητείας. Κινδυνεύοντας να επικριθώ επειδή κάνω metablogging (που δεν το θεωρώ κατ’ ανάγκην κακό, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις), θα επαναλάβω μερικά πράγματα που είχα γράψει παλαιότερα. Φυσικά, θα μιλήσω για τον εαυτό μου, καθώς δεν είναι δυνατόν να στηριχτώ σε εμπειρίες και σκέψεις άλλων.

Το blog μου το ξεκίνησα από περιέργεια κι επειδή μου αρέσει να γράφω. Το βρήκα καλή ευκαιρία να διατυπώσω κάποιες απόψεις για θέματα που βρίσκω ενδιαφέροντα, να βγάλω το άχτι μου αν θέλετε, και ενδεχομένως να μάθω και πώς σκέφτονται ή αντιδρούν επί των ιδίων ζητημάτων όσοι θα έκαναν τον κόπο να διαβάσουν τα post. Αν ισχυριστώ ότι δεν μ’ ενδιέφερε να έχω αναγνώστες, ουδείς θα με πιστέψει, καθόσον εν τοιαύτη περιπτώσει θα μπορούσα κάλλιστα να κρατώ τα κείμενά μου στο συρτάρι μου· από τη στιγμή που ανεβάζει κανείς post, επιθυμεί φυσικά να διαβαστούν. Αλλά μέχρι εκεί: κοντολογίς, όλα εκείνα που έμαθα αρκετά αργότερα για ψηφοφορίες, δημοφιλή blogs, εκδόσεις, δημόσιες σχέσεις και τα παρόμοια δεν με αφορούν, αφενός διότι δεν έχω καταφέρει να βρω νόημα και σκοπιμότητα και αφετέρου διότι, για τα δικά μου μέτρα, η ενασχόληση περί τα τοιαύτα θα μετέτρεπε μια διασκεδαστική δραστηριότητα σε πηγή άγχους.

Είχα αποφασίσει το blog μου να μην είναι «προσωπικό» - με την έννοια του ημερολογίου σκέψεων και εξομολογήσεων. Πολλοί οι λόγοι – ο κυριότερος, ότι δεν τα καταφέρνω σε τέτοια κείμενα, μου βγαίνουν μελοδραματικά και το μελόδραμα το σιχαίνομαι και επί σκηνής και επί χάρτου. Βέβαια, σε ορισμένα post μιλάω για θέματα χωρίς ενδιαφέρον: ένα ξημέρωμα στην αυλή μου, κάποιες αναμνήσεις από το Πάσχα όταν ήμουν παιδί, και άλλα τέτοια. Διαθέσεις και εντάσεις της στιγμής που βρήκαν το δρόμο της έκφρασης – τίποτα περισσότερο και πάντως μέσα στο πλαίσιο των επιλογών μου· δεν μ’ εμποδίζει τίποτα ν’ αρχίσω ξαφνικά να κρατώ λεπτομερές ημερολόγιο των καθημερινών μου δραστηριοτήτων, διότι ο καθορισμός της θεματικής, του τόνου και του ύφους είναι αποκλειστικά δική μου υπόθεση. Τουτέστιν, το blog δικό μου είναι και ό,τι θέλω γράφω εκεί μέσα.

Από μιαν άλλη άποψη, το blog είναι απολύτως προσωπικό. Μολονότι είναι γνωστό και αυτονόητο ότι η γλώσσα χρησιμοποιείται και για να λέει ψέματα, δεν είχα κανένα λόγο να καταγράφω και να δημοσιεύω απόψεις που δεν πιστεύω. Ως εκ τούτου, οτιδήποτε έχει δημοσιευτεί στο blog μου με αντιπροσωπεύει· αλλά, αυτό το ξέρω μόνον εγώ, όσοι με διάβαζαν γνωρίζοντάς με εκ των προτέρων, και ενδεχομένως όσοι με γνώρισαν μετά. Όλοι οι άλλοι πιθανόν να έχουν φτάσει σε παρόμοιο συμπέρασμα βασισμένοι στα κείμενά μου – αλλά εν τοιαύτη περιπτώσει ανάγουν τις δημοσιευμένες απόψεις στον λεγόμενο «νοούμενο συγγραφέα», δηλαδή στην εικόνα αυτή που συγκροτείται από τα ίδια τα κείμενα και που μπορεί να ταυτίζεται με την πραγματική μου εικόνα, αλλά μπορεί και όχι: οι πιθανότητες είναι μισές-μισές και το αν η ζυγαριά γείρει προς το 50% της αλήθειας ή προς το 50% του ψεύδους είναι υπόθεση αναγνωστικής επιλογής. Μ’ αυτήν την έννοια (και με μία ακόμη, που θα αναφέρω παρακάτω) είμαι δικτυακή persona: το έγραψε τις προάλλες ο pascal σ’ ένα σχόλιό του (αναφερόμενος στους bloggers συλλήβδην) και συμφώνησα. Αν υποθέσουμε ότι αρχίζω από αύριο να δημοσιεύω κείμενα όπου θα υποστηρίζω απόψεις αντιφατικές με όσες έχω δημοσιεύσει ως τώρα, συγκροτώντας την εικόνα ενός διαμετρικά αντίθετου «νοούμενου συγγραφέα», όσοι με γνωρίζουν, θα θεωρήσουν είτε ότι είμαι σχιζοφρενής, είτε ότι τόσον καιρό τους δούλευα, είτε ότι κάνω πλάκα. Από την άλλη, οι άγνωστοι αναγνώστες θα σκεφτούν ότι λέω ψέματα και θα έχουν δίκιο σε ό,τι αφορά τη δικτυακή «Λίτσα», μόνο που δεν θα είναι σε θέση να αποφανθούν ποια από τις δύο αυτές εικόνες αντιστοιχεί περισσότερο στην «άλλη», δηλ. στο πραγματικό πρόσωπο που υπογράφει ως Λίτσα – μόνο που αυτή η «άλλη» (οντολογικά μιλώντας) μέσα στο Δίκτυο δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η «Λίτσα», που δεν είναι παρά μια λεκτική κατασκευή.

Persona είμαι και με μία ακόμη έννοια: στο προφίλ μου έχω γράψει δυο-τρία πραγματάκια: ότι είμαι Ιχθείς (δηλ. αυτό μόνο του βγήκε, εγώ απλώς ημερομηνία γέννησης έβαλα), ότι γκρινιάζω και ότι η αγαπημένη μου ταινία είναι το A Girl with a Pearl Earing. Από την υπογραφή μου, συνάγεται ότι είμαι και γένους θηλυκού: αλλά στα πρώτα μου κείμενα απέφευγα συστηματικά να χρησιμοποιώ εκφράσεις θηλυκού γένους: δεν έγραφα, λ.χ., «είμαι εκνευρισμένη» αλλά «έχω εκνευριστεί» - όθεν και σε κάποιο σχόλιο είχε γραφτεί – «δεν ξέρω αν είσαι γυναίκα ή άντρας». Όλα αυτά τα (ελάχιστα) «βιογραφικά» δεδομένα συνιστούν τη δικτυακή μου ταυτότητα, και το αν κανείς θεωρήσει ότι συμπίπτουν με την πραγματικότητα είναι επίσης υπόθεση επιλογής.

Μέσα από το blogging γνώρισα αρκετούς ανθρώπους· αρχικώς από τα κείμενα και τα σχόλιά τους, αργότερα κι από κοντά. Μέχρι να τους δω ζωντανούς μπροστά μου, ήταν κι εκείνοι για μένα δικτυακές persones ή κείμενα, όπως είχα γράψει κάποτε. Η γνωριμία μας άνοιξε μια καινούρια δίοδο επικοινωνίας, ανεξάρτητη από το blogging: συναντήσεις, τηλεφωνήματα, e-mails. Όλα αυτά είναι έξω από το Δίκτυο και το αν θα διαρκέσουν ή όχι επαφίεται πλέον σε άλλες παραμέτρους, ανθρώπινες και όχι ψηφιακές. Αλλά, εντός Δικτύου, ο Godot εξακολουθεί να είναι ο Godot, η mmg παραμένει mmg, ο Mboy δεν άλλαξε ταυτότητα – το ίδιο και η Tomboy, o Zouri, η Cherry, ο ΕΥ-ΑGGELOS κλπ. Εκείνο που άλλαξε ήταν ο βαθμός αμεσότητας – δηλαδή κάποια από τα λεγόμενά μας μπορεί ν’ αναφέρονται σε πράγματα που έχουν συμβεί μεταξύ μας εκτός δικτύου. Κοντολογίς, το δικτυακό παιχνίδι έχει ακόμη τους ίδιους κανόνες. Φυσικά, υπάρχουν bloggers τους οποίους διαβάζω, χωρίς να έχω γνωρίσει ακόμη: πιστεύω ότι αυτά που γράφουν είναι «αλήθεια», γνωρίζοντας εν τούτοις ότι η ίδια φέρω την ευθύνη αυτής της απόφασης.

Αρκετοί ισχυρίζονται ότι το blogging και οι φιλίες που συγκροτούνται δι’ αυτού είναι «εικονική ζωή» η οποία έρχεται να υποκαταστήσει την πραγματική. Σε ό,τι με αφορά, το πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι: η «Λίτσα» του δικτύου υπάρχει μόνο εφόσον υπάρχουν τα κείμενα και τα σχόλιά της, η άλλη υπάρχει επί 24ώρου βάσεως και δεν ασχολείται διαρκώς με όσα δημοσιεύει στο blog της. Το τι συμβαίνει στο blog της την απασχολεί ως ένα βαθμό και μόνον εφόσον αποφασίζει η ίδια. Τα όρια δεν είναι δυσδιάκριτα, αντιθέτως είναι πολύ σαφή. Τουτέστιν, δεκάρα δεν δίνει αν το προχτεσινό της κείμενο είχε 150 σχόλια και το χτεσινό μόνο 2. Επίσης, ολίγον ασχολείται με το αν ένας άγνωστος σχολιαστής της είπε «Α, τι ωραία που γράφεις!» κι ένας άλλος «Πάλι μας έπρηξες με τις φιλοσοφίες σου, τράβα να μαγειρέψεις»: επειδή δεν έχει αναγάγει την ύπαρξή της στην αποδοχή ή την απόρριψη άλλων δικτυακών εικόνων, ούτε θεωρεί ότι δικαιώνεται η άποψή της ανάλογα με τον αριθμό αναγνωστών και σχολίων, πολλώ δε μάλλον δεν επιδιώκει την καταξίωση μέσω του blogging. Σε ό,τι αφορά τις φιλίες τα είπα ήδη: αυτές πια έχουν ξεφύγει από τον κόσμο του δικτύου, συνεπώς δεν κινδυνεύουν από αποχωρήσεις, αναχωρήσεις, ακυρώσεις και delete.

Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα με τη «Λίτσα» και την άλλη. Και όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο – το επαναλαμβάνω. Δεν μου αρέσει, λ.χ., να βρίζω γραπτώς· σε ένα από τα πρώτα κείμενα που δημοσίευσα στο Tatween, ο dim79 μπήκε να σχολιάσει με τρόπο εριστικό και άκρως προσβλητικό· αν μιλούσαμε δια ζώσης, από ένα σημείο και μετά ενδεχομένως θα του είχα αντιγυρίσει τις προσβολές – στο blog δεν το έκανα, επειδή προτίμησα την οδό της λογικής επιχειρηματολογίας – βρίσκω πιο ενδιαφέρον να αποδεικνύεις στον άλλον ότι είναι ανόητος αντί να του αποδίδεις τον χαρακτηρισμό. Αλλά, αυτό συνέβη άπαξ· σπανίως συνεχίζω πια την αντιπαράθεση, δεν απαντώ στα κακόβουλα σχόλια και, ναι, έχω απενεργοποιήσει τα ανώνυμα σχόλια, επειδή κάποια εποχή ήταν υβριστικά: με το σκεπτικό ότι δεν θα ήθελα κάποιος, άγνωστός μου, να έρθει στο σπίτι μου και να με βρίζει (αυτήν την αναλογία ή ο π μου την είπε ή η mmg – δεν θυμάμαι). Φυσικά, όπως λέει ο Mboy, μ’ αυτόν τον τρόπο δεν έχουν την ευκαιρία να σχολιάσουν όσοι δεν έχουν blog, οπότε χάνεται μια ευκαιρία διαλόγου· σωστό, αλλά εάν κάποιος θέλει πράγματι να πει κάτι, μπορεί να στείλει e-mail. Και, όχι, δεν έχω καθόλου επιφυλάξεις γι’ αυτή μου την απόφαση ούτε αισθάνομαι άσχημα που επιβάλλω «λογοκρισία».

Αλλά αυτές μου οι αποφάσεις δεν έχουν την ισχύ κανόνος, δεν επιδιώκω να τις επιβάλω και ούτε κρίνω αρνητικά όσους αποφασίζουν να πράττουν διαφορετικά· το πολύ-πολύ, αν διαπιστώσω ότι με ενοχλεί κάτι υπερβολικά, σταματώ να το διαβάζω. Το μέσο μου δίνει τη δυνατότητα επιλογής - ποιους θα βάλω στα links μου και ποιους θα βγάλω, ποιους θα διαβάσω και ποιους όχι, σε ποιους θα σχολιάσω και σε ποιους θα σιωπήσω – και δεν οφείλω να εξηγήσω σε κανέναν γιατί κάνω αυτήν την επιλογή και όχι την άλλην. Επιπλέον, δεν με διόρισε κανένας κήνσορα, κριτικό, ηθικολόγο ή οτιδήποτε άλλο: μπορεί να αντιμετωπίζω σαρκαστικά κάποιες συμπεριφορές που βασίζονται σε ανόητες προϋποθέσεις και σε πεπλανημένες προσδοκίες, όταν προσλαμβάνουν τη μορφή γενικότερου φαινομένου· το κάνω με τη διάθεση που χλευάζω, λ.χ., την τηλεοπτική πραγματικότητα ή τη μαζική κουλτούρα, και πάντα όταν αυτές οι συμπεριφορές έρχονται να προκαλέσουν τη δική μου ελευθερία. Γι’ αυτό το λόγο είχ αντιδράσει όταν πρωτοφτιάξαμε το bloghood και ορισμένοι είχαν επιτεθεί στη mmg για κάτι που είχε να κάνει με ψήφους στο Monitor και με αριθμούς σχολίων – ούτε που θυμάμαι. Και το σκεπτικό ήταν (και είναι) πολύ απλό: αν εσείς θέλετε να γίνετε διάσημοι μέσω του blogging, κάντε το, αλλά αφήστε ήσυχους εμάς που κάνουμε απλώς το κέφι μας. Αλλά, μέχρι εκεί: κατά τα λοιπά, ουδόλως με αφορά αν ο τάδε blogger είναι εγωιστής, συνεπώς δεν δέχεται την κριτική· δεν επιθυμώ να παραστήσω τον Savonarola ούτε εντός ούτε εκτός δικτύου, και, ξαναλέω, ουδείς μου ανέθεσε την αποστολή να σώσω τον κόσμο και να βελτιώσω την ανθρωπότητα. Αναλόγως, ουδόλως με αφορούν τα σχόλια που εμπεριέχουν προσωπικούς χαρακτηρισμούς για μένα: αν ο σχολιαστής δεν έχει τη στοιχειώδη κρίση να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη «Λίτσα» και στην άλλη, απλώς γελοιοποιείται· και πάντως, μπορώ να τον διαβεβαιώσω εκ των προτέρων ότι δεν είμαι όλα αυτά που υποθέτει, αλλά ακόμη χειρότερη – και τι μ’ αυτό;

Ανέφερα προηγουμένως το bloghood και τον πρώτο καιρό που ήρθαμε στο blogspot. Γράφω «ήρθαμε», επειδή αρκετοί είχαμε ξεκινήσει από το blogs.gr, εκεί μέσα γνωριστήκαμε, κι όταν άρχισαν οι φασαρίες με τις αναβαθμίσεις και τους servers αποφασίσαμε να συνεχίσουμε αλλούς. Το bloghood το φτιάξαμε σαν ένα «σαλόνι» ή πίνακα περιεχόμενων, ας πούμε, όπως αυτός που υπήρχε στο blogs.gr, για να μη χαθούμε ανάμεσα στους πολυάριθμους bloggers του blogspot: είναι σαν να μεταφέραμε τη γειτονιά μας. Αλλά ήταν μόνον αυτό και τίποτα περισσότερο – ούτε αποκλειστικό club, ούτε ιδεολογικο-πολιτική ομάδα, ούτε πραξικόπημα για να «πάρουμε» την «εξουσία» στο blogspot. Ορισμένοι το είδαν ως συντονισμένη απόπειρα να γίνουμε δημοφιλείς – και άρχισαν τις επιθέσεις· παιδαριώδης αντίδραση, αλλά δικαίωμά τους. Ορισμένοι από μας, πάλι, το είδαν ως το forum της παρέας. Και, αυτό ήταν λάθος – ακριβώς επειδή η παρέα πια δεν είναι δικτυακή· συνεπώς, το ότι ο Mboy και η Tomboy αποφάσισαν να αποχωρήσουν, για μένα δεν έχει κάποιο ειδικότερο νόημα σε ό,τι αφορά τη φιλία μας, απλώς μου κάνει λίγο πιο περίπλοκη τη ζωή όταν θέλω να δω τα κείμενά τους. Ακόμη κι αν αποφάσιζαν να κλείσουν τα blog τους και να φύγουν οριστικά, δεν θα είχε ειδικότερο νόημα – δεν θα τους έχανα από φίλους, αλλά δεν θα είχα την ευκαιρία να επικοινωνώ μαζί τους τόσο συχνά και να διαβάζω τις σκέψεις τους· αλλά, έτσι κι αλλιώς, τούτο μου συμβαίνει και με φίλους που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με το blogging. Και, όχι, δεν θ ακάτσω να σκεφτώ ότι «ήθελαν να μας διαλύσουν και το πέτυχαν» - μπορεί όντως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν μου αρέσουν οι θεωρίες συνωμοσίας – για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν κατάφεραν (όποιοι, τέλος πάντων) να διαλύσουν τίποτα.

ΥΓ. Κατά παράβαση των συνηθειών μου, σήμερα έγραψασε πρώτο πρόσωπο. Σε πρώτο ενικό – ακριβώς για να τονίσω το ατομικό στοιχείο – και όχι σε πρώτο πληθυντικό, που θα παραπλανούσε προβάλλοντας τις δικές μου επιλογές ως αποδεκτές από ένα απροσδιόριστο σύνολο, ένα αφηρημένο «εμείς», του οποίου εκπρόσωπος θα αυτο-διοριζόμουν. Επίσης, απέφυγα το δεύτερο και το τρίτο ενικό και πληθυντικό, επειδή ο τόνος θα γινόταν έκδηλα διδακτικός, και (επι)κριτικός. Πιθανόν, να γράφω έτσι για να θυμηθώ κι εγώ πράγματα που ενδεχομένως έχω ξεχάσει.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:59 π.μ. | Ενθύμιον | 23 σημειώσεις
Σάββατο, Αυγούστου 26, 2006
Εκπαιδευτικές απορίες

Όποιος, μη-γνώστης της ελληνικής πραγματικότητος, παρακολουθήσει τα ειδησεογραφικά δελτία στις αρχές και στο τέλος του θέρους, ασφαλώς θα συμπεράνει ότι εδώ στην Ελλάδα η εκπαίδευση είναι μεγάλη υπόθεση. Άλλως, πώς εξηγείται ότι κάθε Μάιο-Ιούνιο και κάθε Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ολόκληρο το έθνος κοιμάται και ξυπνάει με το ζήτημα των εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση; Στην αρχή, ο λόγος είναι για τα θέματα: αν είναι «βατά», αν είναι εντός ή εκτός διδακτέας/διδαχθείσης ύλης, αν η τάδε απάντηση θα ληφθεί υπ’ όψιν ως σωστή κλπ. Όταν τελειώνει αυτό το επεισόδιο, πέφτουν οι διαφημίσεις των διακοπών και στη νέα σεζόν, η σαπουνόπερα συνεχίζεται με τη σταδιακή κορύφωση της αγωνίας (όπως συμβαίνει σε κάθε αξιοπρεπή σαπουνόπερα): έτσι, πρώτα συζητείται η αυξομείωση των βάσεων, αν έπεσαν, αν χτύπησαν, αν μεγάλωσαν, αν έφτασαν σε ηλικία γάμου. Κι ενώ το φθινόπωρο βρίσκεται ante portas, έρχεται η κρίσιμη στιγμή της ανακοινώσεως των ονομάτων των επιτυχόντων (κάποτε, τα εκφωνούσαν στο ραδιόφωνο με τις ώρες). Εδώ ο θεματικός κύκλος ανοίγει: ποιοι είναι μέσα, ποιοι έμειναν απ’ έξω (σαν τις μωρές παρθένες), τι έκαναν αυτοί που είναι μέσα για μπουν μέσα (αλλά, ποτέ δεν μας λένε τι έκαναν αυτοί που είναι απ’ έξω, και τελικά δεν μπήκαν μέσα), πόσους νέους φοιτητές πήρε κάθε σχολή, ποσοστά, θριαμβολογίες και παρηγοριές, οι πρώτοι των πρώτων (οι έσχατοι των εσχάτων δεν απασχολούν κανέναν, το δε ρητό «και οι έσχατοι έσονται πρώτοι» προφανώς δεν έχει ισχύ στην προκειμένη περίπτωση), οι υπερήφανοι γονείς/παπούδες/γείτονες, τα ενοίκια στις φοιτητουπόλεις, το κόστος σπουδών κλπ.

Θα θεωρηθώ ότι κινούμαι τουλάχιστον στα όρια της αναλγησίας, εφόσον σαρκάζω ένα θέμα που κρίνεται ζωτικό για κάθε ελληνική μεσοαστική οικογένεια. Και, όσοι ηθικολόγοι τύχει να διαβάσουν το παρόν, θα σπεύσουν να με επιτιμήσουν που δεν συμπάσχω διόλου με τους δύστυχους μαθητές, οι οποίοι αγωνίζονται χρόνια και χρόνια για μια θέση κάτω από τον ήλιο της ελληνικής ανωτάτης παιδείας. Λοιπόν, και χειρότερα θα μπορούσα να πω, καθόσον το χώρο τον ξέρω και από την καλή και από την ανάποδη. Και, όχι, με τους μαθητές δεν συμπάσχω καθόλου: διότι έχω βαρεθεί έως θανάτου ν’ ακούω τους επιτυχόντες κάθε χρόνο να λένε πως «στερήθηκαν τα πάντα, πως διάβαζαν μέρα-νύχτα, πως θυσίαζαν τη διασκέδασή τους για την επιτυχία, πως δεν είχαν προσωπική ζωή διότι είχαν αφιερωθεί στο διάβασμα» - λες και περιγράφουν την αγωνιώδη πορεία του αμαρτωλού για να κερδίσει τον Παράδεισο. Συγγνώμη, αλλά όταν προ αμνημονεύτων χρόνων βρέθηκα στην ίδια θέση, μια χαρά τα βόλεψα, και τις βόλτες και τις εκδρομές μου πήγαινα, και τους φίλους μου έβλεπα, και τα «εξωσχολικά» μου βιβλία διάβαζα – ένα μήνα κλείστηκα πριν από τις εξετάσεις και αυτό ήταν (και δεν το έκανα θέμα, φυσικά· αφού ήθελα – τρομάρα μου – να μπω στο πανεπιστήμιο, τι άλλο θα έπρεπε να κάνω;) Και, όχι, δεν έχω τεράστια ευφυΐα, ένα κανονικό μυαλό έχω, που μάλιστα δεν πολυκαταλάβαινε τότε τα λεγόμενα «μαθήματα θετικής κατεύθυνσης» (αυτή η ρημάδα η φυσική…) Και, ναι, ήταν για μένα σημαντικό να περάσω στη σχολή που ήθελα – διότι είχα την ηλίθια πεποίθηση ότι η παιδεία είναι μεγάλο πράγμα, άσε που τα χρόνια εκείνα ήσουν και «δαχτυλοδειχτούμενος» αν δεν περνούσες κάπου (καλά, αυτό δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει, ίσως να έχει κάπως αμβλυνθεί). Συνεπώς, δεν καταλαβαίνω όλον αυτόν τον πανικό που δημιουργείται κάθε χρόνο – τα παιδιά δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν, τρέχουν πάνω-κάτω, δαπανούν ώρες και ώρες και βγαίνουν από την όλη διαδικασία με ψυχικά τραύματα. Δεν αμφισβητώ ότι συμβαίνει αυτό – απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει: γιατί δεν προλαβαίνουν και γιατί τρέχουν πάνω-κάτω. Στο κάτω-κάτω, η ύλη είναι γνωστή εξαρχής και οι σελίδες μετρημένες· ενώ στη δεκαετία του 1950 (όχι, δεν έδωσα εξετάσεις τότε, αλλά το ξέρω), λ.χ., οι εξετάσεις ήταν εφ’ όλης της ύλης: όλη η ιστορία – ελληνική και ευρωπαϊκή, όλη η αρχαία ελληνική γραμματεία, όλη η λατινική γραμματεία και πάει λέγοντας. Πώς γίνεται να υπάρχουν τόσες αποτυχίες με γνωστή και καθορισμένη ύλη, με τόσα φροντιστήρια, «ιδιαίτερα» και ενισχυτικές διδασκαλίες;

Από την άλλη, όσοι επιτυγχάνουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τι είδους γνώσεις έχουν; Αφού έχουν δαπανήσει ώρες και ώρες στη μελέτη τους, θα υποθέσει κανείς ότι αυτά που έχουν μελετήσει, πλέον τα κατέχουν σε ικανοποιητικό βαθμό. Αποδεικνύεται όμως ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας είναι απελπιστικά περιορισμένος: αφενός δεν έχουν καμία γενικότερη παιδεία (τα «εξωσχολικά», που λέγαμε) και αφετέρου λησμονούν πολύ γρήγορα και τις «ειδικότερες γνώσεις» που απέκτησαν κατά την εξάχρονη θητεία τους στη μέση εκπαίδευση. Κοντολογίς, δεν είναι σίγουρο ότι όσοι εισάγονται σήμερα στα ΑΕΙ/ΑΤΕΙ αξίζουν πράγματι· όπως δεν είναι σίγουρο, ότι όσοι έμειναν απέξω, το άξιζαν.

Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι παλαιότερες γενιές μαθητών ήσαν εξυπνότερες, ούτε ότι οι παρούσες έχουν μειωμένη αντίληψη – πιθανόν οι σημερινοί να είναι περισσότερο αδιάφοροι (σε επίπεδο ποσοστιαίας αναλογίας) για οτιδήποτε δεν κρίνουν χρήσιμο για τη μελλοντική τους αποκατάσταση, αλλά και αυτό το θέμα χρειάζεται ειδικότερη συζήτηση. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον δεν φταίει ο βαθμός ευφυΐας των μαθητών, κάτι άλλο δεν πάει καλά. Στο δημοτικό στραβώνει το πράγμα, στο γυμνάσιο, στο λύκειο (γιατί στο πανεπιστήμιο, στραβωμένο είναι) – ή μήπως η κατάπτωση ξεκινά από το νηπιαγωγείο; Κάθε χρόνο αποφοιτούν εκατοντάδες μαθητές με βασικές ελλείψεις ως προς τη γλωσσική, την ιστορική και τη λογοτεχνική τους παιδεία (επιμένω στα ανθρωπιστικά, επειδή αυτόν τον τομέα μπορώ να ελέγξω) – για να μη μιλήσω τώρα για φιλοσοφικό προβληματισμό και κριτική ικανότητα και παράσχω αφορμές γέλωτος ακατασχέτου. Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς μπαίνουν στα ΑΕΙ/ΑΤΕΙ δεν σημαίνει απολύτως τίποτα· συχνά, δε αποφοιτούν και από εκεί με τις ελλείψεις τους ακόμη εκκρεμείς. Σημειωτέον ότι αυτό δεν συμβαίνει μόνον εδώ, αλλά εσχάτως διαπιστώθηκε, σε βαθμό ανησυχητικό, και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ., Γερμανία και Αγγλία). Φαίνεται πως τα κατά τόπους εκπαιδευτικά συστήματα έχουν βαλθεί να εξοντώσουν ή να ακρωτηριάσουν γενιές μαθητών: έτσι είναι πιο εύκολο να τους μετατρέψουν σε υπάκουα πιόνια, πριν τους ρίξουν στην παραγωγή – και ξέρετε, το άγχος της ανεργίας, η φυσιολογική επιθυμία της επιτυχίας (όπως κι αν λογίζεται τούτη) και όλος αυτός ο μηχανισμός δημιουργίας επιθυμιών (εντυπωσιακά αυτοκίνητα, επώνυμα ρούχα και ασεξουάρ, διακοπές σε θέρετρα της μόδας, ακριβή διασκέδαση και λοιπές επενδύσεις κοινωνικής προβολής), αν συνδυαστούν σωστά αποτελούν τον καλύτερο παράγοντα φόβου και ανασφάλειας (τύφλα να ’χει ο Μακάρθι): στόχος, το να βρεις μια «καλή» δουλειά και να την κρατήσεις, με οποιοδήποτε τίμημα.

Παρεμπιπτόντως, έχω επίσης βαρεθεί ν’ ακούω καθηγητές, μαθητές, φοιτητές και πολιτικούς να παραπονιούνται επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα, τα βιβλία, οι εξετάσεις κλπ. δεν καλλιεργούν την κριτική ικανότητα, αλλά προωθούν την «άκριτη απομνημόνευση». Φυσικά μπροστά στις κάμερες όλα αυτά, διότι στην πραγματικότητα, οι καθηγητές γκρινιάζουν διότι δεν θέλουν να δουλέψουν περισσότερο, οι μαθητές επίσης διότι δεν θέλουν να διαβάσουν περισσότερο, και οι φοιτητές ξεσηκώνονται όταν η βιβλιογραφία του μαθήματος περιέχει πολλά βιβλία· όσο για τους πολιτικούς, εκεί η υπόθεση καταντά κοροϊδία, διότι ακόμη και ο πλέον αφελής μπορεί να υποψιαστεί ότι καμία εξουσία δεν θέλει πολίτες με ανεπτυγμένη κρίση: φαντάζεστε τι θα γινόταν αν οι ψηφοφόροι λειτουργούσαν κριτικά;

(Μιλώ για πλειονότητες και όχι για σύνολα· σαφώς υπάρχουν εξαιρέσεις σε όλες τις ανωτέρω ομάδες – εκτός από εκείνη των πολιτικών).

Στο φετεινό σήριαλ εξετάσεων και αποτελεσμάτων, είχαμε ένα καινούριο σκηνοθετικό τρικ: μετά την καθιέρωση της βάσης για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αρκετές σχολές πήραν το πολύ 10 πρωτοετείς (στο ΤΕΙ Ηπείρου, δεν εισήχθη κανείς), και οι τοπικές κοινωνίες ξεσηκώθηκαν εναντίον του Υπουργείου Παιδείας· ώστε, οι δημοσιογράφοι έσπευσαν in situ για να μιλήσουν με τους κατοίκους αυτών των πόλεων που, πλέον, καταδικάζονται σε οικονομικό μαρασμό. Μάλιστα, ο δημοσιογραφικός ζήλος ήταν τόσο μεγάλος, ώστε χτες στο βραδινό δελτίο του Mega ειπώθηκε ότι το Ηράκλειο θα έχει μεγάλο πρόβλημα, επειδή μειώθηκε σημαντικά ο αριθμός των πρωτοετών στα ΑΤΕΙ, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την οικονομική πρόοδο της πόλης (!) Τώρα, πώς έφτασε το Ηράκλειο, που έχει επίσης πανεπιστημιακές σχολές πολύ καλού επιπέδου, διεθνές αεροδρόμιο, το μεγαλύτερο λιμάνι και τη μεγαλύτερη πεδιάδα της Κρήτης, να εξαρτά την οικονομική του ευμάρεια από μερικές δεκάδες πρωτοετών είναι πράγματι μυστήριο.

Φυσικά, όλοι όσοι διαμαρτύρονται για τον αναμενόμενο οικονομικό μαρασμό, έχουν εν μέρει τα δίκια τους. Διότι, επί δεκαετίες το «φάρμακο» για μια περιοχή με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ήταν να ιδρυθεί ένα τμήμα ΑΕΙ ή ΑΤΕΙ – στο πουθενά και από το μηδέν, χωρίς σχεδιασμό, ίσα-ίσα για να θαμπωθούν οι ιθαγενείς με χάντρες και καθρεφτάκια και για να αυτοδιαφημιστούν ως φιλοπάτριδες οι τοπικοί βουλευτές. Ε, τώρα που σκουρύνανε τα πράγματα, αρχίσανε οι γκρίνιες, διότι, ως γνωστόν, όλα εδώ πληρώνονται: σου λένε οι άνθρωποι, εμείς φτιάξαμε διαμερίσματα, ανοίξαμε μαγαζιά, πουλήσαμε το χωραφάκι μας κι ανοίξαμε μπαρ, τώρα τι θα τα κάνουμε όλα αυτά; πώς θα κινηθούν; Καλά, το καλοκαίρι, όλο και κανένας τουρίστας έρχεται, το χειμώνα τι θα γίνει; Αν όμως το καλοσκεφτείς το πράγμα, βλέπεις ότι έχουν κι αυτοί τις ευθύνες τους, διότι βολεύτηκαν στα εύκολα – μεταπρατική λογική, μεταπρατική οικονομία, αέρα πουλάγανε, χωρίς να κουνήσουν το μικρό τους δαχτυλάκι. Όπου πας σ’ αυτόν τον τόπο, επιχειρηματίες βρίσκεις – από παραγωγούς πάσχουμε. Αφήνω που σε πολλές περιπτώσεις η διεκδίκηση μιας σχολής βασίστηκε σε εντελώς τοπικιστικά κριτήρια – γιατί να έχει η Καλαμάτα σχολές και να μη γίνουν και στην Τρίπολη, μήπως είναι μικρότερη η ιστορία της Τρίπολης, εδώ κοτζάμ πανωλεθρία πάθανε οι Τούρκοι.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά έχει στηθεί ένας μηχανισμός παραγωγής ημιμαθών αποφοίτων, που βγαίνουν στην αγορά εργασίας εντελώς απροπαράσκευοι. Διότι και το πανεπιστήμιο, ο περίφημος ναός «της έρευνας και της επιστήμης», όπως έλεγε η υπουργός παιδείας, έχει μετατραπεί σε χώρο βολέματος, αλληλοεξυπηρετήσεων, ρουσφετιών, συχνά δε λειτουργεί με τη λογική της ήσσονος προσπάθειας (από πλευράς διδασκόντων).

Δεν ξέρω τι περιμένουν οι σημερινοί πρωτοετείς από τις σχολές τους. Δεν ξέρω πώς το ονειρεύονταν το πανεπιστήμιο. Το βέβαιο είναι ότι δεν θ’ αργήσουν ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια – αυτήν την αλήθεια που δεν τους έλεγε κανένας επί χρόνια. Κάποιοι θα τα παρατήσουν, κάποιοι θα το πάρουν το ρημαδοπτυχίο έτσι για το honore, αλλά θα ασχοληθούν με κάτι εντελώς διαφορετικό, κάποιοι θα συνωστιστούν στο δημόσιο. Στο μεταξύ, στην αρχή και τέλος εκάστου θέρους, η σαπουνόπερα των εξετάσεων θα παίζεται σ’ επανάληψη, με μικρές παραλλαγές. Και η εκπαίδευση; Α, κυρίες και κύριοι, αυτά σε άλλο σήριαλ.

(Σε μιαν ιδανική πολιτεία, θα πήγαιναν στο πανεπιστήμιο όλοι όσοι θα ήθελαν να έχουν πρόσβαση στη γνώση, ελεύθερα, ακόμη κι αν μετά – και ενδεχομένως, ακριβώς επειδή μετά – θα πήγαιναν να γίνουν ξυλουργοί. Αλλά, κάτι τέτοια μόνο στη φαντασία των λογοτεχνών λαμβάνουν χώρα – και μάλιστα, των λογοτεχνών που ειδικεύονται στο ουτοπικό μυθιστόρημα.)

 
Από τη Λίτσα κατά τις 1:19 π.μ. | Ενθύμιον | 12 σημειώσεις
Δευτέρα, Αυγούστου 21, 2006
In nomine Patris

Η εκλογή (και πολύ περισσότερο, η επανεκλογή) του George W. Bush, Jr., θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κομβικό σημείο για τη διάλυση ορισμένων ψευδαισθήσεων, αναφορικά με τις Η.Π.Α. Μία από αυτές σχετίζεται με την παλαιότερη πεποίθηση ότι οι Η.Π.Α. είναι μοντέλο κοσμικού κράτους - πράγμα που απορρέει από τη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και από το Σύνταγμα, όπου δεν αναγνωρίζεται επίσημη θρησκεία, θεσπίζεται η πλήρης ανεξιθρησκεία και δηλώνεται ότι οι πολίτες είναι απολύτως ελεύθεροι να λατρεύουν όποιον θεό (ή θεούς) επιθυμούν (είναι γνωστό ότι πολλοί από τους «Πατέρες» του αμερικανικού έθνους είχαν επηρεαστεί από τον ντεϊσμό). Δεν χρειάστηκε όμως πολύς καιρός για να γίνει αντιληπτό ότι ο νέος πρόεδρος μάλλον δεν συμμεριζόταν την αντίληψη περί κοσμικού κράτους. Οι δημόσιοι λόγοι και τοποθετήσεις του, καθώς και τα διαγγέλματά του προς το έθνος, απεδείκνυαν την πολύ στενή σύνδεσή του με τους λεγόμενους «Ευαγγελιστές», όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικής πίστης αλλά και σε επίπεδο πολιτικής συμπεριφοράς. Μάλιστα, δεν άργησε να γίνει γνωστό ότι ο Bush είχε εβδομαδιαίες συσκέψεις με σημαντικούς εκπροσώπους των Ευαγγελιστών, όπως ο Ted Haggart, ότι η λεγόμενη «Χριστιανική Δεξιά» είχε σημαντική επιρροή στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, σε θέματα κοινωνικής αλλά και εξωτερικής πολιτικής, και ότι οι Ευαγγελιστές, με 45.000 εκκλησίες και 30 εκατομ. πιστούς, είναι το ισχυρότερο θρησκευτικό λόμπι στις Η.Π.Α.

Εν τούτοις, η επιρροή των Ευαγγελιστών στην αμερικανική πραγματικότητα δεν είναι γεγονός των τελευταίων χρόνων. Η αμερικανική νοοτροπία και μυθολογία, που αναπαράγεται μέσω της μαζικής κουλτούρας, είναι θεμελιωμένη στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Πουριτανών αποίκων, και έχει διαπιστωθεί πως τα κηρύγματα ορισμένων διάπυρων θεολόγων, όπως λ.χ. ο Jonathan Edwards (17ος αι.) συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση κομβικών ιδεολογικών αντιλήψεων όπως εκείνης του «πρόδηλου πεπρωμένου του έθνους» (Manifest Destiny). Πέραν τούτου, όμως, υπάρχουν και τα κινήματα της λεγόμενης «Μεγάλης Αφύπνισης», τα οποία αφενός είχαν θρησκευτική αναφορά (λ.χ., την επιστροφή στην παλαιότερη αγνότητα της πίστης, ή την αναδιατύπωση δογμάτων) και αφετέρου συνδέονταν με κοινωνικές παραμέτρους. Η πρώτη «Μεγάλη Αφύπνιση» τοποθετείται χρονικά στις δεκαετίες 1730 και 1740 (και εμπνευστής της είναι ο καλβινιστής θεολόγος Jonathan Edwards), η δεύτερη στη δεκαετία του 1820, η τρίτη (και πιο προοδευτική) στα χρόνια 1858-1908 και η τέταρτη στις δεκαετίες 1960 και 1970 (βέβαια, αρκετοί αμερικανοί ιστορικοί δέχονται μόνο την «Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση», υποστηρίζοντας ότι οι επόμενες ουσιαστικά ήταν σποραδικές και ασύνδετες προσπάθειες που δεν συνιστούν ενιαίο κίνημα).

Παρ’ όλο που ο όρος «ευαγγελιστής» χρησιμοποιήθηκε από διαφορετικές ομάδες ήδη από τον 16ο αι., το σημερινό του αναφορικό πλαίσιο έχει τις ρίζες του στην «Πρώτη Μεγάλη Αφύπνιση». Ο θρησκευτικός πυρετός της εποχής εκείνης ουσιαστικά ήταν μια αντίδραση στη σκέψη του Διαφωτισμού και του ντεϊσμού. Οι Ευαγγελιστές υπογραμμίζουν το αλάθητο της Βίβλου, την οποία άλλωστε θεωρούν ως την κατεξοχήν αυθεντία σε θέματα πίστης και θρησκευτικής πρακτικής και τη μοναδική πηγή της θείας αποκάλυψης. Επίσης, πιστεύουν στην ιστορικότητα της άμωμης σύλληψης, των θαυμάτων του Ιησού, της σταύρωσης, της ανάστασης, και της Δευτέρας Παρουσίας (αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις αναφορικά με το «τέλος του κόσμου» και το νόημα της εσχατολογίας). Θεωρούν, τέλος, ότι ο πιστός αναπτύσσει μια απολύτως προσωπική σχέση με το θεό και μέσα από την πίστη του μπορεί να λάβει τη θεία χάρη και να «ξαναγεννηθεί»· οφείλει, λοιπόν, να ζει σύμφωνα με συγκεκριμένες ευσεβείς αρχές (που κανονίζουν την καθημερινή ηθική, την οικογενειακή ζωή, φυσικά τις διαπροσωπικές σχέσεις κλπ.) και να προσηλυτίζει όσο περισσότερους μπορεί.

(Κι επειδή ακούμε συνήθως τη λέξη «φονταμενταλισμός» μετά τον επιθετικό προσδιορισμό «ισλαμικός», ας σημειωθεί ότι στις αρχές του 20ού αιώνα, το κίνημα των Φονταμενταλιστών ήταν η συντηρητική προτεσταντική αντίδραση στον θρησκευτικό εκσυγχρονισμό που επεδίωκαν κάποιες εκκλησίες στις Η.Π.Α. Και, βασική αρχή του εν λόγω κινήματος ήταν η διατήρηση του θεμελιώδους χριστιανισμού, τον οποίον συνιστούσαν τα δόγματα που προαναφέρθηκαν.)

Η σημασία της επίδρασης των Ευαγγελιστών στην αμερικανική πραγματικότητα εντοπίζεται σε δύο τομείς – πρώτον, στον τομέα της κοινωνικής ζωής και πολιτικής (είναι γνωστή, λ.χ., η αντίθεσή τους στην άμβλωση· σημειώνω, επίσης, ότι το 1925 ο W. J. Bryan, ένας από τους ηγέτες των Φονταμενταλιστών, προσήγαγε σε δίκη τον δάσκαλο John T. Scopes, επειδή ο τελευταίος δίδασκε στο σχολείο τη δαρβινική θεωρία· ο Scopes καταδικάστηκε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος εξαιτίας κάποιας νομικής λεπτομέρειας), και δεύτερον στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Ο τρόπος δε με τον οποίον διαδίδουν τις πεποιθήσεις τους είναι άκρως ενδιαφέρων. Εκτός από την παραδοσιακή τακτική της φιλανθρωπίας, οι Ευαγγελιστές αξιοποιούν στο έπακρο όλα τα δεδομένα της μαζικής κουλτούρας και της σύγχρονης τεχνολογίας: λ.χ., προβάλλουν κηρύγματα μέσω του τηλεοπτικού τους καναλιού (τα οποία στήνονται με τη λογική των εκπομπών reality), χρηματοδοτούν εκδόσεις βιβλίων, κινηματογραφικές ταινίες και ηλεκτρονικά παιχνίδια, και εσχάτως προχώρησαν στην ίδρυση των «Εκκλησιών Νέας Ζωής», που έχουν χαρακτηριστεί ως «πολυκαταστήματα λατρείας» και αποτελούν το πιο ισχυρό πολιτικό τους εργαλείο. Αυτές οι εκκλησίες απευθύνονται κυρίως στους εφήβους αμερικανούς· διαθέτουν καφετέριες τύπου Starbucks, ποικίλους χώρους αναψυχής, και εξέδρες (που θα ζήλευαν οι πιο σύγχρονοι συναυλιακοί χώροι) με «ροκ σκηνικό», όπου «χριστιανικά ροκ συγκροτήματα», με ηλεκτρικές κιθάρες και όλα τα συμπαρομαρτούντα, τραγουδούν “God, you are so awesome!” (οι στίχοι, βέβαια, προβάλλονται σε γιγαντο-οθόνες ώστε να μπορεί να τους επαναλάβει το νεανικό κοινό)· οι δε ευαγγελιστές ιερείς που αναλαμβάνουν να κηρύξουν το λόγο του θεού, εμφανίζονται επί σκηνής με τζην παντελόνι, καουμπόυκες μπότες, μοντέρνες κομμώσεις, και φροντίζουν να διανθίσουν τα κηρύγματά τους με αναφορές στο Matrix, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και τα Χρονικά της Νάρνια.

Εν τούτοις, μια εκκλησία είναι μια εκκλησία – τουτέστιν, δεν κρύβει ούτε τη στράτευση ούτε το στόχο της. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα πράγματα δεν είναι τόσο προφανή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σειρά βιβλίων Left Behind, με την υπογραφή του ευαγγελιστή ιερέα Tim LaHaye και του Jerry B. Jenkins, οι οποίοι αντλούν τις εμπνεύσεις τους από συγκεκριμένα βιβλία και χωρία της Βίβλου (ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ο Bush είναι φανατικός θαυμαστής του LaHaye και πριν από τις εκλογές του 2000 συναντήθηκε μαζί του, προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξη της «Χριστιανικής Δεξιάς»). O θεματικός πυρήνας των βιβλίων είναι η τύχη εκείνων που μένουν ν’ αντιμετωπίσουν τον αντίχριστο, προτού επέλθει η Δευτέρα Παρουσία. Εννοείται ότι όσοι μένουν είναι οι αμαρτωλοί, διότι οι ενάρετοι έχουν ξαφνικά και απροειδοποίητα ανέλθει στους ουρανούς. Το «ηθικό δίδαγμα» των εν λόγω προϊόντων είναι πως, ακόμη κι αν είσαι αμαρτωλός και ηθικώς διεφθαρμένος στην ως τώρα ζωή σου, ο θεός σου δίνει μία ακόμη ευκαιρία να σωθείς λίγο πριν από την τελική αναμέτρηση· η σωτηρία, βέβαια, δεν εξαρτάται μόνον από το ότι συντάσσεσαι με τις δυνάμεις του καλού, αλλά κυρίως από τη ριζική ηθική σου αναμόρφωση, που πλέον δεν θα σου επιτρέπει, λ.χ., να συνάπτεις ερωτικές σχέσεις της μίας νύχτας, να απατάς τη γυναίκα σου με τη γραμματέα σου, ή να τριγυρνάς προκλητικώς ενδεδυμένη αν είσαι γυναίκα. Αν τα κάνεις όλα αυτά, ο θεός θα σου απλώσει το χέρι, θα σε βάλει στον Παράδεισο μαζί με τους ενάρετους, και όλοι μαζί θα αγάλλεστε παρακολουθώντας την τιμωρία και τα βασανιστήρια των αμαρτωλών εις τους αιώνες των αιώνων (αλήθεια, σημείωσα ότι ένα από τα πιο διάσημα κηρύγματα του Jonathan Edwards έχει τίτλο “Sinners in the Hands of an Angry God” και ότι το επιμύθιό του συμπυκνώνεται στη φράση «η θέα των βασανιστηρίων της κόλασης θα κορυφώσει την ευτυχία των αγίων εις τους αιώνες»;)

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικά σε ένα από τα επόμενα βιβλία της σειράς. Ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., ένας σαγηνευτικός τύπος ονόματι Nicolae Carpathia (διάφανη η διακειμενική αναφορά), αποδεικνύεται ο ίδιος ο αντίχριστος, που φυσικά είναι αποφασισμένος να καταστρέψει τον κόσμο. Όταν καταφέρνει να θέσει υπό τον έλεγχό του (μέσω μιας ιδιότυπης πλύσης εγκεφάλου) τον πρόεδρο των Η.Π.Α. (που συμπτωματικά είναι Δημοκρατικός και όχι βέβαια Ρεπουμπλικάνος), διαλύει τον Ο.Η.Ε., ιδρύει ένα νέο συλλογικό όργανο με το όνομα «Παγκόσμια Κοινότητα» και μεταφέρει την έδρα του από τη Νέα Υόρκη στη Νέα Βαβυλώνα, στο Ιράκ.

Η σειρά των βιβλίων χρηματοδοτείται από τους Ευαγγελιστές, όπως άλλωστε και οι δύο πρώτες κινηματογραφικές τους μεταφορές στη μεγάλη οθόνη· πρόκειται για τις ταινίες Left Behind: The Movie (2000 – που κόστισε 17,4 εκατομ. δολάρια) και Left Behind II. Tribulation Force (2002). Δεν ξέρω ποια ήταν η εισπρακτική τύχη των ταινιών, τα βιβλία όμως έχουν πουλήσει ως σήμερα πάνω από 65 εκατομ. αντίτυπα και, στον κατάλογο πωλήσεων χριστιανικών βιβλίων, κατέχουν τη δεύτερη θέση μετά τη Βίβλο.

Παράλληλα, οι Ευαγγελιστές ετοιμάζονται να βγάλουν στην αγορά ένα real-time ηλεκτρονικό παιχνίδι βίας με τίτλο Left Behind: Eternal Forces, υπολογίζοντας ότι θα τους αποφέρει περί τα 25 δισ. δολάρια από την παγκόσμια αγορά ηλεκτρονικών παιχνιδιών. (Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Ευαγγελιστές ασχολούνται μ’ αυτό το αντικείμενο: έχουν ήδη κυκλοφορήσει τα ηλεκτρονικά παιχνίδια Catechumen και Ominous Horizons, με πωλήσεις της τάξεως των 80.000 και 70.000 αντιτύπων, αντιστοίχως). Η δράση του καινούριου παιχνιδιού τοποθετείται στη Νέα Υόρκη (σε προφανώς αποκαλυψιακό σκηνικό, που έχει κιόλας προκαλέσει αντιδράσεις, επειδή παραπέμπει στην καταστροφή των δίδυμων πύργων)· στο πεδίο της μάχης αντιπαρατίθενται oι δυνάμεις του καλού (Tribulation Forces) και του κακού (o στρατός του αντίχριστου, που δεν είναι παρά η ειρηνευτική δύναμη του Ο.Η.Ε.)· ο παίκτης ελέγχει έναν ολόκληρο εικονικό στρατό, αντί για ένα μόνο πολεμιστή, και κάθε φορά που ένας στρατιώτης σκοτώνει κάποιον από τους στρατιώτες του αντίχριστου, κραυγάζει θριαμβευτικά “Praise the Lord!”

Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ένας Ευαγγελιστής ιερέας, ο John Hagee (δημοφιλέστατος στα τηλεοπτικά του κηρύγματα), επικεφαλής μιας εκκλησίας 18.000 πιστών στο Σαν Αντόνιο του Τέξας, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο Jerusalem Countdown, το οποίο έχει πουλήσει ως τώρα πάνω από 700.000 αντίτυπα. Μέσα από ένα κακοχωνεμένο μείγμα προφητειών, βιβλικών παραθεμάτων και ολίγων στοιχείων πυρηνικής φυσικής, ο Hagee ισχυρίζεται ότι η πολεμική αντιπαράθεση με το Ιράν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την τελική μάχη στην κοιλάδα του Αρμαγεδδώνος και τη Δευτέρα Παρουσία. Και συνεχίζει, ως ακολούθως: Οι Η.Π.Α. οφείλουν να ενωθούν με το Ισραήλ σ’ ένα προληπτικό χτύπημα εναντίον του Ιράν, προκειμένου να υλοποιήσουν το θεϊκό σχέδιο τόσο για το Ισραήλ όσο και για τη Δύση. Το Ισραήλ δεν έχει άλλη λύση παρά να χτυπήσει το Ιράν, με ή χωρίς τη βοήθεια των Η.Π.Α. Τούτο όμως θα προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας, η οποία εποφθαλμιά τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου. Η Ρωσία, λοιπόν, θα τεθεί επικεφαλής των ενωμένων Αράβων και όλοι μαζί θα βαδίσουν εναντίον του Ισραήλ. Τότε, όμως, ο θεός θα εξαφανίσει τα 5/6 του στρατού τους, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος θα παρακολουθεί άφωνος. Εκείνος που θα σπεύσει να καλύψει το κενό ισχύος που θα δημιουργηθεί μετά τον αποδεκατισμό των Ρώσων και των Αράβων, θα είναι ο αντίχριστος – ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – που θα επιβάλει μία παγκόσμια κυβέρνηση, ένα παγκόσμιο νόμισμα και μία παγκόσμια θρησκεία, για τριάμισυ χρόνια. Όμως, αυτός ο «δαιμονικός ηγέτης» θα αναμετρηθεί με έναν ψευδοπροφήτη, που φυσικά είναι η Κίνα, στην «κοιλάδα του Αρμαγεδδώνος» (που ταυτίζεται μ’ ένα όρος στο Ισραήλ). Καθώς θα ετοιμάζονται για την τελική μάχη, θα εμφανιστεί ο Ιησούς σ’ ένα άσπρο άλογο, θα πετάξει τους κακούς και τους απίστους σε μια λίμνη φωτιάς και από εκείνη τη στιγμή θ’ αρχίσει η χιλιετής βασιλεία του. Τέλος του παραμυθιού, καληνύχτα σας.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Hagee γράφει και δημοσιεύει ό,τι του καπνίσει – εξάλλου η αγορά είναι γεμάτη τέτοια βιβλία (προφανώς, οι συγγραφείς των αγνοούν την παροιμία «πας μετά Χριστόν προφήτης, γάιδαρος»). Το πρόβλημα είναι ότι ο Hagee και το θρησκευτικό λόμπι των Ευαγγελιστών κινούνται μεθοδικά και συστηματικά προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης της αμερικανικής κοινής γνώμης υπέρ αυτών των σεναρίων – δηλαδή υπέρ μιας αμερικανικής εισβολής στο Ιράν – διακηρύσσοντας προς πάσα κατεύθυνση και παντί τρόπω ότι οι μουλάδες έχουν ήδη στην κατοχή τους πυρηνικά όπλα για να καταστρέψουν το Ισραήλ και τις Η.Π.Α.

Άλλη μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου του, o Hagee ίδρυσε την οργάνωση “Christians United for Israel” (CUFI)· στο διοικητικό συμβούλιο συμμετέχει, μεταξύ άλλων, ο ευαγγελιστής Jerry Falwell, πρώην υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για το προεδρικό αξίωμα (ο τύπος που, μετά την 11/9, υποστήριξε δημοσίως ότι ο Θεός είχε πλέον αποσύρει το βλέμμα του από τους Αμερικανούς και επέτρεψε να συμβεί η τραγωδία, εξαιτίας των ομοφυλόφιλων, των υποστηρικτών της έκτρωσης, και των οπαδών της Αμερικανικής Ένωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα). Στην παρθενική εκδήλωση του CUFI (με 3.500 κόσμο), παρέστησαν και μίλησαν εξέχοντα μέλη του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων, ενώ και ο πρόεδρος Bush έστειλε γραπτό μήνυμα υπέρ της προσπάθειας· φυσικά, το κύριο θέμα των ομιλιών ήταν ο πόλεμος με το Ιράν.

Τα συμπεράσματα δικά σας, κυρίες και κύριοι.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 2:08 π.μ. | Ενθύμιον | 11 σημειώσεις
Πέμπτη, Αυγούστου 17, 2006
... για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου...

Αρκετοί ίσως αναγνωρίσατε το στίχο. Είναι από ένα ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη, με τίτλο «Νέοι της Σιδώνος»:

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Στο σχολείο μας το δίδασκαν σε σχέση με το ομότιτλο καβαφικό – όπου ένας από τους «νέους της Σιδώνος», μιλά επικριτικά για τον Αισχύλο, που επέλεξε το επιτύμβιό του να αναφέρει ότι πολέμησε τους Πέρσες· ο νεαρός επιμένει ότι η συνεισφορά του στην τέχνη ήταν πολύ σημαντικότερη, άρα αυτό θα όφειλε να αναγράφεται στο επιτύμβιο.

Δεν θυμάμαι ποια εποχή έγραψε ο Αναγνωστάκης το ποίημα. Έχει σημασία, επειδή τα γεγονότα και οι συνθήκες θα μπορούσαν να εξηγούν την ειρωνική αποστροφή του ομιλητή προς του συγκαιρινούς του «νέους της Σιδώνος». Εν τούτοις, δεν προτίθεμαι να αναλύσω το ποίημα ούτε να το ερμηνεύσω, αλλά να το χρησιμοποιήσω· ως εκ τούτου, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε ούτε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ούτε οι προθέσεις του ποιητή ούτε η δική του ερμηνεία. Εδώ και μέρες τριγυρίζουν στο μυαλό μου οι στίχοι «για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην Ήπειρο / για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς» - μου φαίνεται πως υποκρύπτουν βουβές αιτιάσεις για το γεγονός ότι το πολιτικό ενδιαφέρον απομακρύνεται από τα «καθ’ ημάς» και στρέφεται στα «εκτός». Το ερώτημα στο οποίο οδηγεί αυτός ο αδοκίμως εκτενής πρόλογος σχετίζεται με το αν έχει νόημα να ασχολούμαστε με γεγονότα που συμβαίνουν «σ’ άλλην Ήπειρο», όταν στη χώρα μας υπάρχουν τόσα και τόσα προβλήματα.

Η αλήθεια είναι πως ενώπιον αυτού του ερωτήματος, δικαιολογούνται αμφιβολίες και επιφυλάξεις. Και σκέφτεσαι, προσώρας – μήπως κάνω λάθος; μήπως το ενδιαφέρον μου για τους καταπιεζόμενους σε άλλες χώρες είναι ένα είδος άλλοθι για την απραξία μου; μήπως θα ήταν αποτελεσματικότερο να βγω στους δρόμους και να διαδηλώσω υπέρ των πασχόντων Ελλήνων;

Φυσικά το ένα δεν αποκλείει το άλλο, το δε δίλημμα είναι πλασματικό και πεπλανημένο· όπως πεπλανημένη είναι η αντιφατική θεώρηση των προτάσεων «ενδιαφέρομαι για τους Έλληνες» vs. «ενδιαφέρομαι για τους άλλους»: μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται και για τα δύο ή να μην ενδιαφέρεται για τίποτε από τα δύο (αν όμως είχαμε αντίφαση, τότε θα έπρεπε να ενδιαφέρεται μόνο για ένα από τα δύο). Αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα και προκειμένου να αποφύγουμε τα ψευδοδιλήμματα και τις λογικές πλάνες, καλόν είναι να επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα ως εξής: είναι αλήθεια ότι όταν ενδιαφερόμαστε για τους «άλλους», αδιαφορούμε για τους Έλληνες; Ή αλλιώς: είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα των «άλλων» δεν έχουν καμία σχέση με τα προβλήματα της χώρας μας;

Με τόσα και τόσα που λέγονται περί παγκοσμιοποίησης και «παγκόσμιου χωριού», τέτοια ερωτήματα ακούγονται παράταιρα. Τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνεται όλο και πιο συχνά η «αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων»: ένα γεγονός σε μια χώρα (ένας τυφώνας στις Η.Π.Α, οι συγκρούσεις στη Νιγηρία, ένας πόλεμος στη Μ. Ανατολή, μια επιδημία γρίπης στην Κίνα) έχει αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κόσμο – ή έστω στο μεγαλύτερο μέρος του. Και, καθώς η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σαφές πως ό,τι συμβαίνει εκτός συνόρων την αφορά και την επηρεάζει άμεσα. Αυτονόητο και παραδεκτό ακόμη και από όσους δεν ασχολούνται ιδιαιτέρως περί τα πολιτικά.

Εν τούτοις, αυτή η προσέγγιση μπορεί, επίσης, να είναι παραπλανητική, στο βαθμό που συνεπιφέρει μια νέα διαίρεση του κόσμου: μας αφορά τι συμβαίνει στην Ευρώπη, αλλά εξακολουθούμε να θεωρούμε πολύ μακρινό ό,τι συμβαίνει πέρα από τη «γειτονιά μας», δηλαδή πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Και πάντως, και τα συμβάντα στα όρια της «γειτονιάς» μας συνήθως τα προσλαμβάνουμε με τρόπο παρομοίως αποσπασματικό: λέμε, λ.χ., ότι μια αναταραχή στη Μ. Ανατολή θα επηρεάσει δυσμενώς τον ελληνικό τουρισμό ή ότι η είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει τις τάδε συνέπειες στην ελληνική οικονομία. Μάθαμε να σκεφτόμαστε καθολικότερα, αλλά δεν έχουμε ακόμη υιοθετήσει την οικουμενική ή την παγκόσμια προοπτική – εκτός κι αν πρόκειται για την αύξηση των τιμών του πετρελαίου, για το φόβο μιας επιδημίας ή για την απειλή της τρομοκρατίας. Και, αρκετοί από μας καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που γίναμε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χάσαμε την αυτονομία και την αυτοτέλειά μας, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι στην εναντία περίπτωση τα πράγματα θα ήταν καλύτερα – τουλάχιστον δεν θα μας άγγιζαν οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το «διευθυντήριο των Βρυξελλών».

Όμως, το να ασχολούμαστε με υποθέσεις του μη-πραγματικού είναι χαμένος χρόνος – δεν μπορούμε να τις επαληθεύσουμε και απλώς βασίζουμε σ’ αυτές διάφορα παρηγορηρικά σενάρια. Από την άλλη, υπήρξε άραγε εποχή κατά την οποία ήμασταν πράγματι άτρωτοι απέναντι στις διεθνείς εξελίξεις, ανεπηρέαστοι από την πολιτική που εκπορευόταν από «ξένα κέντρα»;

Αν σκεφτούμε την ίδια τη δική μας ιστορία με άλλους όρους, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε, τουλάχιστον όχι τους δύο τελευταίους αιώνες. Η ελληνική επανάσταση του 1821, λ.χ., ήταν «τοπικό ζήτημα»; Ναι, διότι αφορούσε τη συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους κλπ. και δεν έγινε σε συνεννόηση με άλλους υπόδουλους λαούς – παρά το όραμα του Ρήγα. Έξοχα: γιατί λοιπόν πήρε πάνω από επτά χρόνια για να διευθετηθεί το πρόβλημα; Α, θα απαντήσει κανείς, επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήθελαν την αλλαγή του status quo στην περιοχή, εξαιτίας του περίφημου «Ανατολικού Ζητήματος»· επιπλέον, η Ιερά Συμμαχία δεν επιθυμούσε τη δημιουργία εθνικών κρατών και δημοκρατικών πολιτευμάτων στην Ευρώπη. Να, λοιπόν, που το πρόβλημα δεν ήταν τοπικό, από την άποψη ότι εξαρχής εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας καθολικότερης πραγματικότητας.

Πάμε παρακάτω. Μετά από μια ταραγμένη εικοσαετία πολιτικής αστάθειας (που δεν ήταν διόλου άσχετη με ό,τι συνέβαινε εκτός συνόρων), το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα η στρατιωτική δικτατορία: Έλληνες πήγαιναν στα ξερονήσια και έφτυναν αίμα στα κολαστήρια της οδού «Μπουμπουλίνας». Τοπικό το πρόβλημα; Από μιαν άποψη όχι, διότι εκείνη την εποχή, οι δικτατορίες ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια σε πολλές χώρες του κόσμου. Σύμπτωση; Θεϊκή δοκιμασία; Ιδιοτροπία της ιστορίας; Ή μήπως εκφάνσεις μιας συγκεκριμένης πολιτικής που εκπορεύτηκε από μιαν ορισμένη χώρα ή από ένα ορισμένο κύκλωμα συμφερόντων;

Φυσικά, τα ιστορικά παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Αρκούν όμως αυτά τα δύο για να δούμε πως η απομόνωση μιας χώρας από τον περίγυρό της και ενός προβλήματος από το διεθνές περιβάλλον συνήθως οδηγεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα, διότι καταλήγει σε αποσπασματική και μερική σύλληψη της πραγματικότητας. Και, αν διαβάσουμε την ιστορία μ’ αυτό το πνεύμα, θα καταλάβουμε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, χωρίς να χρειαζόμαστε μια «θεωρία συνωμοσίας» για να μας λύσει τις απορίες. Ακόμη και την εποχή που θριάμβευαν τα εθνικά κράτη (19ος αι.), η πολιτική πρακτική έτεινε προς τη δημιουργία καθολικότερων δομών, έστω και σε εξωθεσμικό ή άτυπο πλαίσιο. Η Ιερά Συμμαχία μπορεί να διαλύθηκε, αλλά τη θέση της πήραν οι περίφημες «Μεγάλες Δυνάμεις», που αποφάσιζαν αν η Κρήτη θα δοθεί στην Ελλάδα ή αν ήρθε επιτέλους ο καιρός να διαλυθεί η οθωμανική αυτοκρατορία· κι ενώ στην Ευρώπη πολλαπλασιάζονταν τα εθνικά κράτη, ο κόσμος χωριζόταν με βάση την αποικιοκρατική λογική των ισχυρών. Η Βρετανία είχε λόγο σε πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή από εκείνην που περιέκλειαν τα εθνικά της σύνορα, και η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία έκαναν το ίδιο. Αργότερα, οι αποικίες έδωσαν τη θέση τους στις «σφαίρες επιρροής», ύστερα (μετά τη Γιάλτα) ακολούθησαν το ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η ΕΟΚ. Η ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων (τουλάχιστον) δεν ήταν παρά η προσπάθεια διαίρεσης και αναδιανομής του κόσμου μέσα από ποικίλους οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς, ενώσεις και συμφωνίες. Η απομόνωση, ακόμη κι αν ήταν επιθυμητή, στην πραγματικότητα υπήρξε μία ακόμη ουτοπία.

Αλλά, εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί εξακολουθούμε να μιλάμε για «δικά μας» προβλήματα; Στην εποχή μας, η διαδικασία της μετατροπής του γεγονότος σε είδηση είναι σχεδόν μηδενική, και η πληροφορία μπορεί να φτάσει σε όλα τα μέρη του κόσμου την ίδια περίπου στιγμή. Επομένως, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε «δυσχέρεια συνθηκών». Επιπλέον, βιώνουμε καθημερινά την εμπειρία του να είμαστε μέρος του κόσμου, με την έννοια της αντιμετώπισης των συνεπειών στις οποίες καταλήγει ένα γεγονός που συμβαίνει μίλια μακριά από τα σύνορά μας. Παρ’ όλα αυτά, ο ορίζοντάς μας παραμένει περιορισμένος. Μιλάμε ακόμη για τα «δικά μας προβλήματα» αντιδιαστέλλοντάς τα με τα προβλήματα των άλλων. Μιλάμε, λ.χ., για ανεργία, ανασφάλεια, χαμηλή ποιότητα παιδείας, εκμετάλλευση κλπ. κλπ. Αυτά όμως δεν απαντούν μόνο στην Ελλάδα. Ναι, θα σου πει ο άλλος, όμως η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επηρεάζεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες, εξελίξεις κλπ. Ωραία – όμως παρόμοια, αν όχι τα ίδια, προβλήματα υπάρχουν επίσης σε πλείστα όσα μέρη του κόσμου που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Α, θα σου ξαναπεί, είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση. Και τι είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση, δηλαδή; Μέγεθος αυτόνομο, με ιδίαν βούλησιν; Πώς δημιουργείται; Και, τι σόι «παγκόσμια οικονομική κρίση» είναι αυτή όταν οι τράπεζες, λ.χ., έχουν 120% κέρδος και οι πετρελαϊκές εταιρίες θησαυρίζουν με τρελούς ρυθμούς; Το γεγονός ότι πέντε-δέκα πολυεθνικές εταιρίες ελέγχουν ολόκληρο τον κόσμο δεν έχει σχέση; Ότι αυτές οι εταιρίες μπορούνε να πάνε σε οποιαδήποτε χώρα, ν’ ανοίξουν ένα εργοστάσιο, να φέρουν εργάτες από άλλη χώρα (επειδή είναι φτηνότεροι) για να το λειτουργήσουν και ανά πάσα στιγμή να τους απολύσουν (και να τους αφήσουν στην τύχη τους) επειδή βρήκαν ακόμη φτηνότερα εργατικά χέρια ή επειδή απεφάσισαν να το κλείσουν δεν σημαίνει τίποτα; Υπάρχουν πολλοί που σκέφτονται ότι αυτά συμβαίνουν στη Νοτιοανατολική Ασία στην Αφρική, στις χώρες του Τρίτου Κόσμου – εμείς είμαστε «Ευρώπη», συνεπώς δεν κινδυνεύουμε. Κατ’ αρχάς, αντίστοιχη είναι και η πραγματικότητα εντός της Ευρώπης (μόνο που η τάση είναι να πέφτει το βάρος των ευθυνών στους μετανάστες και όχι στις εταιρίες) – όμως και πάλι δεν είναι αυτό το ζήτημα (χώρια που το εν λόγω σκεπτικό θυμίζει τη στάση πλείστων όσων στα χρόνια του μεσοπολέμου, που ενώ έβλεπαν τη σκιά του φασισμού να απλώνεται, έλεγαν «α, δεν μας αφορά, είναι υπόθεση της Γερμανίας, εμείς δεν κινδυνεύουμε»). Όσο η κυρίαρχη λογική είναι οικονομικού χαρακτήρα και στοχεύει στον πολλαπλασιασμό του κέρδους και στη μείωση του κόστους παραγωγής, κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο (δηλαδή κανείς από εκείνους που βρίσκονται στους αντίποδες της οικονομικής ισχύος) και κανείς δεν είναι ασφαλής. Τα σύνορα έχουν πέσει προ πολλού, αν και παραμένει αμφίβολο κατά πόσο υπήρχαν προκειμένου για την οικονομική πραγματικότητα. Η φράση «δικά μας προβλήματα» έχει ήδη αποκτήσει νέο νόημα, δεν αναφέρεται στους ομοεθνείς, αλλά σ’ αυτούς που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, άσχετο αν είναι «Μαύροι, Πράσινοι, Κιτρινωποί».

Όχι, δεν κηρύσσω την παγκόσμια επανάσταση ούτε παραπέμπω στο παλαιό εκείνο σύνθημα «προλετάριοι όλου του κόσμου, ενωθείτε». Ο «χρωματισμός» ιδεών και αντιλήψεων είναι επίσης πολύ της μόδας: βολεύει να δώσεις στον άλλον έναν χαρακτηρισμό, να του κολλήσεις μια «ετικέτα» και να τον βάλεις στην άκρη. Η αρχή της δικαιοσύνης, ως ηθική αρχή, υπήρχε αιώνες πριν από τον Μαρξ και θα εξακολουθήσει να υπάρχει, με ή χωρίς αυτόν. Και είναι μια αρχή που παραβιάζεται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, με τη μεγαλύτερη δυνατή συχνότητα, σε κάθε μέρος του κόσμου, ενός κόσμου (συνεπώς) ουσιωδώς και θεμελιωδώς ανήθικου, γεμάτου από πάσχοντες ανθρώπους, ενόχου για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην Ήπειρο. Τι θα είχε άραγε να πει κανείς σήμερα στους «νέους της Σιδώνος»; (Αλλά ξέχασα· εδώ και μερικές εβδομάδες, η Σιδώνα δεν υπάρχει πια).

.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:29 π.μ. | Ενθύμιον | 8 σημειώσεις
Πέμπτη, Αυγούστου 03, 2006
Σε τρίτο πρόσωπο

Υπάρχουν στιγμές που δεν μπορείς να γράψεις παρά μόνο σε τρίτο πρόσωπο – η φωνή του γηραιού καθηγητή τρύπωσε στ’ αυτιά της, ενοχλητικά έρρινη, με τον υπόκωφο ασθματικό συριγμό της. «Ως ίππος ασθματικός», σκέφτηκε χαμογελώντας, ενώ τα δάχτυλά της δοκίμαζαν έναν καινούριο χορευτικό ρυθμό στα πλήκτρα της παλιάς Remington. Έτσι ένιωθε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να γράψει: πως έκανε εξάσκηση σε νέες χορευτικές φιγούρες και η μελωδία του κειμένου προσδιόριζε το είδος του χορού – ή αντίστροφα.

Περπάτησε τα δάχτυλά της πάνω-κάτω στα πλήκτρα, σαν να έπαιζε πιάνο, όμως ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με κοφτό πυροβολισμό. Ναι, κι αυτή η εικόνα της άρεσε. Στόχος, σημάδι, οπλίζεις, πυροβολείς. Μια παλιά Remington είχε ο πατέρας της. Το ξύλινο κοντάκι με βαθιές καρυδένιες αποχρώσεις· η κάνη κρατούσε τη μυρωδιά του μπαρουτιού πολλή ώρα μετά τον πυροβολισμό – ήθελε καθάρισμα και λάδωμα για να μη διαβρωθεί το μέταλλο. Κάθε γράμμα μια σφαίρα, κάθε λέξη ένας πυροβολισμός, ύστερα, πυρά καταιγιστικά, αν ο ρυθμός επιταχυνόταν.

Μόνο σε τρίτο πρόσωπο. Έκλεισε τα μάτια της. Η παλιά Remington είχε βρεθεί πεταμένη πιο πέρα. Τα δάχτυλα κινήθηκαν στα πλήκτρα.

Ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου

Το όνειρο ανοίγει τον ασκό του id, όπου καραδοκούν τα ένστικτα, id, αν το γράψεις με κεφαλαία ID, Ι.D., δελτίο ταυτότητος, στην πραγματικότητα είσαι αυτό που δεν επιτρέπεται. Αλλά το όνειρο αυτό δεν είναι το όνειρο της πρώτης του έτους του δυστυχισμένου Ιωάννη Παύλου, που ο πανούργος Κάρολος έκαμε χριστουγεννιάτικο, υπόσχεση σωτηρίας δια της στενής ατραπού της μετανοίας, «Μετανοείτε! Μετανοείτε!», δηλαδή «μετα-νοείτε», «μετά νοείτε», «μετά καταλαβαίνετε», κι εκείνη η τρελή μάγισσα έφτιαξε ένα αρχαιοπρεπές ρητό «Μετανοείτε κάλλιον ή παρανοείτε», που θα πει «καλύτερα να μετανιώνεις, παρά να καταλαβαίνεις λάθος», αλλά εκείνο που έλεγε στ’ αλήθεια ήταν «καλύτερα να καταλαβαίνεις μετά, παρά να καταλαβαίνεις λάθος». Και καταπιάστηκε γελώντας χαιρέκακα να φτιάξει ένα ποίημα που να μην το καταλαβαίνουν παρά μόνο τέσσερις άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε ήρθαν αυτοί με τους εκτυφλωτικούς προβολείς και την άρπαξαν – Τι σημαίνει ο κώδικας, ζητούσανε να μάθουν, και ποιοι είναι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, το ξέρουμε ότι συνωμοτείτε, ποια είσαι εσύ, ποια. Εκείνη είπε, κι αυτοί ξαναρώτησαν – Ποια είσαι στ’ αλήθεια ποιο είναι το ID σου, I am nobody, είπε τότε αυτή, και πάλι δεν την πίστεψαν και ο όχλος από κάτω φώναξε She is a witch, burn her! Αλλά τότε πετάχτηκε ένας – Περιμένετε, εκραύγασε, πρέπει να περιμένουμε, δεν είπε ποιον, όμως όλοι κατάλαβαν και σταυροκοπήθηκαν στη μνήμη του προφήτου Σαμουήλ, που είχε γράψει για τον αναμενόμενο και μη ποτε ερχόμενο, αυτός ο Σαμουήλ έπρεπε να γίνει άγιος και όχι ο άλλος ο συνονόματός του ο Θωμάς που τονε σφάξανε στην εκκλησιά τα τσιράκια του Ερρίκου Β΄. Ο ένας ήταν ιρλανδός και κάποτε μια άλλη μάγισσα, με γαμψή μύτη, του είχε πει πως στην προηγούμενη ζωή του δεν ήταν παρά ένας αγύρτης από τη Γάνδη, που εξαπατούσε τον κόσμο με ψέματα, αλλά τον πίστευαν, τι παράξενο, ενώ την Κασσάνδρα που έλεγε πάντα αλήθεια δεν την πίστευε κανείς, όμως η Κασσάνδρα προφήτευε θάνατο, ενώ ο ιρλανδός την έλευση κάποιου που δεν θα ερχόταν, μα δεν είναι το ίδιο, δεν είναι το ίδιο;

Η παλιά Remington είχε βρεθεί πεταμένη πιο πέρα. Ο πατέρας χωρίς πρόσωπο, δεν μπορεί παρά να ήταν νεκρός, κανείς ζωντανός δεν θα βρισκόταν τόση ώρα σ’ αυτή τη θέση. Έμοιαζε με βροντή. Έτσι νόμισε. Οι καταιγίδες εκεί ήτανε μανιασμένες. Είχε τραβήξει την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι της, είχε κλείσει τα μάτια της σφιχτά, Γιαλό-γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε, τραγουδούσε να μην ακούει τις βροντές, η φωνή της να τις σκεπάζει, αλλά ήταν ησυχία, τόση ησυχία που άρχισε να τραγουδάει όλο και πιο δυνατά, κι όταν το τραγούδι τέλειωσε, άρχισε να προσεύχεται, ας βρέξει θεέ μου, ας ρίξει κεραυνούς, μέχρι που πετάχτηκε ξυπόλυτη και βγήκε στο διάδρομο, και μετά στο σαλόνι και είδε τον πατέρα της δίχως πρόσωπο, πεσμένο στο χαλί, το χαλί είχε γίνει κόκκινο, κόκκινο χαλί είχε στρώσει η Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα, σημείο που προετοιμάζει την τελετουργία του φόνου, αχ, εγώ έπρεπε να σε σκοτώσω, εγώ έπρεπε να σε σκοτώσω πατέρα, τα παιδιά σκοτώνουν τους γεννήτορες, και η παλιά Remington πεταμένη πιο πέρα.

Και τότε η μάγισσα ξέφυγε από το πλήθος που είχε γονατίσει και προσευχόταν περιμένοντας, και μ’ ένα κροτάλισμα των δαχτύλων χάθηκε από ανάμεσά τους, ένας καπνός την έκρυψε και βρέθηκε στην κορφή του Χαρτς, που ήταν μαζεμένες όλες οι μάγισσες και φτιάχνανε τα φίλτρα τους για να τρελάνουν τους ανθρώπους, τι μοχθηρό γένος, δεν καταλάβαιναν πόσο εύθραυστο πράγμα ήταν ο νους, και την καημένη την Κλάρα την κλείσανε σ’ ένα δωμάτιο τρελοκομείου, ένα γαλάζιο δωμάτιο, εκεί την είδε ο Γιωργής, και κατάλαβε, όλα τα κατάλαβε, όχι δεν είχε πεθάνει η Κλάρα, είχε τρελαθεί, όπως τρελάθηκε κι εκείνος κι ο Μιχαήλ κι ο Ρώμος κι ο Φρειδερίκος, πολλοί, πολλοί ακόμη, τα φίλτρα των μαγισσών ήτανε δυνατά εκείνον τον καιρό. Αλλά, πόσοι και πόσοι δεν θεραπεύτηκαν μ’ αυτά από τη νόσο του αιώνος, πόσοι γλιτώσανε, όσοι δεν πρόλαβαν να πιουν σκοτώθηκαν στον πόλεμο, όμως όσοι προλάβανε, ταξίδεψαν στα τέσσερα σημεία, στα πέρατα της οικουμένης, κι είδαν πράματα θαυμαστά κι όταν γυρίσανε, τα λέγανε, σαν παραμύθι, σαν όνειρο

Τα δάχτυλα αιωρήθηκαν μιαν ανάσα πάνω από τα πλήκτρα. Σαν το αρπακτικό που ζυγιάζεται στον αέρα καραδοκώντας τη λεία του. Η δική της λεία θα ήταν η τελευταία πρόταση.

- Ακόμη δεν ξάπλωσες, καλή μου;

Ο γηραιός καθηγητής πλησίασε χαμογελώντας. Είχε αλλάξει το συνηθισμένο σκούρο σακάκι, με τα πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες, τα πέτα τριμένα, όμως πάντα έδενε τη γραβάτα του πολύ προσεκτικά, τέλειος κόμπος, και στο τσεπάκι έβαζε ένα σκούρο βυσινί μαντίλι, διπλωμένο τριγωνικά, παρ’ όλα αυτά απόψε φορούσε άσπρη στολή νοσοκόμου, μαλακά δερμάτινα παπούτσια, για να μην ακούγονται τα βήματά του, της έτεινε ένα μικρό πλαστικό ποτηράκι, «Ώρα για τη ροζ καραμελίτσα», της είπε τρυφερά, τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω, «Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, δεν τελείωσα», κι εκείνος είπε «Δεν πειράζει, αύριο, αύριο πάλι» - τα δάχτυλά της όρμησαν κάθετα στα πλήκτρα, καταιγισμός πυρών, η καταιγίδα που δεν είχε ξεσπάσει εκείνη τη νύχτα –

Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

Ο καθηγητής έρριξε μια ματιά στο κείμενο.

-Δεν νομίζεις πως τελειώνει κάπως απότομα; ρώτησε σουφρώνοντας τα φρύδια του, όμως εκείνη στριφογύριζε κιόλας τη ροζ καραμελίτσα ανάμεσα στα δόντια της – «Αύριο, αύριο πάλι», μουρμούρισε και σύρθηκε στο κρεβάτι.

Η νοσοκόμα τράβηξε το κάλυμμα της Remington. Δεν ήταν παρά μια ξεχαρβαλωμένη γραφομηχανή, άχρηστη, αφού εδώ και χρόνια είχε σπάσει το έλασμα που συγκρατούσε το χαρτί πάνω στον κύλινδρο.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 2:59 π.μ. | Ενθύμιον | 18 σημειώσεις