Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2006
Don't think; keep moving (ή: Μυστικά και ψέματα)

Μη σκέφτεσαι· προχώρα, λέει ο ηρωικός John McLoughlin – κατά κόσμον, Nicolas Cage – στην ταινία του Oliver Stone, World Trade Center. Ακόμη κι αν δεν γίνει το αγαπημένο motto των Αμερικανών, αποτελεί την πιο περιεκτική και εύστοχη περιγραφή της πολιτικής του George W. Bush, Jr. Μη σκέφτεσαι· προχώρα: στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στο Λίβανο, ίσως στη Συρία, στο Ιράν – μέχρι την άκρη του κόσμου· α, και οπωσδήποτε στην Αφρική, αφού προσφάτως ο αντιπρόεδρος Dick Cheney είπε ότι οι Η.Π.Α. οφείλουν να αναλάβουν την αστυνόμευση της ηπείρου, επειδή και εκεί υπάρχουν τρομοκρατικοί πυρήνες.

Αλλά, η ίδια φράση, διατυπωμένη όπως είναι στην προστακτική, ισοδυναμεί και με ένα είδος «οδηγίας» προς τους Αμερικανούς (και όχι μόνο) θεατές (και πολίτες): μη σκέφτεσαι. Διότι, αν σκεφτείς, θα θυμηθείς, θα διαπιστώσεις ή θα μάθεις ότι η πρώτη ανατίναξη μη στρατιωτικού αεροπλάνου από τρομοκράτες έγινε στις 6 Οκτωβρίου του 1976 και ότι από τους 73 επιβάτες δεν σώθηκε κανείς· και, ότι αυτοί οι τρομοκράτες δεν ήταν Άραβες, αλλά Κουβανοί και Αμερικανοί που είχαν στόχο την ανατροπή του Κάστρο.

Παρ’ όλο που κάποιοι δικάστηκαν τότε, οι πρωτεργάτες του εγκλήματος, ο Luis Posada Carriles και ο Orlando Bosch, παραμένουν ατιμώρητοι. Ο Posada προστατεύεται από την αμερικανική κυβέρνηση, που αρνείται να τον εκδώσει στη Βενεζουέλα για να δικαστεί, με το επιχείρημα ότι στη Βενεζουέλα οι φυλακισμένοι υφίστανται βασανιστήρια. Όσο για τον Bosch, έλαβε χάρη από τον George W. Bush, παρά την αντίθετη γνωμοδότηση του υπουργείου Δικαιοσύνης· έτσι, σήμερα ζει ελεύθερος στο Μαϊάμι και δίνει συνεντεύξεις, δηλώνοντας περήφανος για το ρόλο του στην ανατίναξη του αεροπλάνου.

Αλλά, η ιστορία δεν τελειώνει στη δεκαετία του 1970, όταν οι τρομοκράτες είχαν στόχο την αναπτυσσόμενη τουριστική βιομηχανία της Κούβας. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1997, η αμερικανική κυβέρνηση χρηματοδότησε τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις σε ξενοδοχεία και εστιατόρια της Αβάνας. Είναι δε γνωστό ότι αυτές οι τρομοκρατικές ομάδες, που ενεργούν για την ανατροπή του Κάστρο, έχουν ως βάση τη Φλόριδα και έχουν στήσει ένα δίκτυο παρόμοιο με το αντίστοιχο της Αλ Κάιντα. Κατά καιρούς, μάλιστα, η αστυνομία έχει συλλάβει μέλη αυτού του δικτύου για παράνομη κατοχή βαρέος οπλισμού· κατά τη δίκη, όμως, οι συνήγοροί τους επέμεναν ότι οι κατηγορούμενοι ενεργούσαν με την πλήρη γνώση και υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης (και ουδείς αρμόδιος βγήκε να το διαψεύσει). Κατά πόσον είναι αναμεμειγμένη σ’ όλα αυτά η Επιτροπή για την Ενίσχυση μιας Ελεύθερης Κούβας (Commission for Assistance to a Free Cuba) δεν γνωρίζω· όμως επικεφαλής της εν λόγω επιτροπής είναι η Κοντολίζα Ράις.

Ώστε, η αμερικανική κυβέρνηση, που έχει αποδυθεί σ’ έναν υπεράνθρωπο και μέχρις εσχάτων αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας, υποστηρίζει τρομοκράτες; Ας μην εκπλαγεί κανείς· διότι, στη δεκαετία του 1970, λ.χ., η αμερικανική πολιτική ρητορική ήταν πλήρης δημοκρατικών ιδεών και διακηρύξεων, παρ’ όλα αυτά η CIA έστηνε δικτατορίες σε όποιες χώρες χρειαζόταν να υπάρχει μια «φιλική» κυβέρνηση. Σήμερα, οι δικτατορίες κοστίζουν· είναι πιο οικονομικό να δημιουργείς φιλικό κλίμα, εκμεταλλευόμενος τα μέσα που σου παρέχει το Hollywood και τα τηλεοπτικά δίκτυα. Είναι γνωστό και αποδεδειγμένο ότι το κοινό ξεχνάει ένα γεγονός, όταν του δώσεις μια καινούρια είδηση. Ο πρόσφατος πόλεμος στο Λίβανο υποκατέστησε το Ιράκ στη διεθνή ειδησεογραφία· ύστερα, η αποτροπή της βομβιστικής επίθεσης στο Λονδίνο, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από το Λίβανο στην επιτυχία των βρετανικών αντιτρομοκρατικών υπηρεσιών. Βέβαια, τούτο το τελευταίο είχε τα προβλήματά του: διότι, ναι, εξηρθρώθη ο τρομοκρατικός πυρήνας, πλην εξηρθρώθη από την αστυνομία και εντός βρετανικού εδάφους, τουτέστιν δεν χρειάστηκε να γίνει πόλεμος σε μια χώρα της Μέσης Ανατολής. Αλλά, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που κατά πάσα πιθανότητα περνούν απαρατήρητες από τους θεατές – ιδίως τους αμερικανούς, οι οποίοι θεωρούν αληθινό μόνον ό,τι προβάλλεται στην τηλεοπτική οθόνη, κυρίως στο CNN. Don’t think; keep moving.

Η σχέση της αμερικανικής κυβέρνησης με τρομοκράτες είναι μυστικό· κοινό μυστικό, ενδεχομένως, αλλά πάντως μυστικό. Αν τυχόν αποκαλυφθεί, η λύση είναι έτοιμη: ένας υπερπατριωτικός λόγος του προέδρου, μια καινούρια είδηση που θα στοχεύει στην αναμόχλευση του τρόμου, μια χολυγουντιανή παραγωγή που θα δείχνει ότι ο πραγματικός τρομοκράτης είναι ο Κάστρο, και βέβαια η άμεση ή λανθάνουσα σύνδεση των πάντων με την επίθεση στους δίδυμους πύργους, στο πλαίσιο μιας αποκρυφιστικής λογικής που διακηρύττει ότι «όλα έχουν σχέση μεταξύ τους».

Η επίθεση της 11/9 έχει ήδη περάσει στη βιομηχανία του Hollywood, έτοιμη να αποτελέσει σημαντικό τμήμα της αμερικανικής μυθολογίας (δεν χρησιμοποιώ τον όρο με την έννοια του «ψεύδους», αλλά ως εμπεριέχοντα την αρχετυπική αντίθεση καλού-κακού, τη φύση και τη δράση του ήρωα κλπ.)

Πρόσφατα, προβλήθηκαν οι ταινίες World Trade Center του Oliver Stone και United 93 του Paul Greengrass. Δεν είναι οι πρώτες απόπειρες κινηματογραφικής ερμηνείας του γεγονότος: το 2003, προβλήθηκε στις Η.Π.Α. η τηλεοπτική μίνι σειρά DC 9/11: Time of Crisis, σε σκηνοθεσία Brian Trenchand-Smith (όποιος άντεξε, θα την είδε στο Alter πριν από μερικές εβδομάδες). Ρητορικότατη και εξώφθαλμα προπαγανδιστική, είχε στόχο ν’ αναδείξει την «ηρωική» και ταυτόχρονα «ανθρώπινη» διάσταση του Bush – κοινώς να κατασκευάσει κάτι που δεν υπάρχει, πλην στη μυθοπλασία όλα επιτρέπονται. Άλλωστε, ένα από τα προσφιλέστερα μοτίβα του Hollywood είναι αυτό του ηρωικού και αδιάφθορου προέδρου (βλ., λ.χ., την ταινία Indipendence Day) – με τη διαφορά ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ταύτιση του κινηματογραφικού Bush με τον πραγματικό ολίγον απείχε από τα όρια του κωμικού, εξαιτίας της ανεπάρκειας του δεύτερου. Πιθανόν αυτός να ήταν ο λόγος που το DC 9/11 δεν κατάφερε να επιτελέσει το στόχο του και ουσιαστικά πέρασε στην αφάνεια.

Υποπτεύομαι ότι παρόμοια θα είναι η τύχη της ταινίας United 93. Η υπόθεση αναφέρεται στην τέταρτη τρομοκρατική επίθεση σε αεροπλάνο στις 11/9. Η αφήγηση (σε πραγματικό χρόνο) καλύπτει τα γεγονότα της αεροπειρατείας από τέσσερις Άραβες και τη συντριβή του σκάφους στο Shaksville της Pennsylvania. Βασισμένη εν μέρει σε πραγματικές μαρτυρίες (λ.χ., στα τηλεφωνήματα που έκαναν οι επιβάτες στους οικείους τους), η ταινία δείχνει, βέβαια, την αυτοθυσία των επιβατών που κατάφεραν να αλλάξουν την προγραμματισμένη από τους τρομοκράτες πορεία του αεροπλάνου προς την αμερικανική πρωτεύουσα. Εν τούτοις, το τραγικό τέλος (καταστροφή) δεν επιτρέπει την επί μακρόν ιδεολογική αξιοποίηση του United 93: οι ήρωες της αμερικανικής μυθολογίας δεν πρέπει να σκοτώνονται.

Με το World Trade Center τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Όσοι θυμούνται τον Oliver Stone από τις παλαιές εικονοκλαστικές ταινίες του (Platoon, Born on the 4th of July, JFK) αντίκρισαν έναν καινούριο, μάλλον άγνωστο, σκηνοθέτη· και, όσοι φοβούνταν την κινηματογραφική του ματιά στην 11/9, σίγουρα ανακουφίστηκαν. Διότι, ο Stone έφτιαξε μια ταινία απολύτως συμβατική και «πολιτικώς ορθή»: το έθνος, ο πρόεδρος, οι ήρωες, η σημαία. Ο κριτικός Anthony Kaufman παρατήρησε ότι ο κάποτε ανατρεπτικός σκηνοθέτης ουσιαστικά εξυμνεί «την εξουσία, το θεό και τον Bush», παρουσιάζοντας έναν «ευκολοχώνευτο μύθο του αμερικανικού ηρωισμού» με ένα σχεδόν ευτυχές τέλος: οι διασώστες (Nicolas Cage κ.ά.) είναι οι αναμφισβήτητοι ήρωες και το τελευταίο πλάνο εστιάζεται στην αμερικανική σημαία που κυματίζει πλήρης συμβολισμών.

Έχει επισημανθεί ότι η διαφημιστική εκστρατεία της παραγωγού εταιρίας Paramount για την προώθηση της ταινίας στόχευε σε δύο κοινωνικές ομάδες: τους εφήβους και τη χριστιανική Δεξιά. Φαίνεται, όμως, πως η χριστιανική Δεξιά είχε κιόλας ετοιμάσει τη δική της επίθεση. Στις 10/9/2006 άρχισε στο ABC η προβολή της τηλεοπτικής μίνι σειράς με τίτλο The Path to 9/11 (παραγωγής του ABC και της Walt Disney), όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, η προηγούμενη κυβέρνηση Clinton παρουσιάζεται υπεύθυνη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9, επειδή είτε αγνόησε τις απειλές της Αλ Κάιντα είτε σταμάτησε τις επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν εξουδετερώσει τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Ήδη έχουν προκληθεί αντιδράσεις στο κόμμα των Δημοκρατικών, κυρίως εκ μέρους των μελών της τότε κυβέρνησης. Είναι δε τουλάχιστον ενδιαφέρουσες οι σχέσεις των παραγόντων της σειράς με κύκλους της χριστιανικής Δεξιάς και με τον David Horowitz.

Ο David Horowitz, συγγραφέας, εκδότης και νυν δεξιός ακτιβιστής, άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία από μαοϊκές οργανώσεις, όταν ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο Columbia. Πλην, μετά το Βιετνάμ, επανήλθε στο δρόμο του θεού. Από το 1992, οπότε ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση Clinton, ξεκίνησε τη δημιουργία ενός πολιτικά ενεργού δεξιού δικτύου στο Hollywood. Ίδρυσε το «Κέντρο Ελευθερίας» (David Horowitz Freedom Center) που αργότερα μετονομάστηκε σε «Κέντρο Μελέτης Μαζικής Κουλτούρας» (David Horowitz Center for the Study of Popular Culture) – επιβεβαιώνοντας ότι γνωρίζει πολύ καλά ποιος καθορίζει τις νοοτροπίες και τις τάσεις της κοινής γνώμης. Ένα από τα θέματα της πολιτικής ατζέντας του εν λόγω Κέντρου είναι η σύνδεση της κυβέρνησης Clinton με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9.

Στην προσπάθειά του να απαλλάξει το Hollywood από τους επικίνδυνους προοδευτικούς, ο Horowitz βρήκε ένα σημαντικό σύμμαχο. Πρόκειται για τον David Cunningham, που συμπτωματικά είναι ο σκηνοθέτης της σειράς The Path to 9/11. Αυτός ο David Cunningham είναι γιος του Loren Cunningham, ο οποίος είχε ιδρύσει τη δεξιά ευαγγελική οργάνωση «Νεολαία με Αποστολή» (Youth With A MissionYWAM)· η οργάνωση αυτή προσπάθησε να αποκτήσει επιροοή στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων στη δεκαετία του 1980. Ο πατήρ Cunningham ήταν υποστηρικτής των αυταρχικών καθεστώτων της Ν. Αφρικής και της Κεντρικής Αμερικής και επίσης ένθερμος οπαδός της «Χριστιανικής Αναδόμησης» (Christian Reconstructionism), ενός ακραίου κινήματος ευαγγελικών θεολόγων, που υπερασπιζόταν τη χρήση μυστικής πολιτικής δράσης ώστε οι Η.Π.Α. να εγκαταλείψουν το Σύνταγμα και να τεθούν υπό τον έλεγχο του Βιβλικού νόμου. Μάλιστα, ίδρυσε ένα σχολείο για την εκπαίδευση των νεαρών μελών της οργάνωσης, όπου, σύμφωνα με τις καταγγελίες ενός πρώην μαθητή, οι εκπαιδευτικές μέθοδοι θύμιζαν «πλύση εγκεφάλου». Ο υιός Cunningham, με τη σειρά του, ίδρυσε μια βοηθητική ομάδα, το «Ινσιτούτο Κινηματογράφου» (The Film Institute)· αποστολή του ήταν η επίτευξη του μετασχηματισμού και της επανάστασης, κατά τις θεϊκές επιταγές, στην κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, φρόντισε να τοποθετήσει νέους από την YWAM σε λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές θέσεις στο Hollywood· ως γνωστόν, «τα κάστρα παίρνονται από μέσα».

Με δεδομένο ότι το Hollywood δεν ήταν ποτέ προοδευτικό (ή κι αν ήταν, τούτο συνέβη για σύντομο χρονικό διάστημα και πάντως σε ήπιους τόνους), αναρωτιέται κανείς πόσο πιο συντηρητικό θα μπορούσε να γίνει. Προφανώς, υπάρχουν αρκετά περιθώρια. Η θεματοποίηση της καταστροφής και του τρόμου από τον αμερικανικό κινηματογράφο και η αναμφίβολη κυριαρχία των υπεράνθρωπων ηρώων (δεν είναι τυχαία η επιστροφή του Superman) προσφέρονται για άπειρους συνδυασμούς· από την άλλη, το πλαίσιο της «σύγχρονης απειλής» παρέχει (φαινομενικά) νέες πλοκές.

Όπως επεσήμανε ο William Greider (14.8.2006, The Nation.com), η θεματοποίηση και η ανακύκλωση (στην ειδησεογραφία ή στον κινηματογράφο), του τρόμου, πραγματικού ή φαντασιακού, περιορίζει την αμερικανική πολιτική στα πιο πρωτόγονα ανακλαστικά της, όπου το ζητούμενο δεν είναι η σκέψη αλλά η δράση και μάλιστα η άμεση και αποτελεσματική: ό,τι επιθυμεί και εκπροσωπεί ο νυν πρόεδρος των Η.Π.Α. Παρήλθαν πλέον οι εποχές που ακόμη και οι υπεράνθρωποι ήρωες θα είχαν ηθικούς δισταγμούς για το αν η ωφελιμιστική αρχή «σκοτώνω δέκα για να σωθούν εκατό» είναι εν τέλει ορθή· τώρα, ακόμη και η σκέψη είναι προδοσία: Dont think; keep moving.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:43 π.μ. | Ενθύμιον | 22 σημειώσεις
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006
Benedicite

Ο εκπρόσωπος του θεού επί γης, ο έχων και το αλάθητο, έκανε δηλώσεις περί της επιθετικότητος του Ισλάμ. Ο ισλαμικός κόσμος αντέδρασε – και ας μη βιαστεί κανείς να σχολιάσει τοιαύτην έλλειψιν ανεκτικότητος, διότι δεν είναι πολύς καιρός που ο χριστιανικός κόσμος ήτο αναστατωμένος εξαιτίας του Κώδικα Ντα Βίντσι. Κατόπιν τούτου, ο άγιος πατέρας εξέφρασε τη λύπη του για τις προκληθείσες αντιδράσεις και που κάποιοι παρερμήνευσαν τα λεγόμενά του – πάντως, για τις δηλώσεις του καθαυτές δεν έδειξε να στενοχωριέται και βέβαια δεν ανακάλεσε ούτε λέξη.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ποιο ήταν το νόημα και οι προθέσεις του ποντίφηκα. Θεωρώ ότι, όταν μια κρίση κινδυνεύει να παρερμηνευτεί, τότε ο εκφέρων την κρίση οφείλει να το έχει υπόψη του και να τη διατυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια· παρά το γεγονός ότι η ασάφεια είναι ένα από τα εγγενή χαρακτηριστικά της γλώσσας, είναι δυνατόν να διατυπωθούν σαφείς προτάσεις (και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία), αν ο ομιλητής το επιθυμεί. Αν μάλιστα αυτός ο ομιλητής έχει μιαν ορισμένη ιδιότητα, ειδικότητα και εξουσία, οφείλει να είναι διπλά προσεκτικός· κι αν γνωρίζει ότι τα λεγόμενά του θα εκληφθούν ως θέσφατο από εκατομμύρια ανθρώπων, τότε ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής πολλαπλασιάζεται αναλόγως.

Υποθέτω ότι όλα αυτά είναι γνωστά στους φορείς ιδιοτήτων, ειδικοτήτων και εξουσιών. Συνεπώς, δυσκολεύομαι να θεωρήσω ως «άστοχη» και «ατυχή» τη δήλωση του πάπα. Όπως δεν θεωρώ «άστοχες» και «ατυχείς» τις αναλόγου περιεχομένου δηλώσεις του αμερικανού προέδρου. Κάθε φορά που ένας πολιτικός ή θρησκευτικός ηγέτης της Δύσης μιλά απαξιωτικά για το Ισλάμ, προκαλούνται αντιδράσεις, εκτοξεύονται απειλές, γίνονται επιθέσεις – λες και ο στόχος τους είναι να τροφοδοτηθεί ο ισλαμικός εξτρεμισμός.

Έχει ήδη επισημανθεί ότι μετά την 11/9/2001, ο George W. Bush χρησιμοποιεί «οριενταλιστικό λόγο» σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. (Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τον Edward Said, ο όρος «οριενταλισμός» ιδεολογικά αναφέρεται στην πολιτισμική παραγωγή στη Δύση του «Ανατολικού άλλου», η οποία θεμελίωσε το δυτικό ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία από τις αρχές του 17ου αιώνα· γεωγραφικά, ο οριενταλισμός κάλυψε κοινωνίες από τη Β. Αφρική ως τη Μ. Ανατολή, τη Νότια και την Ανατολική Ασία. Ο οριενταλισμός βέβαια εισεχώρησε στην επιστήμη –αρχαιολογία, ανθρωπολογία – αλλά και στη μαζική κουλτούρα – ταξιδιωτική λογοτεχνία, μυθιστόρμα, κινηματογράφος κλπ). Έτσι, η περίφημη φράση του BushThe West and the Rest” αναπαράγει τη βασική διχοτομία: αφενός, η Δύση, δηλ. ο πολιτισμός, ο χριστιανισμός, η πρόοδος, ο νόμος και η τάξη, και αφετέρου, η Ανατολή, δηλ. η βαρβαρότητα, ο ισλαμισμός, η φεουδαρχία, η στασιμότητα, το χάος και η καταστροφή. Εκτός από τον πρόεδρο, πολλοί συντηρητικοί σχολιαστές αναβίωσαν την οριενταλιστική ρητορική, επιμένοντας λ.χ. ότι ο ισλαμισμός είναι ασύμβατος με τη δυτική-καπιταλιστική-δημοκρατική νεωτερικότητα (λησμονώντας, προφανώς, ότι ο Σαντάτ, ο προηγούμενος πρόεδρος της Αιγύπτου, σύμμαχος των Η.Π.Α. και ιδιαιτέρως προσφιλής στα αμερικανικά ΜΜΕ, ήταν επίσης μουσουλμάνος). Από την άλλη, προοδευτικοί αναλυτές ανά τον κόσμο δεν έπαυαν να υπογραμμίζουν ότι ο οριενταλισμός δεν μπορεί να επιβιώσει στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, παραθέτοντας μια σειρά πειστικών επιχειρημάτων – χωρίς όμως να λαμβάνουν υπόψη τη στοιχειώδη διαπίστωση, την οποία γνωρίζουν ακόμη και οι περιστατιακά ασχολούμενοι με την ιστορία των νοοτροπιών: ότι μια νοοτροπία μπορεί να είναι ενεργή επί μακρόν μετά την αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών συνθηκών από τις οποίες εξεπήγασε και καθορίστηκε (και τούτο υποχρέωσε τους μαρξιστές ιστορικούς να ξαναδιαβάσουν προσεκτικότερα τον Μαρξ, που είχε παρατηρήσει, εν τέλει, ότι το πολιτισμικό εποικοδόμημα εξαρτάται ως ένα βαθμό από την οικονομική βάση).

Οι σχέσεις της Ευρώπης με το Ισλάμ ήσαν παραδοσιακά εχθρικές, από τον 8ο-9ο αι. Η μουσουλμανική εξάπλωση δεν ερμηνεύτηκε ιστορικά ως η κίνηση ενός νέου ισχυρού πολιτισμού, αλλά ως γεγονός αφύσικο – ήταν η εξάπλωση ενός διαβολικού εχθρού. Το Ισλάμ ταυτίστηκε με μια δαιμονική θρησκεία· ο προφήτης του, ο Μωάμεθ, ήταν για τους δυτικούς ένας απατεώνας, ένας αισθησιακός βάρβαρος που προωθούσε τη νέα πίστη δια της σπάθης, υποσχόμενος αμαρτωλές ηδονές πριν και μετά θάνατον· οι Σαρακηνοί δεν ήταν παρά οι «μπράβοι του διαβόλου» - τρομακτικοί, διεστραμμένοι και βάρβαροι.

Στο Μεσαίωνα, οι δυτικοί έμαθαν περισσότερα για το Ισλάμ (και σ’ αυτό συνέβαλαν και οι «θεάρεστες» σταυροφορίες - καθαγιασμένες από τον εκάστοτε πάπα, ο οποίος μοίραζε αφειδώς αφέσεις αμαρτιών στους συμμετέχοντες)· αυτή η γνώση, πάντως, δεν εξήλειψε την αίσθηση του «εχθρικού άλλου», ενώ όσοι είχαν εξοικειωθεί με τους μουσουλμάνους και είχαν αντιληφθεί την αξία του πολιτισμού τους δεν άργησαν να χαρακτηριστούν ως επικίνδυνοι αιρετικοί (χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Ναΐτες Ιππότες· προς θεού, μην πάει ο νους σας στις διάφορες μυθολογίες που έχουν διασπαρεί από τους απανταχού συνωμοσιολόγους).

Οι μεταγενέστεροι δεν ξέφυγαν από το πλαίσιο των παγιωμένων προκαταλήψεων. Ο Cid – κατά κόσμον Rodrigo Díaz de Vivar – εθνικός ήρωας της Ισπανίας (11ος αι.), έγινε το σύμβολο της αντίστασης των χριστιανών επί των μουσουλμάνων, παρ’ όλο που δεν πολέμησε μόνο εναντίον των Μαυριτανών αλλά και εναντίον χριστιανών. Το Τραγούδι του Cid, ένα ανώνυμο έπος του 12ου αι., έχει στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία τη θέση και τη σημασία που έχουν στην ελληνική λογοτεχνία τα ακριτικά τραγούδια (αλλά, υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια: ο Διγενής Ακρίτης είναι μεικτού γένους, από μάνα χριστιανή και πατέρα Σύριο· ο συμβολισμός είναι σαφής και ας μην μας διαφεύγει ότι έχουμε να κάνουμε με την ανατολική Μεσόγειο). Ο Ισπανός πολεμιστής θα γνωρίσει νέες ημέρες δόξας κατά τον 17ο αι., με την τραγωδία Le Cid (1637) του γάλλου δραματουργού Pierre Corneille. Τυχαίο; Πιθανόν. Αλλά, η συγκυρία φαίνεται ευνοϊκή. Επειδή, στις αρχές του 17ου αι., γεννάται η σκέψη για την οργάνωση μιας πανευρωπαϊκής σταυροφορίας εναντίον των οθωμανών (που είχαν ήδη νικηθεί από τους Ευρωπαίους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571). Η ιδέα, που αντιμετωπίζεται ευνοϊκά από τη Βενετία, η οποία βλέπει τις κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο να απειλούνται άμεσα, προϋποθέτει όχι απλώς τη συγκατάθεση του πάπα αλλά και την τοποθέτησή του ως πνευματικού ηγέτη αυτής της εκστρατείας. Ο χαρακτήρας του εγχειρήματος ήταν κυρίως πολιτικός, και ο στόχος του η δημιουργία μιας ισχυρής χριστιανικής δημοκρατίας βασισμένης στο οικουμενικό όραμα του χριστιανισμού.

Οι ενέργειες για την οργάνωση της χριστιανικής στρατιάς (Milice Chrétienne) υπήρξαν εξαιρετικά αποτελεσματικές και γύρω στα 1624 θα μπορούσε να ξεκινήσει η μεγάλη εκστρατεία. Παρ’ όλα αυτά, ο Λουδοβίκος ΙΓ΄ ματαιώνει τελικά τη σταυροφορία και επιτάσσει τα πλοία της χριστιανικής στρατιάς. Η απόφαση του Γάλλου βασιλιά, που ώς τότε είχε υποστηρίξει το εν λόγω εγχείρημα, υπαγορεύτηκε από τον νεοδιορισμένο πρωθυπουργό της Γαλλίας, τον καρδινάλιο Ρισελιέ, εισηγητή της περίφημης raison d’état, ο οποίος είχε αντιληφθεί ότι η επιτυχία της εκστρατείας θα ενίσχυε την παπική κυριαρχία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους. Αλλά, η raison d’état του καρδινάλιου στόχευε στην ανάδειξη της Γαλλίας ως ηγεμονικής ευρωπαϊκής δύναμης, κι αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο πλαίσιο των οικουμενικών δομών της ευρωπαϊκής ιδεολογίας και γεωστρατηγικής. Έτσι, αντί να στραφεί εναντίον των απίστων, η Ευρώπη απορροφήθηκε σε εσωτερικούς θρησκευτικούς πολέμους· η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) άφησε το γερμανικό έθνος κατακερματισμένο σε μικρά κρατίδια και τη Γαλλία στη θέση της ισχυρής ηπειρωτικής δύναμης.

Κατά τον 18ο αι., οι όροι «μουσουλμάνοι» και «Ισλάμ» έχουν ταυτιστεί με τον όρο «Τούρκος», που με τη σειρά του σήμαινε τον απώτατο βαθμό δεσποτισμού. Το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό είχε εμπλουτίσει τα ένδοξά του για τον μουσουλμανικό κόσμο από μυθιστορήματα όπως το Vathek του Beckford (1782): διαβολικοί σεΐχηδες με τη λάμψη του Μιλτώνειου Lucifer, αμαρτωλές ηδονές, χαρέμια, απαγορευμένες απολαύσεις. Την ίδια εκείνη εποχή, η μαζική κουλτούρα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τοποθετεί τους μουσουλμάνους πλάι στους παραδοσιακούς εχθρούς των Αμερικανών, τους Ινδιάνους, και τούτο επειδή βορειοαφρικανοί πειρατές (από το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία και την Τρίπολη – σημερινή Λιβύη) έκαναν επιθέσεις σε αμερικανικά πλοία. Οι Αμερικανοί κληρονόμησαν τις ευρωπαϊκές προκαταλήψεις για το Ισλάμ και βέβαια τις καλλιέργησαν στο πρόσφορο έδαφος της νοοτροπίας των Πουριτανών, οι οποίοι παραδοσιακά ταύτιζαν τους εχθρούς τους με τους εχθρούς του θεού: το σχήμα ήταν έτοιμο· απέμενε μόνο, στη θέση του Ινδιάνου βάρβαρου να μπει ο μουσουλμάνος βάρβαρος.

Κατά τον 19ο αι., το «Ανατολικό Ζήτημα» και η αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης συμβάλλουν στο θρίαμβο του οριενταλισμού. Έτσι κι αλλιώς, το ιδεολογικό οπλοστάσιο ήταν έτοιμο από αιώνες· η ταύτιση του Ισλάμ με την οπισθοδρόμηση, την καταπίεση, το φανατισμό, τη βία και την ανελευθερία παρείχε στους δυτικούς το ηθικό δικαίωμα (και την υποχρέωση, κατά μία έννοια) να «εκπολιτίσουν» τους μουσουλμάνους.

Είτε επειδή απλώς αντιγράφουν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είτε επειδή αναμασούν τα παλαιά στερεότυπα, είτε επειδή είναι σε θέση να προβλέψουν κάποιες εξελίξεις, τα αμερικανικά έντυπα δεν μένουν πίσω σ’ αυτήν την υπόθεση. Ήδη το 1862, το περιοδικό Harpers ομιλεί για τους μουσουλμάνους με τα έτοιμα σχήματα του ευαγγελικού προτεσταντισμού. Το 1895, σε άρθρο της εφημερίδας New York Tribune αναφέρεται ότι η σύγκρουση ανάμεσα στο Ισλάμ και στον χριστιανισμό είναι αναπόφευκτη, όπως ήταν και τον 7ο αι., επειδή το Ισλάμ δεν έχει αλλάξει από τότε. Στη δεκαετία του 1920, ο William Yale χαρακτήριζε το Ισλάμ ως τον «άσπονδο εχθρό της προόδου και της ελευθερίας».

Για αιώνες, λοιπόν, το Ισλάμ υπήρξε το γενικό αναφορικό πλαίσιο για το πάσης φύσεως κακό. Αν κανείς συνέδεε μεταφορικά τον (οποιονδήποτε) εχθρό με το Ισλάμ, αυτομάτως τον απαξίωνε και τον δαιμονοποιούσε· δεν είναι τυχαίο, λ.χ., ότι ο ναζισμός χαρακτηρίστηκε ως «σύγχρονος μωαμεθανισμός». Παρ’ όλο που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η παλαιά αντίθεση φάνηκε να αμβλύνεται ή να ξεχνιέται, η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970 αναζωπύρωσε τα πάθη και ενεργοποίησε ξανά τα υπνώττοντα στερεότυπα. Στη δεκαετία του 1980, η ιρανική επανάσταση ήρθε να δοκιμάσει τις αμερικανικές αντιλήψεις σχετικά με το πώς ήταν και πώς θα έπρεπε να οργανωθεί ο κόσμος. Ενώ η ενεργειακή κρίση κατέδειξε την απειλή σε οικονομικό επίπεδο, η εμφάνιση του πολιτικού Ισλάμ παρήγαγε μια ιδεολογία που αμφισβητούσε τη δυτική κυριαρχία και τα 300 χρόνια της υπεροχής της. Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε μια πολιτισμική αντίδραση η οποία προσωποποιήθηκε στον Χομεϊνί: και, καθώς το ιδεολογικό οπλοστάσιο είχε παραμείνει άθικτο, και τα στερεότυπα ήταν έτοιμα (και μάλιστα εμπλουτισμένα, με νέες λεπτομέρειες) δεν χρειάστηκε πολύ για να επαναληφθεί η παλαιά ιστορία των υποκαταστάσεων: ο Χομεϊνί, ο Σαντάμ, ο Μπιν Λάντεν, ο Νασράλα· το Ιράν, οι Παλαιστίνιοι, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Συρία, ο Λίβανος και πάλι απ’ την αρχή.

Φυσικά, από την εικόνα που η Δύση έχει κατασκευάσει για την Ανατολή λείπουν πολλά στοιχεία – τα σημαντικότερα. Ο ισλαμικός πολιτισμός είναι έννοια ανύπαρκτη στις δυτικές πολιτικές αντιλήψεις· η φιλοσοφία του Ισλάμ αντιμετωπίζεται ως «ξένη φιλοσοφία» (που καμία σχέση δεν έχει με τη δυτική) και φυσικά ούτε λόγος για την ανάπτυξη της ιατρικής, της οπτικής και των επιστημών εν γένει την ίδια εποχή που η Ευρώπη ήταν βυθισμένη στους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες»· η ισλαμική τέχνη στην καλύτερη περίπτωση προβάλλεται ως εξωτική ακατανοησία (κι ας έχει εισαχθεί ο όρος «αραβούργημα» στο καλιτεχνικό λεξιλόγιο)· και φυσικά, μην περιμένετε να είναι ευρύτερα γνωστό το γεγονός ότι εκείνοι που έσωσαν τα συγγράμματα του Αριστοτέλους και τα έφεραν στη Δύση κατά το Μεσαίωνα ήταν οι Άραβες. Ομοίως άγνωστες είναι και οι εσωτερικές διαφορές – λ.χ., τι είναι οι Σιΐτες, οι Σουνίτες, οι Δρούζοι; Μέσα στο αναφορικό πλαίσιο του αρνητικά χρωματισμένου όρου «Ισλάμ» στριμώχνεται όλη η περιοχή από το Λίβανο μέχρι το Αφγανιστάν (το Πακιστάν συνήθως μένει απ’ έξω, επειδή είναι σύμμαχος των Η.Π.Α.) Σε δημοσκόπηση του 1980, το 70% των Αμερικανών απήντησε ότι το Ιράν είναι αραβικό κράτος. Αλλά, τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει ακριβέστερη αντίληψη για τους Άραβες εν γένει: αντιθέτως, θεωρούνται νομάδες και απολίτιστοι, η δε Παλαιστίνη χαρακτηρίζεται έρημος μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Huntington μίλησε για σύγκρουση των πολιτισμών (The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order, New York: Simon and Shuster 1997), εδώ στην Ελλάδα οι αντιδράσεις περιορίστηκαν στο ότι δεν αναφέρεται ο ρόλος της ορθοδοξίας. Υπήρξαν και ορισμένοι που σχολίασαν το βιβλίο ως «μία θεωρία που θα καταρρεύσει», αποτυγχάνοντας να δουν ότι ουσιαστικά προετοίμαζε ιδεολογικά το έδαφος για τη μελλοντική πορεία της Δύσης. Το βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι σύμφωνα με το νέο δόγμα του πολέμου που είχε διατυπωθεί εκείνη περίπου την εποχή, δεν θα γινόταν μεγάλος πόλεμος, αλλά «μικρές, περιφερειακές, ελεγχόμενες συγκρούσεις»· και πράγματι, για ένα διάστημα αυτό φαινόταν να επιβεβαιώνεται (Βαλκάνια, Αφγανιστάν, Ιράκ). Εν τούτοις, από τη στιγμή που ο Bush υιοθέτησε την οριενταλιστική ρητορική, θα έπρεπε να υποψιαστεί κανείς ότι τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή. Προφανώς, οι ανάγκες και οι απαιτήσεις της πολεμικής βιομηχανίας δεν ικανοποιούνται με τις «μικρές συγκρούσεις»· αρκεί να διαβάσει κανείς προσεκτικά τα βιβλία του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και νυν καθηγητή στο Johns Hopkins Sbigniew Brzezinski (κυρίως τα Grand Chessboard: American Primacy and Its Geostrategic Imperatives, και The Choice: Global Domination or Global Leadership) για να καταλάβει ότι ο μελλοντικός ηγεμονικός ρόλος των Η.Π.Α. (και της Δύσης, κατ’ επέκταση) πιθανότατα θα περάσει μέσα από έναν μεγάλο πόλεμο – ίσως όχι παγκόσμιο, πάντως ούτε «μικρό και περιφερειακό». Και, ο πιο πρόσφορος λόγος για έναν τέτοιον πόλεμο είναι η «σύγκρουση» των πολιτισμών/θρησκειών· πρόσφορος, επειδή το σκεπτικό είναι ήδη έτοιμο και η ιδεολογία συγκροτημένη και δοκιμασμένη.

Σ’ αυτό πλαίσιο, οι δηλώσεις του πάπα δεν συνιστούν μια ουδέτερη (έστω και εσφαλμένη) κρίση, αλλά έρχονται να ενισχύσουν το θρησκευτικό υπόβαθρο των δυτικών βλέψεων και διαθέσεων, υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει και η καθολική Ευρώπη (όχι ν’ αφήσουμε το παιχνίδι στα χέρια των Διαμαρτυρομένων). Το Ισλάμ είναι ο προαιώνιος εχθρός, ο απόλυτος φορέας της βίας, και στην εγγενή επιθετικότητά του θα πρέπει ν’ απαντήσουμε δυναμικά: αυτό είναι το συγκινησιακό νόημα των δηλώσεων του Βενέδικτου· το μόνο που λείπει είναι η άφεση αμαρτιών προς τους σύγχρονους σταυροφόρους.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 11:06 π.μ. | Ενθύμιον | 18 σημειώσεις
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006
Dear diary...

… σκέφτηκα να σου γράψω μετά που διάβασα ένα post της Artanis, που μου άρεσε, κι επειδή με αναφέρει κιόλας, βρίσκω κομψό ν’ ανταποδώσω τη φιλοφρόνηση, κι ας βαρύνομαι τοιουτοτρόπως με την υποψία του metablogging.

Τώρα, αυτό το metablogging εμένα δεν μου φαίνεται κακό, επειδή χρησιμοποιούμε το blogging για να μιλήσουμε για το blogging, όπως γίνεται και με τη μεταγλώσσα, όπου χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να μιλήσουμε για τη γλώσσα, ή με τη μεταφιλοσοφία, όπου χρησιμοποιούμε τη φιλοσοφία για να μιλήσουμε για τη φιλοσοφία. Μου φαίνεται πως μπορούμε να κολλήσουμε το «μετα-» σε οποιαδήποτε λέξη κι έτσι να δείχνουμε πως έχουμε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα (κάνουμε, τρόπον τινά, ένα είδος επιστημολογικής υπέρβασης), αλλά τώρα σκέφτομαι πως σε μερικές περιπτώσεις θα μπορούσε να προκληθεί σύγχυση, όπως ας πούμε με τη λέξη «μεταποίηση», που κάλλιστα κανείς θα μπορούσε να νομίσει ότι σημαίνει «μετασχηματισμός» και όχι σχολιασμός της ποιήσεως διά της ποιήσεως. Μάλλον γι’ αυτό γίνεται τόση φασαρία για το metablogging, φαίνεται πως σημαίνει και κάτι άλλο, οπότε είναι φυσικό να τα μπερδεύουμε.

Πάντως εμένα με απασχολεί που αυτήν την εποχή δεν προλαβαίνω να κάνω όσα θα ήθελα. Βλέπεις, το καλοκαίρι που ήμουν πιο εύκαιρη, όλοι είχαν πάει διακοπές και δεν είχα τι να διαβάσω, και τώρα που έχω του κόσμου τις δουλειές, γράφουν και δημοσιεύουν μετά μανίας και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να διαβάζω διαγωνίως, με την ψυχή στο στόμα, το ένα μάτι καρφωμένο στο ρολόι και ορατό τον κίνδυνο του μόνιμου αλληθωρίσματος. Φυσικά, για να σχολιάσω ούτε λόγος, επειδή, κοντά στ’ άλλα, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι που να ταιριάζει με όλες τις περιπτώσεις και σ’ αυτό, ομολογώ, ζήλευα πάντα μερικούς κριτικούς βιβλίου (κινηματογράφου, θεάτρου κλπ.) που καταφέρνουν να γράφουν έξοχα κείμενα, χωρίς να έχουν διαβάσει όλο το βιβλίο, κι όταν βλέπω τις κριτικές τους λέω «ναι, δίκιο έχουν» και η μόνη ερμηνεία που μπορώ να βρω είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί με χάρισμα, κάτι σαν «ευλογία», καταλαβαίνεις, πράγμα που με στενοχωρεί, διότι εγώ δεν το έχω αυτό και, όσο να ’ναι, νιώθω αδικημένη και αντιλαμβάνομαι ότι όλα τα περί ισότητας που ακούω είναι κολοκύθια με τη ρίγανη. Να, ας πούμε, κάποτε είχα πάει να δώσω ένα μάθημα χωρίς να το έχω διαβάσει και έγραψα ένα εξαιρετικό δοκίμιο, αλλά ο καθηγητής μ’ έκοψε, ενώ αν είχα το χάρισμα που λέγαμε, θα το περνούσα το μάθημα – ε, λοιπόν, αυτό δεν είναι αδικία; Δεν σχολιάζω λοιπόν κι εγώ, επειδή φοβάμαι ότι, έτσι όπως διαβάζω βιαστικά, κάτι θα μου διαφύγει και το σχόλιο θα είναι «αλλού ’ντ’ αλλού», όπως λέει κι ο Godot, που του κάπνισε να γίνει ναυτικός στα καλά καθούμενα, και αν γίνει αυτό, τότε σίγουρα ο π θα απαντήσει επισημαίνοντας την παρανάγνωση, άσε που μπορεί και ο cyrusgeo να μου πει ότι υποπίπτω σε λογικές πλάνες.

Το χειρότερο είναι ότι, όσο περνούν οι μέρες, θα έχω όλο και λιγότερο χρόνο, αφού αρχίζει το χειμερινό τηλεοπτικό πρόγραμμα. Ήδη ξεκίνησε ο «Καφές με την Ελένη» και πολύ λυπήθηκα που δεν κατάφερα να παρακολουθήσω τις πολύ χρήσιμες συμβουλές που λένε εκεί πέρα όλοι αυτοί οι ειδικοί. Αυτές οι πρωινές εκπομπές μου αρέσουν γιατί, χώρια που μαθαίνεις ένα σωρό πράγματα, είναι και πολύ χαρούμενες, όλοι τους γελάνε, τραγουδάνε, χορεύουν, διασκεδάζουν, κι αυτό είναι πολύ καλό, διότι δείχνουν ότι η ζωή είναι ωραία, δεν είναι όλο προβλήματα και δυσκολίες. Να, αυτό προσπαθώ να πω στον Mboy, «η ζωή είναι ωραία, βρε, γράψε κάτι χαρούμενο που όλα σου τα κείμενα είναι μαύρα κι άραχνα», κι αυτός αντί να με ακούσει πήγε κι έκανε ένα καινούριο blog για τους Ζαπατίστας και μπαίνεις να διαβάσεις και σου σφίγγεται η ψυχή. Αλλά έτσι κάνουν όλοι τους εδώ μέσα – και ο zero, και ο zouri, και ο Ροΐδης, και η tomboy, και η Cherryfairy (αν και αυτή πότε-πότε γράφει για χαρούμενα πράγματα), κι οι άλλοι που δεν μπορώ να αναφέρω γιατί θα γέμιζα σελίδες ολόκληρες – νομίζουν ότι το blog είναι εφημερίδα και πιάνουν και βρίσκουν θέματα δύσκολα και περίπλοκα.

Ευτυχώς τουλάχιστον που μπορώ να βλέπω τις μεσημεριανές εκπομπές, επειδή συνήθως συμπίπτουν με την ώρα του φαγητού. Και σ’ αυτές είναι όλοι τους χαρούμενοι και δείχνουν πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ μου να δω, διότι για να πάει κανείς σ’ όλα αυτά τα ωραία και ακριβά μέρη πρέπει να είναι ή πλούσιος ή διάσημος ή και τα δύο. Φυσικά, τα θέματα δεν είναι πάντα ευχάριστα, όμως δεν είναι κακό να βλέπεις ότι και οι πλούσιοι και διάσημοι έχουν προβλήματα επίσης, έτσι σταματάς να παραπονιέσαι για τα δικά σου και συνειδητοποιείς ότι το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία, οπότε ίσως να είναι αλήθεια ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι τελικά. Δεν ξέρω, μπορεί αυτές οι εκπομπές κατά βάθος να απομυθοποιούν τη ζωή των πλουσίων και διασήμων, όπως έκανε νομίζω η «Λάμψη», θυμάμαι ότι για πάνω από δέκα χρόνια αυτή η δύστυχη οικογένεια Δράκου όλο προβλήματα και φασαρίες είχε – τα ίδια εξάλλου δεν βλέπουμε και στη «Βέρα στο δεξί»; Κι εκεί όλοι πλούσιοι είναι, αφού κανένας τους δεν δουλεύει, παρά όλο συζητάνε και ταξιδεύουν, κι όμως κανείς τους δεν είναι χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Οπότε, το μήνυμα είναι σαφές κι αν κανείς σκεφτεί ότι παρ’ όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες θα προτιμούσε να είναι πλούσιος και διάσημος, τότε σίγουρα δεν θα έχει καταλάβει τίποτα από τις αξίες που προσπαθούν όλες αυτές οι εκπομπές να μεταδώσουν, ότι δηλαδή η ζωή είναι ένα παιχνίδι, αρκεί να ξέρει να το παίζεις, όπως λέει και το καινούριο διαφημιστικό για την εκπομπή της Άννας Δρούζα.

Τώρα όμως πρέπει να σ’ αφήσω. Δυστυχώς δεν προλαβαίνω να γράψω περισσότερα, επειδή είναι η ώρα για το βραδινό φαγητό και αρχίζουν και τα βραδινά δελτία ειδήσεων, όπου όλοι φωνάζουν πάλι για τη διαφθορά και λένε πως αυτή η κυβέρνηση κάνει τα ίδια και χειρότερα από την προηγούμενη και δεν βγαίνει άκρη, άσε που δεν καταλαβαίνω πού βρίσκεται η είδηση σε όλα αυτά. Ευτυχώς όμως, στο Star όλα αυτά τα γεγονότα τα περνάνε πολύ-πολύ γρήγορα και μετά μας ενημερώνουν για τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές και για τα ζωάκια που υπάρχουν στους ζωολογικούς κήπους όλου του κόσμου.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:50 π.μ. | Ενθύμιον | 20 σημειώσεις