Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006
Περί πλάνης / Περιπλάνηση

Για τον Χ.Λ.

Η απόσταση ανάμεσά τους, 16 χρόνια. Οι βίοι τους μοιάζουν σε πολλά – ταξίδια, μετοικίες, οικονομική στέρηση, μόνωση. Τρόπον τινά, κι οι δυο τους ήσαν Φαναριώτες - ή θεωρήθηκαν Φαναριώτες από τους συγχρόνους τους. Για το πνευματικό κατεστημένο του καιρού τους, ήταν ξένοι, έμειναν «εκτός» - ως τον καιρό που πέθαναν.

Ο Γ. Μ. Βιζυηνός και ο Κ.Π. Καβάφης. Φταίει η ομίχλη που τους σκέφτηκα μαζί – η ομίχλη ως το εικονικό ανάλογο της πλάνης. Ο πρώτος θα μπορούσε να είναι ο πεζογράφος της πλάνης· ο δεύτερος, ο ποιητής της.

Είπε κάποτε ο Σεφέρης ότι το έργο του Καβάφη παρουσιάζει «ένα δίχτυ από φενακισμούς, παγίδες, τεχνάσματα, φόβους, υποψίες, κακούς υπολογισμούς, λαθεμένες προσδοκίες, μάταιες προσπάθειες. Οι θεοί εμπαίζουν, οι άνθρωποι εμπαίζουν και είναι παιχνίδια στα χέρια των θεών, του καιρού, και της τύχης». Τα ίδια θα μπορούσαν να έχουν ειπωθεί εν μέρει και για τα διηγήματα του Βιζυηνού: πίσω από την αριστοτεχνικά στημένη πλοκή, την αυστηρή οργανική ενότητα, τη λεπτή ψυχογράφηση των χαρακτήρων, αναδύεται και κυριαρχεί πάντα το ίδιο θέμα – το θέμα της πλάνης. Σε όλα τα διηγήματα, ο αφηγητής ή κάποιος από τους χαρακτήρες βρίσκεται σε κατάσταση πλάνης αναφορικά με την πραγματικότητα – είτε επειδή γνωρίζει ένα μόνο μέρος της (ο αφηγητής στο «Αμάρτημα της μητρός μου», η μητέρα στο «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου») είτε επειδή επιλέγει ως αληθή μία από τις πιθανές ερμηνείες των γεγονότων, παραβλέποντας τις άλλες (ο Πασχάλης στο «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας») είτε επειδή έχει δημιουργήσει τη δική του πραγματικότητα μέσα από το όνειρο, το παραμύθι, την έντονη επιθυμία (ο Μοσκώβ Σελήμ στο ομότιτλο διήγημα, ο παπούς και ο εγγονός στο «Μόνον της ζωής του ταξείδιον»). Η εξέλιξη της πλοκής θα οδηγήσει στην αποκάλυψη της πλάνης, πρωτίστως στον αναγνώστη, αλλά όχι πάντα (και όχι κατ’ ανάγκην» στον ίδιο τον πεπλανημένο ήρωα.

Δύο διαφορετικοί κόσμοι – η πλάνη και η πραγματικότητα – που μοιάζουν διακριτοί κι ωστόσο η μία εισχωρεί μέσα στην άλλη στον απροσδιόριστο χώρο του ονείρου, στο «πουθενά και παντού» του παραμυθιού, στην ενδιάμεση κατάσταση της παραίσθησης· συχνά, αυτά ακριβώς μέσα εξωλογικά πεδία – το όνειρο, το παραμύθι, οι οιωνοί – δίνουν τα κλειδιά για την πραγματικότητα, μόνο που ο αναγνώστης και τα πρόσωπα που ενοικούν στα διηγήματα του Βιζυηνού δεν το αντιλαμβάνονται· τελικά, η διάλυση της πλάνης δεν είναι ποτέ οριστική: έτσι, ο Μοσκώβ Σελήμ πεθαίνει επιστρέφοντας στην αρχική του πλάνη, εκείνη που είχε κάποτε απαρνηθεί, η μητέρα έχει στη θέση του σκοτωμένου της γιου τον ίδιο του το δολοφόνο (τρελό πια) χωρίς να το γνωρίζει, ο παπούς ξεκινά για το τελευταίο (και μοναδικό του) ταξίδι στις κοιλάδες του θανάτου χωρίς να αποδεχτεί το γεγονός ότι οι όλα τα θαυμαστά πράγματα που αναζητούσε στα ταξίδια των άλλων, υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.

Τελικά, το ερώτημα που επιλύεται μέσω της πλοκής, αναδιατυπώνεται σε ένα άλλο επίπεδο, γενικότερο και πιο αφηρημένο, για να παραμείνει όμως αναπάντητο. Ο διαρκής συσχετισμός και η διασταύρωση του κόσμου της πλάνης με τον κόσμο της πραγματικότητας δημιουργούν ερωτηματικά για την ίδια τη φύση της πραγματικότητας. Πώς αποφασίζει κανείς τι είναι πλάνη και τι πραγματικότητα; Πώς είμαστε βέβαιοι ότι ο θρύλος ή το παραμύθι δεν βρίσκονται πλησιέστερα στην αλήθεια του κόσμου; Πώς μπορούμε να γνωρίσουμε ότι είναι διαστρεβλωμένη και ψευδής η πραγματικότητα μέσα από τα μάτια ενός τρελού (του Κιαμήλ, λ.χ., ή του Μοσκώβ Σελήμ);

Η κύρια ιδιομορφία του έργου του Βιζυηνού είναι η βαθιά ρομαντική του ουσία, όχι σε επίπεδο τεχνικής και θεματικής, όσο σε επίπεδο διάθεσης και φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος που συγκροτείται με τα παραμύθια, τα όνειρα, την τρέλα, την πλάνη, δεν είναι παρά ο χαμένος εκείνος κόσμος που νοσταλγούν οι ρομαντικοί ποιητές (Some portion of Paradise still is on earth)· το ίδιο ρομαντική είναι η αναζήτηση της κρυμμένης ουσίας των πραγμάτων μέσα από την τέχνη, με τη διεισδυτική και αποκαλυπτική δύναμη της φαντασίας. Από μιαν άποψη, ρομαντική είναι και η βιογραφία του Βιζυηνού – αν κανείς τον αντιμετωπίσει ως τον μελαγχολικό περιπλανώμενο που ζει σ’ ένα αντίξοο περιβάλλον, αιχμαλωτίζεται σ’ έναν απαγορευμένο έρωτα και πεθαίνει τρελός· η μετάβαση από τους μύθους της ζωής και του έργου στο μύθο της ερμηνείας είναι πολύ εύκολη. Ο Βιζυηνός όμως, ως φιλόσοφος γνώριζε πολύ καλά την αξία του μύθου· και ίσως να γνώριζε επίσης ότι «εκείνο που δεν μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε, μπορούμε να το αφηγηθούμε».

Τη χρονιά που ο Βιζυηνός πέθαινε παράφρων στο Δρομοκαΐτειο, ο Καβάφης γινόταν 33 χρονών. Μέχρι τότε είχε γράψει αρκετά ποιήματα, τα οποία αργότερα θα αποκηρύξει· εκείνη τη χρονιά, όμως, γράφει τα «Τείχη» - ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω – ακολουθούν τα ποιήματα εκείνα που ο ίδιος κυκλοφορούσε σε φυλλάδια και που αποτελούν το ευρύτερα γνωστό corpus της ποίησής του. Και μέσα σ’ αυτήν την ποίηση συνοψίζονται (και προαναγγέλλονται) όλες σχεδόν οι πιθανές εκοχές και δυνατές παραλλαγές του θέματος της πλάνης, που έχουν περάσει στη λογοτεχνία από την εποχή του Ομήρου και ύστερα: η εξαπάτηση από τους θεούς, την τύχη, ή τη μοίρα, η εξαπάτηση από τους ανθρώπους, η αυταπάτη ως συνειδητή επιλογή ή ως αποτέλεσμα μιας συναισθηματικής ανάγκης ή επιθυμίας.

Άσχετα από την πηγή της, η πλάνη φαίνεται να είναι μια σταθερή πιθανότητα όχι μόνο για τους θνητούς, αλλά και για τους αθανάτους· οι Τρώες του ομότιτλου ποιήματος καταλαβαίνουν ότι είναι παίγνιο στα χέρια των θεών (θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη / θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά), ο Κίμων Λεάρχου αποφαίνεται φιλοσοφικά Προδότις είναι η μοίρα, όντας ήδη στο βασίλειο του θανάτου, και η ίδια η Θέτιδα πληροφορείται πως την είχε ξεγελάσει ο Απόλλων, ούτως ή άλλως εγκρατής της διπλής γλώσσας των χρησμών. Εν τούτοις, δεν είναι πάντα αληθές ότι οι θνητοί είναι άμοιροι ευθυνών. Πολύ συχνά, είναι οι ίδιοι που επισπεύδουν τη δημιουργία της πλάνης, ακολουθώντας λανθασμένο δρόμο: ο Νέρων («Η διορία του Νέρωνος») παρερμηνεύει το χρησμό (τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται), επιλέγοντας ως αληθή μία από τις πιθανές ερμηνείες του· ο Καίσαρ αρνείται να αναγνώσει το γράμμα του Αρτεμίδωρου («Μάρτιαι ειδοί»), ενώ οι ομιλητές στα «Τελειωμένα» συνυπολογίζουν την πιθανότητα του ψεύδους ή του λάθους - ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα / (ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).

Τις πιο πολλές φορές, η πλάνη είναι υπόθεση επιλογής. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου το άτομο αποφασίζει, συχνά με κυνική ειλικρίνεια, να εξαπατήσει τους άλλους (λ.χ., ο «ανέστιος και πένης» στο «Ας φρόντιζαν» ή οι ιερείς στο «Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια»), υπάρχουν και οι άλλες – εκείνες όπου η πλάνη, συνήθως με τη μορφή αυταπάτης, αποτελεί διέξοδο διαφυγής από μιαν ενοχλητική ή οδυνηρή πραγματικότητα. Στην πιο απλή και μονοσήμαντη μορφή της, η αυταπάτη είναι αποτέλεσμα της επιλογής της μερικής γνώσης ή της μερικής θέασης («Κεριά», «Τα παράθυρα»)· στην πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα, λόγω της αισθητικής διάστασης που συνεπιφέρει, συμπλέκεται με την ερωτική ανάμνηση ή με την τέχνη· εδώ, η διαφυγή από την πραγματικότητα επιτυγχάνεται με την (καλλιτεχνική ή αναμνησιακή) αναδημιουργία του παρελθόντος (λ.χ., «Εκόμισα εις την Τέχνη» και «Γκρίζα»). Αλλά στο ποίημα «Λάνη τάφος» αξίζει να προσεχθεί η άρνηση του Λάνη να «δανείσει την ομορφιά του» στη μορφή του Υακίνθου – στην ουσία, η άρνησή του να συνεργαστεί στη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής πλάνης· έτσι, η ζωγραφισμένη εικόνα, που συντηρεί αυτόνομη τη δική του παρουσία, υποβοηθεί τον Μάρκο να δημιουργήσει ή να παρατείνει την αυταπάτη του.

Από τις περιπτώσεις συνειδητής εξαπάτησης, πιο ενδιαφέρουσες είναι εκείνες όπου η επιλογή της πλάνης υπαγορεύεται από το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο (κι εδώ, συχνά, ο τόνος του ποιήματος είναι ειρωνικός – αλλά, μήπως η ειρωνεία δεν ενέχει το στοιχείο της πλάνης/εξαπάτησης, εφόσον είναι λόγος δια του εναντίου το εναντίον μετά τινος ηθικής υποκρίσεως δηλών;) Ο Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης είναι αναμφισβήτητα το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα: ο ίδιος ασφυκτιά κάτω από το ελληνίζον προσωπείο, το οποίο αναγκάστηκε να φέρει, επειδή δεν άντεχε να αντιμετωπίσει την πραγματική (βάρβαρη) εικόνα του στα μάτια των άλλων. Αυτή η διάσταση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» (ή ανάμεσα στην πραγματικότητα του υποκειμένου και στην πραγματικότητα των άλλων) κυριαρχεί και στο ποίημα «Των Εβραίων (50 μ.Χ.)» - αν και ο Ιάνθης Αντωνίου, από ένα σημείο και μετά, φαίνεται να πως περνά διαδοχικά από τη μια πλάνη στην άλλην (όπως ο Μοσκώβ Σελήμ): όσο κι αν νομίζει ότι αφίσταται του ελληνισμού και παραμένει Εβραίος, εν τέλει απορροφάται από τον ελληνισμό και τις σειρήνες του, τον Ηδονισμό και την Τέχνη.

Η αντίφαση φαινόμενου και ουσίας συχνά συνδυάζεται με το μοτίβο της «θεατρικής μεταμφίεσης», εφόσον τα πρόσωπα φέρουν τον εξωτερικό τύπο (ενδυματολογικό και συμπεριφορικό) ενός πολιτισμού, στον οποίον κατ’ ουσίαν δεν ανήκουν· ο ελληνοπρεπής Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης, ο Οροφέρνης Αριαράθου, ο Ιάνθης Αντωνίου λειτουργούν ως ηθοποιοί, δημοσίως υποδύονται έναν ρόλο, αδυνατώντας να ενσωματωθούν στο περιβάλλον τους με την πραγματική τους υπόσταση. Ως ηθοποιός, όμως, ενεργεί και ο Πτολεμαίος («Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου»), αφού μεταμφιέζεται σε «πτωχάνθρωπο» για να επιτύχει την οικονομική ενίσχυση της ρωμαϊκής Συγκλήτου – εδώ, όμως, η πλάνη δεν προέρχεται από την επιλογή ενός αλλότριου πολιτισμικού φέρεσθαι, αλλά προβάλλεται ως δόλια εξαπάτηση. Πάντως, υπάρχει και η αντίστροφη αξιολόγηση του ίδιου μοτίβου: ο βασιλεύς Δημήτριος απεκδύεται την προτέρα του ηγεμονική μεταμφίεση και αποχωρεί απλοντυμένος από τα βασίλεια της εξουσίας, όταν οι Μακεδόνες στρέφουν τις προτιμήσεις του στον Πύρρο· ο ρόλος του έχει πια τελειώσει.

Εμπαιγμοί, πλάνες, απάτες, ψευδαισθήσεις: ένας κόσμος που συγκροτείται από φαινόμενα, από δόλιες προθέσεις, από θεατρικές παραστάσεις (όπως εκείνη των Αλεξανδρινών βασιλέων στο ηλιόλουστο Γυμνάσιο), από φαντασίες και προσδοκίες που διαψεύδονται (αφού, η άθλια ανθρωπότητα είναι το παίγνιον της μοίρας). Οι παραινέσεις της ποιητικής φωνής ελάχιστες, αλλά σαφείς: μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν / ένα όνειρο· η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Αρκούν άραγε για να προφυλάξουν τους θνητούς από τις πλάνες που τους περικυκλώνουν, από τις αυταπάτες που εμφανίζονται ως λυτρωτικές διέξοδοι; Εν τέλει, σημασία έχει ν’ αποφεύγει κανείς τις πλάνες ή να τις έχει συνειδητοποιήσει; Και πώς, θα μπορούσε να οριστεί η πλάνη σ’ έναν κόσμο που η πραγματικότητα – ή η αλήθεια - είναι τόσο απροσδιόριστη;

(Όμως, Quid est veritas?)


 
Από τη Λίτσα κατά τις 1:39 μ.μ. | Ενθύμιον | 16 σημειώσεις
Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2006
Μικρά νυχτερινά

Περίμενε ένα σημάδι. Αλλά εκείνη η νύχτα ήταν συμπαγής. Αδιαπέραστη. Το είχε αποφασίσει: θα έμενε ξάγρυπνος. Να μην περάσει αυτή η μέρα, να μην περάσει.

Το μήνυμα είχε τίτλο “This waltz”. Νυχτερινή ατμόσφαιρα, η Βιέννη σε παρακμή, πρόσωπα που συνωστίζονταν σε ακαθόριστους χορούς. Η μουσική ήταν λάθος. Ο Strauss δεν της άρεσε ποτέ.

Η θάλασσα μαύρη. Σκοτεινή. Τη μάντευες από τον ήχο των κυμάτων. Να μπορούσε να την περπατήσει, να διασχίσει ωκεανούς βαδίζοντας επί των υδάτων. Άσκηση ισορροπίας: στην παραμικρή απροσεξία, παραμόνευε ο κίνδυνος του πνιγμού. «Η νύχτα και η θάλασσα» μουρμούρισε και ξανακύλισε στον ύπνο.

Το πρωί η ομίχλη θα σκέπαζε τα πάντα. Θα ξυπνούσε μέσα στην ομίχλη. Από το σκοτάδι στην ομίχλη. Χωρίς το ασταθές γεφύρωμα του φωτός. Στην ομίχλη, συμφιλιώνονται οι αντιθέσεις, το άσπρο και το μαύρο συνενώνονται στο γκρίζο, διαβρώνοντας τη διαύγεια των μορφών. Νεφελώδες περίγραμμα, υγρός ιστός αράχνης. Να μπορούσε να τον σκίσει, να τρυπώσει κρυφά στην καρδιά του μαύρου δάσους, να αναρριχηθεί σιωπηλά στον πύργο, να βρει την κοιμισμένη πριγκίπισσα, να λύσει την κατάρα.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 9:43 μ.μ. | Ενθύμιον | 14 σημειώσεις
Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2006
Παραληρηματικά

Οι τελευταίες μέρες, σχεδόν παρανοϊκές. Τηλέφωνα, πήγαινε-έλα, διορθώσεις και ξανά από την αρχή – υπομονή: μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, θα έχουν ξεκαθαρίσει τα πράγματα.

Χειμώνιασε απότομα. Δυνατή βροχή, κρύο. Και το πρωί, πυκνή ομίχλη – δεν βλέπεις στα πέντε μέτρα. Αν ήταν έτσι, θα πήγαινα να ζήσω στο Λονδίνο.

Το κείμενο δεν βγαίνει. Γράφω και σβήνω, τραβάω με το ζόρι. Τίποτα. Αλλά πρέπει να τελειώσει, να φύγουν οι στατικές εικόνες που έχουν στοιχειώσει σε σκέψεις και λέξεις. Υπάρχει κάτι που παραμένει φευγαλέο, απροσδιόριστο. Τι θέλω να πω; Δεν ξέρω ακόμη. Άμα τελειώσει. Προς το παρόν, ο καθρέφτης. Και το είδωλο.

Χειμώνιασε. Οι μέρες σβήνουν όλο και πιο γρήγορα. Δεν με πειράζει – πάντα μου άρεσαν οι μεγάλες νύχτες. Θα έπρεπε να είναι εδώ εκείνοι οι φίλοι, να μαζευόμαστε γύρω από το τζάκι. Δε γίνεται τώρα. Δε βαριέσαι – κάποιον άλλο χειμώνα.

-Καλημέρα. Λάβατε την πρόσκληση που σας στείλαμε;

-Φαντάζομαι ότι θα έχει έρθει, αλλά δεν πήγα να πάρω την αλληλογραφία μου.

-Είναι για αύριο, ξέρετε. Θα γίνει η παρουσίαση του… και μετά θα έχουμε μια τιμητική εκδήλωση για τα 50 χρόνια προσφοράς του κ. Π…

-Τι κρίμα… Δυστυχώς, δεν θα μπορέσω να παρευρεθώ. Μιαν άλλη φορά.

(Δεν με παρατάτε.)

Διάβασα τα post της τελευταίας εβδομάδας. Ένα κι ένα είναι. Αλλά ξαφνικά, μ’ έπιασε κάτι σαν ασφυξία. Αρνούμαι να αντιδράσω σοβαρά αυτήν την εποχή.

Η ερημιά δεν είναι αρκετή. Πάντα κάποιος καταφέρνει να σε ξετρυπώσει. Ένα τηλέφωνο. Μια επίσκεψη. Προσκλήσεις. Προτάσεις.

-Σε πήρα διότι μεθαύριο, όπως ξέρεις, θα έχουμε την εκδήλωση.

-Ναι το ξέρω.

-Θα έρθετε, έτσι;

-Θα προσπαθήσουμε, δεν ξέρω.

-Είναι σημαντικό.

Ε, ναι, είναι σημαντικό να πλήξεις για τέσσερις ώρες, μόνο και μόνο για να δουν ότι είσαι εκεί. Μπα, δεν θα πάω. Και μετά θα πω ότι ήμουν άρρωστη.

-Γιατί δεν γράφεις γι’ αυτήν την κατάσταση;

-Τι να γράψω δηλαδή;

-Ξέρω ’γω… μια ανάλυση, ένα άρθρο… κάτι…

-Ωραία, πες ότι το γράφω. Μετά;

-Μπορούμε να το βάλουμε στην εφημερίδα.

-Ναι.

-Δηλαδή θα γράψεις;

-Όχι.

-Δεν νομίζεις ότι θα πρέπει να παρεμβαίνουμε, να λέμε τη γνώμη μας, να καυτηριάζουμε τα κακώς κείμενα;

-Φυσικά. Σε κάποια άλλη ζωή.

Βαρέθηκα να λέω τα αυτονόητα. Δηλαδή, εκείνα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα. Αλλά, δεν είναι. Και δεν γίνονται. Γιατί, πάντα κάτι δεν πάει καλά. Φταίει η Τουρκοκρατία, το αρχαίο παρελθόν, τα σύνδρομα της Κατοχής, ο ιμπεριαλισμός, το εξωτερικό χρέος, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Και το πνεύμα του κακού που έρχεται να βάλει σε πειρασμό τους άμωμους.

Η ειδησεογραφία: ό,τι πρέπει για να με ρίξει σε κατάθλιψη. Αυτό, πάλι, που ξαφνικά όλοι δηλώνουν έκπληκτοι για το τι συμβαίνει στα σχολεία ή που συνειδητοποιούν, με αποτροπιασμό, πώς λειτουργούν τα ΜΜΕ. Ή που ανακοινώνουν το μετεωρολογικό δελτίο και είναι σαν να διαβάζουν δελτίο τύπου για το επικείμενο τέλος του κόσμου. Και χώρια από το ευτελές περιεχόμενο, η απαράδεκτη εκφορά του λόγου. Τρισάθλια τα ελληνικά των οι βάρβαροι. Α, μπα, δεν με σηκώνει η τρέχουσα πραγματικότητα. Κάπου έχει γίνει λάθος. Πάλι σε λάθος κόσμο ξύπνησα.


 
Από τη Λίτσα κατά τις 1:31 μ.μ. | Ενθύμιον | 35 σημειώσεις