Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007
Πώς να πετάξεις έναν άνθρωπο στα σκουπίδια

Είναι σύνηθες, στα γυναικεία περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας να παρέχονται οδηγίες ποικίλου περιεχομένου – πώς να φτιάξεις τον καλύτερο μουσακά, πώς να είσαι η θεά του ρεβεγιόν, πώς να διακοσμήσεις το σπίτι σου σύμφωνα με τις αρχές του φενγκ-σούι, κυρίως όμως πώς να τον κάνεις να σέρνεται πίσω σου, πώς να τον εκδικηθείς για την απιστία του, πώς να έχεις το «πάνω χέρι» στη σχέση σου και λοιπά επιμορφωτικά.

Διεπίστωσα, εν τούτοις, μια βασική έλλειψη και απεφάσισα να συνεισφέρω τις συμβουλές μου, συντάσσοντας προχείρως έναν συνοπτικό οδηγό, υπό τον εντυπωσιακό τίτλο «Πώς να πετάξεις έναν άνθρωπο στα σκουπίδια»:

*Δείξε του ότι είναι σημαντικός για σένα.

*Για λίγο διάστημα, φρόντισε να συντηρείς την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας.

*Σταδιακά, με αργές και υπολογισμένες κινήσεις, άρχισε να ανατρέπεις τις πρότερες εντυπώσεις.

*Άστον να περιμένει – ματαίως, φυσικά.

*Όλα όσα ξέρεις ότι θεωρεί σημαντικά, σπεύσε να τα μοιραστείς με άλλους.

*Γίνε εξόχως κοινωνικός, αλλά μόνον με άλλα πρόσωπα – τουτέστιν, μ’ εκείνον να μιλάς τυπικά, λέγοντας τα απολύτως απαραίτητα και τετριμμένα· απεναντίας, με τα άλλα πρόσωπα άφησε την ευγλωττία σου να φτάσει σε επίπεδο κορυφής, λέγοντας ακόμη και (ή κυρίως) ανοησίες.

*Απόφευγε οτιδήποτε σχετίζεται μ’ αυτόν – αλλά επιδεικτικά, σε κοινή θέα.

*Απόφευγε όλες εκείνες τις πράξεις, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως σημαντικές γι’ αυτόν.

*Παραλλήλως, δώσε στη συμπεριφορά σου μιαν αρκούντως μελοδραματική δικαιολογία. Είναι βέβαιον ότι εκείνος θα νιώθει ενοχές που αισθάνεται ότι μπήκε στο περιθώριο – και πάντως, δεν θα τολμήσει ποτέ να διεκδικήσει τίποτα περισσότερο.

*Κατόπιν τούτων, κλείσε το καπάκι του κάδου απορριμμάτων.

Διευκρινιστικαί σημειώσεις:

**Παρά την εκφορά του λόγου, ο ως άνω οδηγός δύναται να χρησιμοποιηθεί παρ’ αμφοτέρων των φύλων σε πάσης φύσεως σχέσεις (κάτι σαν passe-partout, δηλαδή).

**Αν διερωτηθείτε γιατί να θέλουμε να πετάξουμε έναν άνθρωπο στα σκουπίδια, αναρωτηθείτε επίσης γιατί να θέλουμε να τον κάνουμε να σέρνεται πίσω μας, να τον εκδικηθούμε ή να τον υποτάξουμε. Υποπτεύομαι ότι δι’ όλας τας ανωτέρω ερωτήσεις, η απάντησις είναι η αυτή.

**Αν στον ανωτέρω οδηγό αναγνωρίσετε τον εαυτό σας (εντός είτε εκτός του κάδου απορριμμάτων), τότε κάτι δεν πάει καλά.

**Τα ανωτέρω αποτελούν προϊόν φαντασιακής επινόησης. Οιαδήποτε σχέσις με πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις είναι απολύτως συμπτωματική.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 7:45 μ.μ. | Ενθύμιον | 13 σημειώσεις
Pervigilium Veneris
...Ut putes amoris ore dici musico...
Pervigilium Veneris

April is the cruelest month
T.S. Eliot, The Waste Land


Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ο Απρίλιος είναι ο μήνας της Αφροδίτης. Μάλιστα, υπάρχει η άποψη ότι το όνομά του (Aprilis, Apriles ή Aprilibus) προήλθε από το ετρουσκικό ApruAprodita), το όνομα της θεάς της γονιμότητας, που αντιστοιχούσε στην Αφροδίτη (πάντως, η επικρατέστερη ετυμολόγηση αποδίδει το όνομα «Απρίλιος» στο λατινικό ρήμα “aperire”, που θα πει «ανοίγω» - προφανώς, επειδή αυτόν τον μήνα ανοίγουν τα δέντρα και τα λουλούδια, «ανοίγουν» και οι μέρες, μετά την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου).

Την πρώτη ημέρα του Απριλίου, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Veneralia για να τιμήσουν την Αφροδίτη ως Venus Verticordia (που «αλλάζει τις καρδιές») και τη συνοδό της, τη Fortuna Virilis (την «Ανδρεία Τύχη» - είναι ενδιαφέρον ότι το επίθετο virilis σημαίνει κυριολεκτικά ανδρικός, αρσενικός, συνεπώς αξίζει να προσέξει κανείς την, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμπλοκή των δύο φύλων στο ζεύγος Venus και Fortuna). Τη μέρα εκείνη, όλες οι γυναίκες, παντρεμένες και μη, πήγαιναν στα ανδρικά λουτρά και έκαιγαν θυμίαμα στη Fortuna Virilis, ικετεύοντας να μην προσέξουν οι άνδρες τα ελαττώματα και τις ατέλειές τους. Κι ύστερα, έκαναν σπονδές και έπιναν το ποτό που ήπιε η Αφροδίτη τη νύχτα του γάμου της: κοπανισμένη παπαρούνα με μέλι και γάλα.

Την παραμονή της γιορτής, την τελευταία ημέρα του Μαρτίου, συνήθιζαν να ξαγρυπνούν, περιμένοντας την έλευση της άνοιξης. Αυτή η αγρυπνία είναι γνωστή ως «Η αγρυπνία της Αφροδίτης» (Pervigilium Veneris). Με τον ίδιο τίτλο έχει σωθεί ένα σύντομο λατινικό ποίημα, το οποίο όμως θεωρείται ότι περιγράφει τους τριήμερους εορτασμούς προς τιμήν της θεάς (1-3 Απριλίου), που τελούνταν σε κάποια περιοχή της Σικελίας. Παρ’ όλο που κατά καιρούς το ποίημα αποδόθηκε στον Κάτουλλο και σε άλλους λατίνους ποιητές, στην πραγματικότητα ο ποιητής του παραμένει άγνωστος, όπως άγνωστα επίσης είναι η ημερομηνία και ο τόπος σύνθεσης· πάντως, οι περισσότεροι μελετητές το τοποθετούν στον 2ο ή στον 3ο αι. μ.Χ.

Το ποίημα αποτελείται από 93 στίχους, που χωρίζονται σε άνισου μήκους στροφές, με την επωδό

Cras amet qui nunquam amavit, quique amavit cras amet

(Αύριο ας αγαπήσει όποιος ποτέ του δεν αγάπησε, όποιος αγάπησε αύριο ας αγαπήσει).

Μ’ αυτόν τον ίδιο στίχο ανοίγει και κλείνει το ποίημα, δίνοντας την εντύπωση του κύκλου, εικόνα ταιριαστή στον αέναο κύκλο γενέσεως και φθοράς. Αλλά και η δομή του στίχου, ενισχύει την κυκλική αίσθηση: cras amet, στην αρχή και στο τέλος, κι ενδιάμεσα όποιος ποτέ του δεν αγάπησε κι όποιος έχει αγαπήσει.

Στο ποίημα υμνείται το ετήσιο ξύπνημα της φύσης σε σχέση πάντα με την Αφροδίτη και τον Έρωτα· περιγράφεται, μεταξύ άλλων, η γέννηση της Αφροδίτης και του Έρωτα, αλλά υπάρχουν και αναφορές σε θέματα της ρωμαϊκής μυθολογίας (λ.χ., στην καταγωγή των Λατίνων από τους Τρώες κ.ά.) Επιπλέον, γίνεται λόγος για στοιχεία των εορτασμών (τραγούδια στο δάσος, στεφάνια με λουλούδια και κλάδους μυρτιάς) και επισημαίνεται ότι σ’ αυτές τις τελετές «παρίστανται» επίσης η Δήμητρα, ο Διόνυσος και ο Απόλλων· εξ αυτού, δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι το ποίημα δεν μιλά για τα Veneralia ή για την παρεμφερή γιορτή στη Σικελία, αλλά για τα Floralia, την επίσης τριήμερη γιορτή που ξεκινούσε στις 27 Απριλίου και κορυφωνόταν την Πρωτομαγιά.

Τα πραγματολογικά στοιχεία, εν τούτοις, δεν έχουν καμία σημασία για τη λογοτεχνικότητα αυτού του ποιήματος, το οποίο ο T.S. Eliot χαρακτήρισε ως «την πρώτη καθαρή ένδειξη του νέου ρομαντισμού που μεταμορφώνει την κλασική λογοτεχνία σε μεσαιωνική» (ή κατά την απόδοση του Σεφέρη, «το παλαιότερο ποίημα που προμηνά τη “σύγχρονη” ευαισθησία»). Και, είναι ενδιαφέρον πώς, παρ’ όλη την, θα λέγαμε, «ανακρεόντεια» ατμόσφαιρά του, παρ’ όλη την εξύμνηση του Έρωτα και της αναγέννησης, η τελευταία στροφή είναι «σκοτεινή» ως προς τη διάθεση, σαν να προμηνύει εν τέλει μια καταστροφή:

In the shade of a poplar, the wife of Tereus responds to them,
So that you think that the pains of love are counted with musical voice,

And you deny that she laments her sister with a cruel husband.

She sings, we are silent. When does my spring come?

When will I become as a wanderer, so that I may cease my silence?

I destroyed the Muse by being silent, not even Phoebus looks back at me.

Thus like Amyclas, when they were silent, silence was lost.
(μετάφραση από τα λατινικά,
David Camden)

Παραθέτω την απόδοση του Σεφέρη από τη μετάφραση της Έρημης Χώρας:

Αντηχεί κάτω απ’ τον ίσκιο της λεύκας το τραγούδι της κόρης του Τηρέα· θαρρείς το πάθος της αγάπης μιλά με το στόμα της μουσικής, κι ούτε θα πίστευες πως λέει το κρίμα της αδερφής της στο βάρβαρο άντρα της. Πότε η άνοιξή μου θα ’ρθεί; Πότε θα γίνω σαν το χελιδόνι για να ’βρει τέλος η σιωπή μου; Έχασα τη Μούσα σωπαίνοντας, με καταφρονά ο Απόλλων· σαν τις Αμύκλες που σώπαιναν κι ο χαλασμός τους ήταν η σιωπή.

Ο μύθος του Τηρέα και της Φιλομήλας, που πέρασε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία κυρίως μέσω των Μεταμορφώσεων του Οβιδίου, ανάγεται στο μύθο της μεταμόρφωσης μιας γυναίκας σε αηδόνι, που υπάρχει σε πολλές παραλλαγές στην ελληνική μυθολογία. Ο Οβίδιος επιλέγει μία απ’ αυτές και, με τη σειρά του, την παραλλάσσει: κατ’ αυτόν, ο Τηρέας, βασιλιάς της Θράκης, βιάζει τη Φιλομήλα, την αδελφή της γυναίκας του, της Πρόκνης, και για να μην μπορέσει εκείνη να το αποκαλύψει, της κόβει τη γλώσσα· όμως η Φιλομήλα καταφέρνει να το «πει» στην αδελφή της, κεντώντας μερικές λέξεις στο πέπλο που της έστειλε (επίδραση του μύθου ανιχνεύεται στην ιστορία της Λαβίνιας, στην τραγωδία Titus Andronicus, που είχε αποδοθεί στον Shakespeare, αλλά όσο γνωρίζω, η πατρότητά της αμφισβητείται· για τους κινηματογραφόφιλους, σημειώνω τη μεταφορά της επί της οθόνης το 1999, σε σκηνοθεσία Julie Taymor, με τον Anthony Hopkins στον πρωταγωνιστικό ρόλο).

Ενώ ο μύθος της Φιλομήλας υπονοεί ότι η (αναγκαστική) σιωπή ήταν η συνέπεια μιας καταστροφής, η αναφορά στις Αμύκλες αντιστρέφει τη σειρά. Οι Αμύκλες, μια πόλη κοντά στην αρχαία Σπάρτη, καταστράφηκε επειδή, μετά από μια σειρά εσφαλμένων συναγερμών, κάποιος σιώπησε, κάποιος δεν ειδοποίησε για τον κίνδυνο. Εν προκειμένω, η σιωπή δεν ήταν αναγκαστική, αλλά αποτέλεσμα επιλογής, μιας επιλογής που βασίστηκε στην εσφαλμένη ερμηνεία των σημείων – σε μια πλάνη.

Ωστόσο, δεν είναι σαφές αν η λέξη Amyclas αναφέρεται εν τέλει στους κατοίκους των Αμυκλών ή στον Αμύκλα, το γιο της Νιόβης και του Αμφίονος (ο λατινικός στίχος έχει ως εξής: Sic Amyclas, cum tacerent, perdidit silentium). Κάποτε, η Νιόβη παινεύτηκε που είχε γεννήσει 12 παιδιά, και τόλμησε να συγκριθεί με τη Λητώ, που απέκτησε μόνο δύο· τότε, ο Απόλλων και η Άρτεμις θέλησαν να τιμωρήσουν την αλαζονεία της και να εκδικηθούν την προσβολή που έκανε στη μητέρα τους. Έτσι, τόξευσαν και σκότωσαν όλα της τα παιδιά – ανάμεσά τους, τον Αμύκλα, που ενώ είχε δει τον κίνδυνο, σιώπησε.

Ο κύκλος της φύσης· ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Το ποίημα ξεκινά με μια γέννηση κι ένα τραγούδι και κλείνει με το θάνατο και τη σιωπή. Αλλά στο τέλος απομένει, χλωμή, μια υπόσχεση – Αύριο· και μια παραίνεση – ας αγαπήσει όποιος ποτέ του δεν αγάπησε, όποιος αγάπησε, αύριο ας αγαπήσει.

Και, μ' αυτήν την υπόσχεση σπάει, τελικά, η σιωπή.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 12:49 π.μ. | Ενθύμιον | 5 σημειώσεις
Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007
La soledad sonora

Ο δρόμος πνιγμένος στη σκόνη. Κάποτε έπαιζα σ’ αυτόν το δρόμο. Μικρύνανε τα σπίτια, τα λουλούδια γέρασαν. Θυμάσαι που κρεμιόμασταν από εκείνο το κλαδί; Έγειρε πια, σέρνεται στο χώμα, αλλά δεν μπορώ να δω τι το βαραίνει.

Είχαν μεγαλώσει μαζί. Σχεδόν. Στο γυμνάσιο γνωριστήκανε. Η Μυρτώ είχε μόλις μετακομίσει σ’ αυτήν την πόλη· ο Γιώργος πάλι ζούσε εκεί από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Δεν πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο, βέβαια, αφού τα «μεικτά» δεν υπήρχαν ακόμη· όμως, ο Γιώργος έκανε συχνά τη βόλτα του έξω από το Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων και χάζευε τις μαθήτριες με τις μπλε ποδιές. Κάπως είδε τη Μυρτώ, κάπως τον είδε κι εκείνη, κάπως μιλήσανε, όταν αργότερα το συζητάγανε, κανείς τους δεν θυμόταν πια τον τρόπο. Βρεθήκανε περίπου γείτονες – «Θα σε πάω ως το σπίτι σου», της είπε ένα βράδυ που είχανε ανοίξει οι ουρανοί κι η Μυρτώ είχε χάσει την ομπρέλα της· ούτε κι αυτός είχε ομπρέλα βέβαια, αλλά πώς του πέρασε από το μυαλό ότι αν μοιράζονταν τη βροχή, η Μυρτώ θα μούσκευε λιγότερο. Από τότε έγινε συνήθεια, σαν μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους· και, ακόμη κι όταν έκανε κοπάνα, φρόντιζε πάντα να βρίσκεται έξω από την πύλη του Α΄ Γυμνασίου Θηλέων την ώρα που σχόλαγε η Μυρτώ.

Εκείνο το άσπρο πουκάμισο δεν καθάρισε ποτέ. Πάντα έλεγα ότι είναι ανόητο να πίνεις όταν είσαι μόνος σου. Χρειάζεται να έχεις τους φίλους σου, να σε κρατάνε ενώ παραπατάς, να σου λένε «ναι» όταν επιμένεις πως δεν έχεις μεθύσει, να ακούνε τα παραληρήματά σου, να σε νταντεύουν όταν βάζεις τα κλάματα σαν ηλίθιος. Μπορούσα να πιώ εκείνο το βράδυ, λοιπόν. Ήθελα να ξεχάσω, να μη σκέφτομαι, να βυθιστώ σ’ εκείνη τη ζαλάδα που σ’ έκανε να στροβιλίζεσαι γύρω μου, κάτι έλεγες, δεν σε άκουγα, γελούσα σχεδόν υστερικά, μου φώναζες να σταματήσω, κι εγώ σου πέταξα το κρασί στο πρόσωπο, γελώντας διαρκώς. Σκούπισες το πρόσωπό σου κι εγώ ξαφνικά σταμάτησα να γελάω· εκείνο το άσπρο πουκάμισο έμοιαζε ματωμένο.

Στο Λύκειο όμως πήγανε μαζί· άλλαξε η κυβέρνηση, άλλαξαν οι νόμοι, καταργήθηκαν οι ποδιές, τα μαθήματα ήταν πιο πολλά κι οι κοπάνες πλήθυναν κι αυτές. Στην αρχή, η Μυρτώ ήταν επιφυλακτική, αλλιώς είχε συνηθίσει, της φαινόταν παράξενη η αλλαγή και η δυνατότητα της ελευθερίας. Ύστερα, πώς έγινε και πήρε στροφή, δεν το κατάλαβε ο Γιώργος. Είχε κι ένα θράσος η αφιλότιμη… Απουσιολόγος ήτανε κι όμως ζήτημα να πάτησε δέκα φορές όλο το χρόνο στα Θρησκευτικά· κι αυτές τις δέκα, πάλι δεν καθότανε ήσυχη, παρά έγραφε στον πίνακα τσιτάτα του Καζαντζάκη για να νευριάζει τον θεολόγο. Είχε ανοίξει τότε ένα καινούριο μπαράκι, το Flash, κι όλο εκεί τους έβρισκες, η Μυρτώ να ρητορεύει υποδεικνύοντας τρόπους για ν’ αλλάξουν τον κόσμο και ο Γιώργος καθισμένος παράμερα, να καπνίζει σιωπηλός. Την άφηνε να τελειώσει τους πύρινους λόγους της και μετά, ήσυχα, της πέταγε ένα «εντάξει, μικρούλα, θα τον αλλάξουμε τον κόσμο αφού δεν σου αρέσει», οι άλλοι έβαζαν τα γέλια κι εκείνη τον κοίταζε συνοφρυωμένη.

Περνάγαμε ώρες, σιωπηλοί. Χωρίς μουσική, κανένας ήχος. Μου έλεγες ότι αν καταφέρω ν’ ακούσω τον ήχο της μοναξιάς, θα μάθω να ζω μέσα σ’ αυτήν, χωρίς να με φοβίζει. Σε κορόιδευα, επέμενα ότι η μοναξιά δεν έχει ήχο, όχι, έλεγες, όχι, στην πραγματικότητα είναι γεμάτη ήχους, αν κλείσεις τα μάτια σου θα τους ακούσεις, μη φοβηθείς, στην αρχή θα μοιάζουν με τις σκέψεις σου, μετά θα καταλάβεις πως είναι οι σκέψεις του κενού.

Είχαν βρει έναν παράξενο τρόπο ν’ αγαπιούνται, ίσως επειδή δεν το ήξεραν ακόμη. Δεν υπήρχε μυστικό ανάμεσά τους, ούτε και κατάφερε ποτέ να τρυπώσει άλλος άνθρωπος – μπορεί, επειδή δεν περίσσευε ούτε χαραμάδα. Μαζί πέρασαν εκείνους τους εφηβικούς έρωτες που αργότερα τους θυμάσαι με ένα αίσθημα γελοίας τρυφερότητας, μα που όταν τους ζεις σου φαίνεται ότι είσαι καταδικασμένος να πηγαινοέρχεσαι από τον παράδεισο στην κόλαση και αντίστροφα, χωρίς να καταλαβαίνεις τη διαφορά. Μαζί δοκίμασαν και την έλξη της πολιτικής, δηλαδή περισσότερο η Μυρτώ που κάποτε της καρφώθηκε να ενταχθεί σε πολιτική νεολαία, ο Γιώργος πάλι είχε από νωρίς ξεκαθαρίσει πως δεν του πήγαινε η κομματική πειθαρχία και η ταυτότητα μέλους κι είχε απορρίψει τις ιδεολογίες της μόδας, τελικά ούτε κι η Μυρτώ έκανε το μεγάλο βήμα, πήγε κανα-δυο φορές στις ολομέλειες, βαρέθηκε τις φλυαρίες και τους σχοινοτενείς προβληματισμούς, της πέρασε η φούρια να παραστήσει αίφνης τη «μάνα» του Γκόρκυ· ήταν την εποχή που ο Γιώργος τα ’χε μπλέξει με την Έλενα, για ν’ ανακαλύψει τελικά ότι εκείνη τριγύριζε και μ’ άλλον και να πέσει σε μαύρη απελπισία, άφησε η Μυρτώ την επανάσταση να περιμένει και βάλθηκε ν’ ανακουφίσει τον πόνο του.

Δεν σου άρεσε η ποίηση. Με κορόιδευες που διάβαζα με τις ώρες, μην τους ακούς αυτούς, μικρούλα, θα σε τρελάνουν, ιδέα δεν έχουν, πόσες φορές είχαμε καυγαδίσει, ποτέ δεν κατάφερα να σε πείσω, μη μπλέκεσαι με τις λέξεις, μικρούλα, στο τέλος θα σε κάνουν να πονέσεις, βγες από αυτούς τους κόσμους, δεν μπορείς να καταλάβεις τους κινδύνους των νοημάτων, κάποια μέρα θα μείνεις να αιωρείσαι ανάμεσά τους -

Στην παρέα ήξεραν ότι δεν έτρεχε τίποτα το ερωτικό μεταξύ τους, κι όμως τους αντιμετώπιζαν σαν να ήταν ζευγάρι. Κανείς δεν παραξενεύτηκε εκείνο το πρωινό που οι δυο τους εμφανίστηκαν στο σχολείο με αλλαγμένο ύφος – ε, καιρός ήταν, σκέφτηκαν, και πολύ το αργήσανε. Δεν κράτησε ωστόσο. Δυο-τρεις βδομάδες μόνο. Κανείς δεν έμαθε λεπτομέρειες, γιατί και πώς και ποιος έφταιγε. Η Μυρτώ ερχόταν στο σχολείο με κόκκινα, πρησμένα μάτια, ο Γιώργος πάλι δεν μιλιότανε, έβλεπες ότι ήθελαν να είναι μαζί, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν. Κάποιος πέταξε την εξυπνάδα ότι επρόκειτο για έναν μοιραίο έρωτα που ήταν εξαρχής καταδικασμένος, οι άλλοι δεν κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε, αλλά τους άρεσε η παραδοξολογία κι έτσι πίστεψαν ότι αυτό έφταιγε. Η Μυρτώ κι ο Γιώργος, σφίγγες· κουβέντα δεν είπαν, πώς το κατάφεραν και το γύρισαν πάλι στο φιλικό, σε λίγο καιρό ξεθώριασε το ρομαντικό πέπλο του μοιραίου έρωτα και η υπόθεση ξεχάστηκε.

Σου έγραφα τις νύχτες. Είπαμε ότι δεν άντεχε ο ένας τον άλλον, ότι μόνον ένας τρόπος υπήρχε για να είμαστε μαζί, εκείνος που ξέραμε. Σου έδωσα δεκάδες σελίδες κι εσύ ένα μόνο σημείωμα: «Μου ’λειψες, και τώρα μου λείπεις. Σκέφτομαι τη χτεσινή βροχή. Ήτανε το φάρμακό μου». Μόνο αυτό. Σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτάκι, που είχε απάνω τη φίρμα μιας εταιρίας ενοικιάσεως αυτοκινήτων.

Ύστερα, η Μυρτώ πέρασε στο πανεπιστήμιο κι έφυγε από την πόλη. Ο Γιώργος έφυγε κι αυτός, πήγε στην Αθήνα, έβγαλε μια σχολή, μετά ξαναγύρισε, δοκίμασε διάφορες δουλειές, δεν στέριωσε σε καμιά. Έφυγε πάλι, ταξίδεψε, ξαναγύρισε, άνοιξε ένα μπαρ σε μια τουριστική περιοχή, βρήκε και την Κριστίν, δεν παντρεύτηκαν ποτέ, αλλά ζούσαν μαζί για χρόνια. Η Μυρτώ συνέχισε τις σπουδές της, παντρεύτηκε, έκανε εκείνο που ήθελε στη ζωή της, κατάφερε κι εκείνη με τον τρόπο της να ξεφύγει από τα γρανάζια της αστικής νοοτροπίας – λες και είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην παραβιάσουν κάποιες εφηβικές υποσχέσεις, να εμπλακούν στο σύστημα όσο λιγότερο μπορούσαν. Συναντιούνταν κάθε χρόνο, μόνον οι δυο τους, την ίδια πάντα μέρα. Και πάντα, συνέχιζαν τη συζήτηση από το σημείο που την είχαν σταματήσει την προηγούμενη χρονιά. Σπανίως μιλούσαν για τη ζωή τους, δηλαδή για την «άλλη τους ζωή», για το τι έκαναν τις υπόλοιπες 364 μέρες που δεν βλέπονταν. Και πάντα, κατέληγαν στην ίδια παραλία μ’ ένα μπουκάλι Johnnie Walker 12άρι· κάθονταν στην άμμο και περίμεναν ν’ αλλάξει η μέρα – σιωπηλοί, για ν’ ακούσουν τον ήχο της μοναξιάς.

Μια βδομάδα μετά την τελευταία τους συνάντηση, η Μυρτώ έμαθε ότι ο Γιώργος πήρε τη μηχανή του και καρφώθηκε σ’ έναν τοίχο. Κανείς δεν μπορούσε να της πει γιατί. Δεν πήγε στην κηδεία του. Δεν έκλαψε ποτέ. Ούτε ένα δάκρυ. Και κάποια άγρυπνη νύχτα, εντελώς απροσδόκητα, κατάλαβε ότι το ήξερε. Ήξερε ότι θα γινόταν έτσι.

Το έχω ακόμη εκείνο το τσαλακωμένο χαρτάκι με τη φίρμα ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Και, ήθελα να σου πω ότι εσύ είχες δίκιο και εγώ άδικο: η μοναξιά έχει ήχο, είναι πράγματι οι σκέψεις του κενού. Καληνύχτα, Γιώργο.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 8:26 μ.μ. | Ενθύμιον | 6 σημειώσεις
Τρίτη, Μαρτίου 27, 2007
Επικοινωνιακά

Μετά από τα βαθυστόχαστα περί Κάλβου, είπα να περάσω σε κάτι πιο καθημερινό (ουχ ήττον σημαντικό όμως): ανθρώπινη επικοινωνία και ανθρώπινες σχέσεις. Λαβυρινθώδες, ασφαλώς· και εκ προοιμίου γνωστόν ότι η άκρη θα αναζητείται εσαεί: ένας μίτος υπήρχε και αυτόν τον έδωσε η Αριάδνη στον Θησέα, οι υπόλοιποι απομείναμε να πορευόμαστε στα τυφλά, με μόνο οδηγό τα λάθη μας (που συχνά μας κατευθύνουν προς ένα ακόμη λάθος).

Τον τελευταίο καιρό βλέπω ότι το ζήτημα απασχολεί αρκετά blogs· άλλοι το προσεγίζουν βιωματικά, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, άλλοι μιλούν επίσης σε πρώτο πρόσωπο, αλλά μέσα από ένα προσωπείο, άλλοι χρησιμοποιούν μια πλασματική ιστορία εν είδει objective correlative. Το ζητούμενο και η απορία είναι όμως κοινά: πώς επικοινωνούν οι άνθρωποι, πώς φτιάχνονται και πώς χαλάνε οι ανθρώπινες σχέσεις (όποιας φύσεως), γιατί γίνονται όλα αυτά κλπ. Θα μπορούσα, προχείρως, να διακρίνω τρεις κατηγορίες προσέγγισης: την κυνική («όλα γίνονται για το χρήμα και την εκμετάλλευση»), την ιδεαλιστική (που διατηρεί την πίστη της στην ειλικρίνεια των ανθρώπινων σχέσεων, έστω και σε μιαν ουτοπική χώρα) και την – ας την πούμε έτσι – ενδιάμεση, αν και θεωρώ ότι θα της ταίριαζε και ο όρος «ρεαλιστική» («συμβαίνει η πλειονότητα των ανθρώπινων σχέσεων να βασίζεται στην εκμετάλλευση κλπ., όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις»). Δεν ξέρω ποια είναι σωστή ή έστω πλησιέστερα στην πραγματικότητα· πιθανόν και οι τρεις, καθεμιά με τον δικό της τρόπο και αναλόγως των βιωμάτων εκάστου.

Ξεκινώντας από τη διαπίστωση (ήκιστα πεφωτισμένη, πλην αληθή) ότι μαγική συνταγή δεν υπάρχει, ας πούμε ότι ο άνθρωπος επιδιώκει την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους ως εκ της φύσεώς του – κοινωνικόν ζώον είναι κατά τον Αριστοτέλη και, εν πάση περιπτώσει, θέλει κάποτε-κάποτε να έρχεται σε επαφή και με άλλους ανθρώπους, ίσως ακόμη και για να διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να τους υποφέρει. Ωραία – στο πλαίσιο της κοινωνικής επαφής, βρίσκεις μερικούς ανθρώπους με τους οποίους επικοινωνείς (ή αρχικώς νομίζεις ότι επικοινωνείς) – που σημαίνει ότι τους καταλαβαίνεις και σε καταλαβαίνουν. Ωραία κι εδώ. Τι γίνεται μετά; Γιατί χαλάει το πράγμα;

Λοιπόν, το πράγμα κατ’ αρχάς μπορεί να χαλάει ακριβώς επειδή ένα εκ των μερών νομίζει ότι αυτή η επικοινωνία είναι ουσιώδης, ενώ το άλλο όχι. Η λέξη-κλειδί είναι το «νομίζω» - τουτέστιν, κάτι έχει παρερμηνευτεί, κάτι αξιολογήθηκε διαφορετικά, κάπου θεωρήθηκε ότι ομιλείται η ίδια γλώσσα, ενώ η πραγματικότης είναι ουσιωδώς αποκλίνουσα. Τις περισσότερες φορές, αυτό το νομίζω απορρέει από την έντονη επιθυμία να βρεις έναν άνθρωπο που να σε καταλαβαίνει· κοντολογίς, έχεις στο μυαλό σου μια συγκεκριμένη εικόνα και την προβάλλεις επάνω σε όποιον τείνει να την προσεγγίζει, με την έννοια ότι έχει για παράδειγμα ένα-δύο από τα χαρακτηριστικά/ιδιότητες που εσύ αναζητείς, εσύ όμως θεωρείς βέβαιον ότι έχει επίσης και τα άλλα είκοσι, που συνθέτουν τον ιδανικό για σένα φίλο/σύντροφο/εραστή κλπ. Τι γίνεται εδώ; Δύο τινά (διότι σε κάθε ιστορία ισχύουν κατ’ αρχήν δύο πιθανά σενάρια): ή διαλύεται η σχέση μετά τη διαπίστωση της ασυμμετρίας ή συνεχίζει. Αν συνεχίσει, πάλι δύο τινά συμβαίνουν: είτε προσαρμόζεσαι στην πραγματικότητα του άλλου είτε προσπαθείς να προσαρμόσεις αυτόν στην εικόνα που του έχεις προβάλλει (και επιβάλλει κατά μία έννοια). Και συνεχίζουμε: η δική σου προσαρμογή μπορεί πάλι να γίνει με δύο τρόπους – είτε κλείνεις τα μάτια σου και εξακολουθείς να εθελοτυφλείς (να πιστεύεις δηλ. ότι το έτερον μέλος είναι κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα) είτε λες «δεν βαριέσαι» και βολεύεσαι με ό,τι σου προέκυψε. Αν προσπαθήσεις να προσαρμόσεις εκείνον, τα πράγματα σκουραίνουν, διότι αν μεν το καταφέρεις, μπορεί να χάσεις το ενδιαφέρον σου γι’ αυτόν, αν όμως δεν τα καταφέρεις ενδέχεται κάλλιστα να πέσεις σε μια μίζερη, αρρωστημένη κατάσταση, όπου η μία ψευδαίσθηση θα διαδέχεται την άλλη. Περίπλοκα πράγματα, γι’ αυτό ομίλησα για λαβυρίνθους και αν το καλοσκεφτείς σε όλα τούτα εμπλέκεται κι ένας μινώταυρος που μπορεί να είναι ο άλλος («η κόλασή μας είναι οι άλλοι», όπως έλεγε o Jean-Paul Sartre) αλλά μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος.

Θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι πιο απλά; Δεν το ξέρω. Θεωρητικά ναι, αλλά εμένα δεν μου έχει βγει. Θέλω να πω, η δική μου η επιλογή ήταν το να είμαι ειλικρινής· και το δικό μου το πρόβλημα είναι πως οι άλλοι δεν με πιστεύουν (εξ ου κι ένας πολύ αγαπημένος φίλος με φωνάζει «Κασσάνδρα», ξέρετε, αυτήν την κόρη του Πριάμου, που προφήτευε καταστροφές και κανένας δεν την πίστευε και την έσφαξε τελικά η Κλυταιμνήστρα ή κατ’ άλλους ο Αγαμέμνονας – να ένα ωραίο ψευδώνυμο που θα μπορούσα να χρησιμοποιώ, πήγα κι έβαλα «Λίτσα»!) Κοντολογίς, εμένα μου αρέσουν τα ξεκάθαρα πράγματα – σε συμπαθώ ή δεν σε συμπαθώ, αν μεν το πρώτο όλα καλά και άντε να δούμε αν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, αν το δεύτερο, χαίρεται, διότι δεν έχω και πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Κι επειδή το πρώτο σπανίως συμβαίνει, οι φίλοι μου είναι μετρημένοι και, κατά μία περίεργη σύμπτωση, όλοι τους σχεδόν ζουν σε άλλες πόλεις (γι’ αυτό και εξακολουθούμε να είμαστε φίλοι, όπως δηλητηριωδώς παρατηρούν κάποιοι). Έχω προσέξει όμως ότι αυτή η ειλικρίνεια δυσκόλως γίνεται ανεκτή. Δηλαδή, όταν από την αρχή «ανοίξεις τα χαρτιά σου», ο άλλος δεν ξέρει και πώς να σε χειριστεί· του λες, για παράδειγμα, άκου αν δεν έχεις κέφι να συναντηθούμε, πες το ευθέως, δεν χρειάζεται να εφευρίσκεις δικαιολογίες του τύπου «είμαι κουρασμένος/η, έχω ίωση, έχω να πάω στη γιαγιά μου, πρέπει να μαγειρέψω στον Πελοπίδα, θα κάνω υπερωρίες, θέλω να ξεκουραστώ» και τα παρόμοια· πες βρε αδερφέ, «δεν έχω κέφι να σε δώ, θα βγω με άλλους φίλους, έχω τις κλειστές μου κλπ.», δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι αυτού του είδους οι δικαιολογίες (καλά, «ψέματα» είναι η σωστή λέξη) εφευρίσκονται επί τη βάσει της σκέψης ότι «αν πω την αλήθεια θα πληγώσω/στενοχωρήσω τον άλλον κλπ.» - ε, μα, υποτίθεται ότι η αυτή η επαφή πρέπει να χαροποιεί και τους δύο, άλλως δεν έχει νόημα, άστην να πάει στην ευχή.

Άλλη παράμετρος: αυτή η ρημάδα η κατανόηση, με την έννοια ότι καταλαβαίνεις τον άλλον. Και πώς τον καταλαβαίνεις, δηλαδή; Ας πάρουμε το ιδανικό σενάριο ότι ο άλλος κάνει τον κόπο να σου μιλήσει για τον εαυτό του και να σου δείξει επίσης μερικά στοιχεία του χαρακτήρα του (λέω «να σου δείξει», επειδή δεν μπαίνουν όλα σε λέξεις), έχοντας επισημάνει όμως το νόημα αυτής της «δείξης» (διότι, διαφορετικά, περιμένει από σένα να γίνεις η Πυθία, πλην απέσβετο και λάλον ύδωρ, για να μην ξεχνιόμαστε). Τώρα, εσύ αυτά που σου έχει πει/δείξει έχεις κάνει τον κόπο να τα καταλάβεις; Να τα σκεφτείς; Να δεις τη σημασία που έχουν γι’ αυτόν/αυτήν; Ή τον έχεις κατατάξει σε μια υποτιθέμενη κατηγορία, βασισμένος στις πρότερες εμπειρίες σου και πορεύεσαι αναλόγως;

Έλεγα πρόσφατα ότι όταν ξεκινάς να γνωρίζεις κάποιον, οπωσδήποτε θα κάνεις αναγωγή στο βιωματικό σου υλικό, δηλαδή στις μέχρι τώρα εμπειρίες σου, προκειμένου να προσδιορίσεις αδρομερώς περί τίνος πρόκειται. Αλλά, αν θέλεις να τον μάθεις πραγματικά, πρέπει κάποια στιγμή να αφήσεις κατά μέρος αυτό το βιωματικό υλικό και να βαδίσεις στα τυφλά – επειδή καθένας μας έχει το χάρισμα ή την κατάρα της μοναδικότητας (εκτός κι αν οι άνθρωποι άρχισαν να παράγονται μαζικώς και πανομοιοτύπως από πρέσες κι εγώ δεν το έχω καταλάβει). Κάνε λοιπόν τον κόπο να μπεις και λίγο στη θέση του άλλου, ή μάλλον να μπεις στον κόσμο του· να δεις τι στην ευχή είναι αυτό που τον κάνει να χαίρεται, να πονάει, να στενοχωριέται, να εκνευρίζεται: μην υποθέτεις, προσπάθησε να μάθεις, ξεχνώντας τις δικές σου συνήθειες και αξίες, επειδή ενδέχεται κάλλιστα αυτός να έχει άλλες συνήθειες και άλλες αξίες. Και βεβαιώσου, ότι καταλαβαίνετε τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο, ακόμη κι αν δεν συμφωνείτε ως προς τα νοήματα και τη βαρύτητα αυτών των πραγμάτων. Στην εναντία περίπτωση, θα προκύψει πάλι ένας ακόμη λαβύρινθος κι ο ένας θα ψάχνει τον άλλον στα αδιέξοδα και στους τυφλούς διαδρόμους· άσε που η σχέση – όποιας φύσεως και αν είναι – θα καταντήσει βάσανο, καθώς αμφότεροι θα συσσωρεύουν σιωπηρά παράπονα.

Νομίζω, όμως, ότι τελικά εκείνο που καταστρέφει τις ανθρώπινες σχέσεις ή δυσχεραίνει την επικοινωνία, είναι οι προσδοκίες μας. Πάντα περιμένουμε από τους άλλους διάφορα πράγματα: να μας καταλάβουν, να μας αγαπήσουν, να είναι δίπλα μας (κι εδώ η κυνική προσέγγιση θα προσέθετε επίσης έναν κατάλογο υλικών αγαθών, πλην το παραβλέπω, διότι επέλεξα να ζω σε άλλο κόσμο) – όπως είμαστε έτοιμοι να κάνουμε το ίδιο γι’ αυτούς (θεωρητικώς ή και στην πράξη). Κανονικά δεν θα έπρεπε να περιμένουμε τίποτα. Θα έπρεπε να μπορούμε να είμαστε ψυχολογικά και συναισθηματικά αυτάρκεις. Αλλά τότε, γιατί να επιδιώκουμε τις ανθρώπινες σχέσεις και την επικοινωνία με τους άλλους; Δεν έχω την απάντηση.

Τελικά, ο Κάλβος ήταν πιο εύκολη υπόθεση.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 9:06 μ.μ. | Ενθύμιον | 3 σημειώσεις
Δευτέρα, Μαρτίου 26, 2007
Μαζί με τον Ανδρέα Κάλβο

Για την Αθηνά, που με έμαθε

Η 25η Μαρτίου είναι για μένα ημέρα γκρίνιας. Ένα χρόνο πριν, είχα κάνει ένα υπολογισμένα οργισμένο post όπου έλεγα τι δεν θα ακούσουμε στους ρητορικούς λόγους και τα διαγγέλματα που κατ’ ανάγκην εκφωνούνται με αφορμή την εθνική επέτειο. Φέτος είχα ακόμη περισσότερους λόγους να γκρινιάξω – αποφάσισα όμως να αλλάξω ελαφρώς το θέμα, χωρίς εν τούτοις να μεταβάλλω και τη γκρινιάρικη διάθεση. Και, είπα, αντί να μιλήσω για την επανάσταση και την ιστορία, να αναφερθώ στην ποίηση και στη φιλολογία – και να περάσω τη μέρα μου μαζί με τον Ανδρέα Κάλβο. Ούτω και εγένετο.

Τον θυμάστε τον Κάλβο; Είναι εκείνος ο Ζακύνθιος ποιητής, που έγραφε σε γλώσσα ακαταλαβίστικη και που συνήθως στο σχολείο μας τον δίδασκαν επί τροχάδην πριν από τον Σολωμό· ψελίζανε κάτι τι για τις ιταλικές του καταβολές, για την αρχαΐζουσα γλώσσα του και για τη στιχουργία του και μετά πέρναγαν στον «Εθνικό Ύμνο» και στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» («πολιορκισμένους» είναι το σωστό, έτσι το έγραψε ο Σολωμός). Μερικοί ίσως τον θυμούνται και από την (άθλια, κατ’ εμέ) μελοποίηση του Θεοδωράκη στα «Τραγούδια του Αγώνα». Περιέργως, παρά τη μελοποίηση, ο Κάλβος δεν πέρασε ποτέ στο λεγόμενο «ευρύ κοινό», όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης· απέμεινεν, ωστόσο, ο στίχος του θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία, και κατά καιρούς χρησιμοποιείται από διάφορους (και αδιάφορους) ομιλητές που θέλουν να παραστήσουν τους βαθυστόχαστους.

Ο Κάλβος έγραψε κυρίως για την ελληνική επανάσταση. Δέκα ωδές στη Λύρα που τυπώθηκε το 1824 στη Γενεύη και άλλες δέκα στα Λυρικά, που τυπώθηκαν το 1826 στο Παρίσι. Ο ίδιος έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ευρώπη (με είδε / το πέμπτον του αιώνος / εις ξένα έθνη)– στην Ιταλία (Χαίρε Αυσονία), στην Αγγλία (χαίρε / και συ Αλβιών) και στη Γαλλία (χαιρέτωσαν / τα ένδοξα Παρίσια). Και, παρ’ όλο που ευχήθηκε να πεθάνει στη Ζάκυνθο (Ας μη μου δώσει η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον· / είναι γλυκύς ο θάνατος / μόνον όταν κοιμώμεθα / εις την πατρίδα), η μοίρα του το έφερε να πεθάνει στην Αγγλία το 1867· κανείς στην Ελλάδα δεν τον επένθησε, όπως προσφυώς παρατηρεί αργότερα ο Παλαμάς, ο οποίος άλλωστε τον «ανακαλύπτει» περί τα τέλη του 19ου αιώνα.

Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γραφεί πολλές σελίδες για τον ιδιότυπο ποιητή· μέχρι και ο Σεφέρης του αφιέρωσε ένα δοκίμιο («Απορίες διαβάζοντας Κάλβο»), διετύπωσε δε εκείνον τον περίφημο (και απολύτως εσφαλμένο) αφορισμό: «Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, οι τρεις μεγάλοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά» - ο Ελύτης πάλι στάθηκε δίπλα του μ’ έναν άλλο τρόπο, ουσιαστικότερο και πιο βαθύ.

Τέλος πάντων, όλες οι εμβριθείς αναλύσεις για το καλβικό έργο κατέληγαν πάντα στην ίδια κριτική αντίληψη – ότι ο Κάλβος επηρεάστηκε πρωτίστως από την ιταλική ποίηση και ότι έμεινε πιστός στους κανόνες της κλασικιστικής ποιητικής. Έτσι τον διδαχτήκαμε στο σχολείο και τα ίδια ακούσαμε και στο πανεπιστήμιο. Αλλά, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.

Δεν είναι της ώρας να αναλύσω λεπτομερώς ποιητικές και αισθητικές θεωρίες – και σε τελική ανάλυση, ποιον αφορά τι στην πραγματικότητα ήταν ο Κάλβος; Αν κανείς συγκινείται από τους στίχους του, αδιαφορεί για τα περαιτέρω· αν πάλι δεν του λέει τίποτα το όνομα «Κάλβος», ομοίως παραμένει απαθής στους φιλολογικούς σχολαστικισμούς μερικών «βαρεμένων», που, τέλος πάντων, αγνοούν και το νόημα της λεγόμενης «πραγματικής ζωής». Εγώ πάλι έχω το blog μου για να βγάζω το άχτι μου: και, η περίπτωση του Κάλβου, εμπίπτει μέσα στα δεκάδες πράγματα που με εκνευρίζουν, ακριβώς διότι απεικονίζει πλήρως τις εμμονές της ελληνικής φιλολογίας και της λογοτεχνικής κριτικής και την αδυναμία τους να εξελιχθούν και να συμβαδίσουν με το παρόν.

Ας μονολογήσω, λοιπόν. Τι είναι ο κλασικισμός (ή νεοκλασικισμός, κατά μία άλλη προσέγγιση); Μια θεωρία για την τέχνη – που βασίζεται στην ευλαβική τήρηση των λογοτεχνικών κανόνων όπως αυτοί διατυπώθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους κλασικούς (κυρίως Αριστοτέλη και Οράτιο) και τους Γάλλους (κυρίως) θεωρητικούς του 17ου αιώνα (κατεξοχήν από τον Boileau). Σύμφωνα μ’ αυτούς τους κανόνες (που είναι πράγματι πολύ σχολαστικοί ως προς τη σύνθεση, τη στιχουργία, τη λογοτεχνική γλώσσα και τα παρόμοια) γράφτηκαν λ.χ. οι τραγωδίες του Racine και του Corneille, τα ποιήματα του Alexander Pope και του John Dryden, τα πεζογραφήματα του Joseph Addison και του James Boswell. Πέρα όμως από τους ειδικότερους κανόνες, η ποιητική του κλασικισμού βασίζεται σε ένα συγκεκριμένο κοσμοείδωλο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την τάξη, την αρμονία, την πληρότητα· ο κόσμος των κλασικιστών είναι, ας πούμε, ένας κόσμος τακτοποιημένος, τέλειος, ισορροπημένος, ακόμη και τα πάθη υποτάσσονται στο μέτρο, και η εξέχουσα ποιότητα είναι αυτή του ωραίου – ωραία πρόσωπα, ωραία συναισθήματα, ωραίοι νόμοι, ωραίες κοινωνίες: ωραία δηλαδή αρμονικά, χωρίς εντάσεις, ήρεμα, χωρίς ανατροπές.

Ας πάρουμε οποιανδήποτε από τις Ωδές του Κάλβου· ο κόσμος που βγαίνει από τους στίχους του, καμία σχέση δεν έχει με το κλασικιστικό κοσμοείδωλο:

Άγρια, μεγάλα τρέχουσι / τα νερά της θαλάσσης, / και ρίπτονται και σχίζονται / βίαια επί τους βράχους / αλβιονείους. Πού είναι η τάξη και η αρμονία και η ομορφιά; Καμία αίσθηση γαλήνης, καμία ηρεμία – το αντίθετο ακριβώς: βιαιότητα, η φύση στις άγριες στιγμές της, τα ελάχιστα «ειδυλλιακά» τοπία που περιγράφονται είναι συνδεδεμένα με την ανατριχιαστική και εφιαλτική παρουσία του θανάτου. Σε όλες τις Ωδές βλέπουμε άλογα να τρέχουν μανιασμένα, ανέμους να ξεθεμελιώνουν τον κόσμο, τον ωκεανό να συνταράζεται από θύελλες, τις συγκρούσεις του πολέμου, επικίνδυνες πτήσεις και μοιραίες πτώσεις, αίμα και φωτιά, και σχεδόν πάντα τον πόθο, την απόφαση και την επιταγή για μια πορεία ανηφορική, η οποία οδηγεί στην ελευθερία – και στη δόξα, αφού Έσφαλεν ο την δόξαν / ονομάσας ματαίαν.

Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:

Όσοι το χάλκεον χέρι / βαρύ του φόβου αισθάνονται / ζυγόν δουλείας ας έχωσι·/ θέλει αρετήν και τόλμην / η ελευθερία.

Αυτή (και ο μύθος κρύπτει / νουν αληθείας) επτέρωσε / τον Ίκαρον· και αν έπεσεν / ο πτερωθείς κ’ επνίγη / θαλασσωμένος

αφ' υψηλά όμως έπεσε, / και απέθανεν ελεύθερος. / Αν γένης σφάγιον άτιμον / ενός τυράννου, νόμιζε / φρικτόν τον τάφον.

Έχει και εικόνες ωραιότητος και αρμονίας ο Κάλβος – μόνο που φροντίζει να τις ανατρέψει βίαια· όπως ας πούμε στην ωδή «Εις Ψαρά», όπου περιγράφει ένα ανακρεόντειο συμπόσιο, σχεδόν βακχικό, με μουσικές, μελιφρόνους αμφορείς, ηδονές και χορούς παρθένων, κι εκεί που τα μέλη λύνονται, βλέπεις την αρμονία να γίνεται χίλια κομμάτια μ’ εκείνη την τρομερή ποιητική αποστροφή Αναίσχυντα φρονήματα των αγεννέων ανθρώπων και τις συνακόλουθες εικόνες από την καταστροφή των Ψαρών. Ή στα «Ηφαίστεια», όπου κάθε εικόνα της (άλλοτε) ήρεμης και όμορφης φύσης εμπεριέχει μια βίαιη δύναμη, την υποψία του τρόμου και της φρίκης:

Ελεύθερα αχαλίνωτα / μέσα εις τ’ αμπέλια τρέχουν / τ’ άλογα, και εις την ράχην τους / το πνεύμα των ανέμων / κάθεται μόνον.

Εις τον αιγιαλόν / από τα ουράνια σύγνεφα / αφόβως καταβαίνουν / κραυγάζοντες οι γλάροι / και τα γεράκια.

Λοιπόν, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι κλασικιστικό – αντιθέτως, όλα είναι εικόνες και στάσεις του ρομαντισμού, και μάλιστα στην ανατρεπτική, βυρωνική του εκδοχή. Ακόμη και η στιχουργία του Κάλβου έρχεται να ενισχύσει τη ρομαντική εικονογραφία και διάθεση λόγω του διασκελισμού, του γεγονότος δηλαδή ότι το νόημα δεν ολοκληρώνεται μέσα σ’ έναν στίχο, αλλά ξεδιπλώνεται και αναπτύσσεται σε ολόκληρη τη στροφή, συχνά δε ολοκληρώνεται στην επόμενη· έτσι, κυριολεκτικά βλέπεις τα κύματα να στροβιλίζονται, τα άλογα να τρέχουν, τους ανέμους να περνάνε μανιασμένοι πάνω από έρημες πεδιάδες. Αλλά, όπως ξέρουμε, η χρήση του διασκελισμού στην ποίηση, πάντα, από την αρχαιότητα ακόμη, εσήμαινε τη διάθεση της ρήξης με την παράδοση, της ανατροπής, της απελευθέρωσης.

Τα γνωρίζει όλα αυτά η νεοελληνική φιλολογία; Θα έπρεπε, διότι έχουν δημοσιευτεί εδώ και δέκα σχεδόν χρόνια οι σχετικές μελέτες της Αθηνάς Γεωργαντά (η οποία προσφάτως δημοσίευσε ένα ακόμη μελέτημα για τη σχέση του Κάλβου με το κίνημα των Καρμπονάρων). Γιατί, παρ’ όλα αυτά, επιμένει στις παλαιότερες αντιλήψεις; Άγνωστο. Ή μάλλον γνωστό. Επειδή, χαλάει η «συνταγή» - και όχι τόσο η «συνταγή» που αφορά την αναθεώρηση παγίων θέσεων της κριτικής (ας πούμε, ότι με όλα αυτά ο Κάλβος αναβαθμίζεται σε σχέση με τον Σολωμό), όσο η «συνταγή» που σχετίζεται με τη φήμη ορισμένων μελετητών, με το υπάρχον κύρος τους (το όποιο, τέλος πάντων, διότι είναι συζητήσιμο όλο αυτό το περί «κύρους» υπό τις δεδομένες συνθήκες και τις κυρίαρχες νοοτροπίες), με τις πανεπιστημιακές ή άλλες θέσεις που κατέχουν.

Τώρα όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαν να οδηγήσουν ξανά στη συζήτηση αναφορικά με τα διδακτικά εγχειρίδια, με το τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, με το ποια τέλος πάντων είναι η ταυτότητα και ο ρόλος των ανθρωπιστικών σπουδών και τα παρόμοια.

Μάταιος κόπος, φίλτατοι. Εξάλλου, εγώ ό,τι έγραψα, το έγραψα επειδή αγαπώ τον Κάλβο.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 8:46 μ.μ. | Ενθύμιον | 15 σημειώσεις
Σάββατο, Μαρτίου 24, 2007
Confessiones

Ξεκίνησα να γράψω ένα post, αλλά δεν το κατάφερα. Δηλαδή δεν έβγαινε. Και ξέρω ότι όταν συμβαίνει αυτό, δύο είναι οι αιτίες: είτε δεν είμαι καλά, είτε έχω ερμηνεύσει λάθος κάτι που αφορά τη διαδικασία της γραφής. Λοιπόν, η πρώτη αιτία δεν συντρέχει σήμερα: ίσα-ίσα, η διάθεσή μου τη γραφή επιζητεί όχι τη σιωπή. Επομένως, κάτι δεν κατάλαβα σωστά – και δεν άργησα να βρω τι είναι.

Ξεκίνησα λοιπόν να γράψω ένα post. Από χτες το βράδυ τριγυρίζουν στο μυαλό μου οι μεσαιωνικές περί έρωτος πραγματείες αλλά και κάποιοι στίχοι από το Άσμα Ασμάτωνότι τετρωμένη αγάπης εγώ… ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη – και από σκέψη σε σκέψη θυμάμαι την ετυμολόγηση της λέξης «αγάπη»: αυτό το «αγα» είναι το άγαν, που σημαίνει υπερβολικός, δες λοιπόν που και ως λέξη η αγάπη εμπεριέχει την υπερβολή, δηλαδή την έλλειψη του μέτρου, και κοίτα που μέσα στον ίδιο γλωσσικό (και όχι μόνον) πολιτισμό έχεις τη λέξη «αγάπη» αλλά και το ρητό «μηδέν άγαν», δηλαδή να μην υπερβάλλεις σε τίποτα, μα δεν είναι αντίφαση αυτό; Μου φαίνεται σαν να προσπαθούσαν να ξορκίσουν αυτό το τρομερό συναίσθημα, διατυπώνοντας κανόνες που κανένας δεν θα μπορούσε να τηρήσει.

Είπα να κάνω ένα post για όλα αυτά. Ενστικτωδώς, παραμέρισα το πληκτρολόγιο, αυτό το κείμενο έπρεπε να περάσει από την εντελώς σωματική διαδικασία της γραφής, να βλέπεις το χέρι σου να κινείται πάνω στο χαρτί, τις λέξεις να σχηματίζονται μία-μία στο χρώμα το γκρίζο του μολυβιού, μου αρέσει να γράφω με μολύβι, χρόνια τώρα, βγάζει πάντα έναν ήχο σχεδόν ψιθυριστό, σαν να γρατζουνάει το χαρτί, αυτό μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα της αμυχής, ένα σημάδι από παλιά πληγή πάνω στο δέρμα ή μια καινούρια πληγή, σαν να περνάς ας πούμε δίπλα από ένα βάτο ή μια τριανταφυλλιά και τα αγκάθια σε χαράζουν, και ακόμη μου αρέσει η λέξη, επειδή μεταφορικά σημαίνει και το βάρος, αλλά παράλληλα με κάνει να θυμάμαι τα μολυβένια στρατιωτάκια, τον Καρυοθραύστη του Τσαϊκόφσκι και κάτι αγαπημένα μου παιδικά παραμύθια.

Δεν σχημάτισα παρά μερικές λέξεις: Πώς θα μπορούσε να τελειώνει…. Μια ερώτηση εκκρεμής. Αδιέξοδο. Σιωπή για λίγο. Άστο, αργότερα μπορεί να είναι καλύτερα. Αλλά, η αναβολή τελικά προκάλεσε ένα είδος ανησυχίας, μια παράξενη «αγωνία», μερικά πράγματα δεν μπορείς να τα αναβάλλεις, σου επιβάλλονται και σε καταδυναστεύουν.

Μερικά πράγματα, επίσης, δεν γίνονται post: δηλαδή, δεν μπορείς, μάλλον εγώ δεν μπορώ να τα γράψω ούτε ως δοκίμιο – όπως συνήθως γράφω – ούτε ως αφήγηση, ημιπαραληρηματική ή με κάποια στοιχειώδη αφηγηματική ενότητα – όπως σπανιότερα αποπειρώμαι να γράψω, αδοκίμως και αυτοσαρκαστικώς. Μερικά πράγματα τα λες. Απλώς τα λες. Σε έναν μόνον αποδέκτη, αδιάφορο αν τον έχεις απέναντί σου ή όχι. Και τα λες, επίσης, για έναν μόνον αποδέκτη. Του γράφεις ένα γράμμα, για παράδειγμα, μετά φτιάχνεις μια βαρκούλα με το χειρόγραφο και τη ρίχνεις στη θάλασσα και ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα φτάσει στα χέρια του.

Γι’ αυτό η ερώτηση εκείνη δεν συμπληρώθηκε. Πώς θα μπορούσε να τελειώνει. Και είναι παράξενο να αρχίζεις ένα κείμενο, ένα οποιοδήποτε κείμενο μιλώντας για το ενδεχόμενο τέλος. Αλλά πάλι, ο T.S. Eliot λέει στο “Little Gidding”:

What we call the beginning is often the end

And to make an end is to make a beginning.

The end is where we start from

Every phrase and every sentence is an end and a beginning,

Every poem is an epitaph.

Σ’ εκείνο το ποίημα, ο Eliot μιλά και για τον χρόνο – λέει, ας πούμε:

There are hours when there seems to be no past or future

Only a present moment of pointed light

When you want to burn. When you stretch out your hand

To the flames.

Έτσι είναι. To the flames. Μέσα από μια μοναδική στιγμή εκτυφλωτικού φωτός. Και σιωπής. Χωρίς παρελθόν και κυρίως χωρίς μέλλον.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 3:39 μ.μ. | Ενθύμιον | 12 σημειώσεις
Κυριακή, Μαρτίου 18, 2007
Se7en

Μπαίνω σήμερα το πρωί στο Tatween, και βρίσκω ένα φάκελο κάτω από το χαλάκι. Ο φίλτατος Π, με το σύνηθες παιγνιώδες ύφος, με βάζει στο παιχνίδι των επτά ταινιών. Πηγαίνω μια βόλτα από το Gravity, εξαιρετικό post έφτιαξε ο αφιλότιμος, έβαλε και αφίσες και μουσικούλα, έκατσε κι έγραψε και ανάλυση, ομολόγησε και τους κρυφούς του πόθους για την Patricia Arquette (a propos, κι εμένα μου άρεσε το "Lost Highway"), μπορείς τώρα να περιοριστείς σε απλή απαρίθμηση;

Από την άλλη, ποιες στην ευχή είναι οι αγαπημένες μου ταινίες; Τις μισές τις έχει γράψει ο Zero, τις άλλες μισές ο Π – τι να κάνω τώρα, να γράψω τα ίδια και εγώ;

Η υπόθεση σηκώνει καφέ, αυτοσυγκέντρωση, σκέψη και μνημονικούς ακροβατισμούς. Ας πάμε πίσω στο χρόνο, λοιπόν.

Από Διός άρξαρθε – τουτέστιν, “Casablanca”, Michael Curtiz, 1942. Επειδή είναι ο Bogart και η Ingrid, ο Rick και η Ilsa, επειδή Everybody comes to Ricks bar, κι επειδή κανένας αποχαιρετισμός δεν ξεπέρασε ποτέ εκείνο το “Heres looking at you, kid”. Play it again, Sam.

Από την Καζαμπλάνκα στη Νέα Ορλεάνη, μεταπολεμικές αυταπάτες, Tennessee Williams και ταξίδια στο φως και στο σκοτάδι withA Streetcar named Desire” (1951). Ο Elia Kazan ζωγραφίζει με γρήγορες νευρικές πινελιές, η Vivien Leigh μετέωρη στις νευρώσεις και τις παραισθήσεις της Blanche, ερωτοτροπώντας με το salto mortale, και ο Marlon Brando παίζει παιχνίδια έλξης και απώθησης πίσω από το προσωπείο του Stanley Kowalski.

Σαν να βάρυνε το κλίμα – ας φύγουμε από τη ζοφερότητα του αμερικανικού νότου, ξημερώνει όπου να ’ναι, ιδανική ώρα για “Breakfast at Tiffanys” (1961). Ο Blake Edwards μεταφέρει στην οθόνη μια ιστορία του Truman Capote και η Audrey Hepburn καθισμένη στο μπαλκόνι ονειρεύεται το παραμύθι της Holly Golightly (με τη μουσική υπόκρουση του Henry Mancini)– diamonds are forever, my darling, αρκεί να κουνήσει η νεράιδα το μαγικό ραβδάκι και ο χρόνος θα σταματήσει ένα λεπτό πριν από τις 12.

Θα υπάρχουν αυτά τα παραμύθια και στους κόσμους του μέλλοντος; Στο “Brazil” (1985) μάλλον όχι. Ο Terry Gilliam ανακατεύει κωμωδία και δράμα – η ρομαντική αρχή της μείξης των ειδών σε όλο της το μεγαλείο. Πιθανότατα, η καλύτερη ταινία επιστημονικής φαντασίας – σίγουρα η πιο αγαπημένη μου από αυτό το είδος· πάντα πίστευα ότι επιβεβαιώνει σε άλλα συμφραζόμενα εκείνο το Hell is a state of mind του William Blake.

Από τη ρομαντική ποιητική του Terry Gilliam στο ρομαντικό μυθιστόρημα της Mary Shelley. “Frankenstein” του Kenneth Branagh (1994). Εξαιρετική απόδοση της gothic ατμόσφαιρας, από σκηνή σε σκηνή η ασφυξία γίνεται πιο βασανιστική, ο de Niro δεν είναι ακριβώς στα καλύτερά του, αλλά μέσα στο σύνολο δεν προσέχεις τις ατέλειες.

Συγγενής θεματικά η “Mary Reily” του Stephen Frears (1996). Η Julia Roberts έξω από τις νόρμες της χολυγουντιανής κομεντί, μοναχική αλλά όχι εύθραυστη, υποπτεύεσαι ότι μια ανάσα τη χωρίζει από την ολέθρια έκρηξη του πάθους, και ο John Malkovich ολισθαίνει οδυνηρά ανάμεσα στις διαφορετικές έως αντιφατικές εκδοχές του εαυτού βαδίζοντας από τον Dr. Jekyl στον Mr. Hyde και τανάπαλιν – ξεχνάς ότι έχεις να κάνεις με υπόκριση, ίσως επειδή η εναλλαγή των προσωπείων είναι η πεμπτουσία της πλοκής· ή μάλλον όχι, δεν πρόκειται για εναλλαγή προσωπείων, πρόκειται για εγκλωβισμό σ’ αυτά.

Να τελειώσουμε με κάτι πιο χαρούμενο; “How to kill your neighbor’s dog” (2000) του Michael Kalesniko. Ο Kenneth Branagh αποδίδει έξοχα τις νευρώσεις και τις φοβίες του Peter McGowan, ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα που μετά από μια εντυπωσιακή είσοδο στην καλλιτεχνική σκηνή, είναι καθηλωμένος σε εκφραστικά (και άλλα) αδιέξοδα. Έξυπνοι διάλογοι, ματιά που κινείται ανάμεσα στον αυτοσαρκασμό, στην ειρωνεία και στο “this is how things are”, χωρίς μελοδραματικές κορώνες και χωρίς να υπεισέρχεται το μοτίβο της παθητικής παραίτησης.

Προσπάθησα να βάλω και φωτογραφίες, αλλά δεν μου πετύχαινε σήμερα και δεν έχω πολύ χρόνο· δεν πειράζει, μπορείτε να κινητοποιήσετε την εικονική σας φαντασία.

(Κάπου ειπώθηκε ότι και οι κινηματογραφικές μας προτιμήσεις φανερώνουν πράγματα για τον εαυτό μας· ανησυχητικό μου ακούγεται, λαμβάνοντας υπόψη τις δικές μου επιλογές.)

 
Από τη Λίτσα κατά τις 12:13 μ.μ. | Ενθύμιον | 9 σημειώσεις
Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007
Είδωλα

Είδωλον=ομοίωμα, μορφή εικών, φάσμα, φάντασμα

1.

Σε βλέπω να κινείσαι σαν φίδι ανάμεσα σε λέξεις που τις νομίζεις υπολογισμένες μέχρι το τελευταίο σύμφωνο. Θα χάσεις, στις λέξεις ήμουν πάντα καλύτερη. Η θλίψη προσελκύει – η μοναξιά, η απώλεια. Αυτό το χαρτί διάλεξες, και την αποσιώπηση· για να προκαλείς την απορία και το ενδιαφέρον. Και διαρκώς μιλάς για σένα, αίνοι δοξαστικοί, η ζήλια των άλλων όταν σε βλέπουν, σηκώθηκες και χόρεψες, μ’ ένα μακρύ λευκό φόρεμα, κάποιος άγνωστος σου είπε ότι είσαι όμορφη κι έκλαψε για σένα, ώρα ν’ αλλάξεις το σκηνικό, σήμερα είσαι αισθαντική, αύριο θα είσαι πόρνη, δεν μπορείς να δεις τη διαφορά, επειδή και στους δύο ρόλους είσαι το ίδιο πρόσωπο. Μια αισθαντική πόρνη ίσως. Δεν είναι κι άσχημο· σίγουρα πολλοί θα σε ονειρευτούν μ’ αυτό το προσωπείο.

2.

Η άλλη, εντελώς διαφορετική. Δεν μιλούσε για χαμένες εποχές, αυτό το γλυκερό παρελθόν το απεχθανόταν. Ήταν σημείο παραίτησης. Ο τόπος της, ένα παρόν διασπασμένο, ένα μέλλον εφιαλτικό, κυριαρχούν οι μηχανές, μοναχικές βραδιές σε μισοσκότεινα μπαρ, εραστές φευγαλέοι χωρίς πρόσωπο, η μουσική πολύ δυνατά, εκείνη να φεύγει στο τέλος μόνη. Με κομμένες τις φλέβες, ίσως. Οι λέξεις της κυρίως πρόστυχες, όλα μπορούν να ειπωθούν, όλα κατανομάζονται, όλα περιγράφονται. Τα βράδια στις παρέες είχε πάντα ένα ύφος σαν να ήξερε πολλά, από εκείνα που βασανίζουν και δεν λέγονται παρά μόνον μετά από ικανές ποσότητες αλκοόλ, φυσικά κι αυτό ένας ρόλος ήταν, με την πρώτη ερώτηση ήταν έτοιμη να πει τα πάντα, ανακατεύοντας αλήθειες και ψέματα, τι σημασία είχε, αρκεί να κατασκεύαζε την εικόνα, το είδωλο, το ομοίωμα.

3.

Εκείνη χαμογελούσε. Άλλοτε επειδή ήταν χαρούμενη, άλλοτε επειδή ειρωνευόταν. Δεν μιλούσε για τον εαυτό της. Έδινε κάθε τόσο μικρές ψηφίδες, πήγαινες να τις βάλεις στη σειρά κι έβλεπες πως τίποτα δεν ταίριαζε, και κάθε καινούρια ψηφίδα οδηγούσε σε εικόνα διαφορετική. Αινιγματική, ελλειπτική, μισοκρυμμένη. Περίπλοκη ιστορία. Δεν είχε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ή μάλλον είχε πάρα πολλούς, ίσως όλους. Μιλούσε λοιπόν για άλλα πράγματα –όμως, τις λέξεις τις ήξερε καλά, τις διάλεγε με προσοχή, κι έκλεινε μέσα τους όσα δεν ήθελε ν’ αποκαλύψει, παιχνίδι θανάσιμο γινόταν, στο τέλος κάποιος πέθαινε, δεν μπορούσες να πεις ποιος, μπορεί και να ήταν εκείνη, αλλά δεν το έδειξε ποτέ.

Τα είδωλα γκρεμίζονται στο τέλος.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 4:11 μ.μ. | Ενθύμιον | 9 σημειώσεις
Τετάρτη, Μαρτίου 14, 2007
Héloïze and Abélard
Edward Blair Leighton, "Peter Abélard and his pupil Héloïze" (1882)

Για τη συζήτηση, μ’ ένα φίλο
Διάβαζα τις προάλλες σ’ ένα post, μια ιστορία και παρακολούθησα την ενδιαφέρουσα συζήτηση περί έρωτος που ξεκίνησε στα σχόλια· περιορίστηκα να δηλώσω την άγνοιά μου – τι νόημα θα είχε μία ακόμη άποψη για ένα θέμα που θεωρητικώς δεν καλύπτεται και βιωματικώς προσεγγίζεται με άπειρους τρόπους; Συζητώντας χτες μ’ ένα φίλο, ήρθε η κουβέντα στις σημερινές νοοτροπίες· ομολόγησα επίσης την άγνοιά μου, με την παραδοχή ότι ζω σε περασμένο αιώνα (είναι καλός τρόπος να ξεφεύγεις και επιπλέον στερείς από τον συνομιλητή σου τη δυνατότητα να σου πει «ε, καλά, εσύ ζεις στον κόσμο σου»). Αργότερα, ήρθε στο μυαλό μου μια ιστορία που αγαπώ πολύ και που – δυστυχώς – δεν οφείλεται στη φαντασία κάποιου λογοτέχνη· αντιθέτως, τροφοδότησε την καλλιτεχνική φαντασία πολλών. Σκέφτηκα, λοιπόν, αντί θεωρητικολογίας περί έρωτος, να γράψω αυτήν την ιστορία, αφού, όπως είπε κάποτε ο Eco, εκείνο που δεν μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε, μπορούμε να το αφηγηθούμε.
Έτος 1079. Στο Pallet, ένα χωριό κοντά στη Νάντη της Βρετάνης, γεννιέται ο Pierre Abélard, που θεωρείται πρόδρομος της σχολαστικής φιλοσοφίας (προχείρως, η σχολαστική φιλοσοφία ή σχολαστικισμός ήταν η κυρίαρχη φιλοσοφική τάση από τον 11ο ως τον 13ο αι. Πηγές του ήσαν τα κείμενα του Αυγουστίνου και των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία συγκεράστηκαν με φιλοσοφικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, ιδίως του Αριστοτέλη, και των νεοπλατωνικών). Ως ο πρωτότοκος μιας οικογένειας ευγενών, ο Abélard θα μπορούσε να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα, προτίμησε όμως την ακαδημαϊκή ζωή. Λέγεται ότι ήταν εξαιρετικής ευφυΐας· ταξίδεψε σε αρκετά μέρη για να βρει τους καλύτερους δασκάλους και, έφηβος ακόμη, έφτασε στο Παρίσι, όπου μαθήτευσε για λίγο κοντά στον Γουλιέλμο του Champeaux και στον Ανσέλμο της Laon. Οι ικανότητές του στην επιχειρηματολογία ήταν απαράμιλλες. Μάλιστα, σε μια φιλοσοφική συζήτηση με τον δάσκαλό του – που κατέληξε σε ένα είδος «λεκτικής μονομαχίας» – ουσιαστικά κατέρριψε την κυρίαρχη τότε φιλοσοφική θεωρία του Ρεαλισμού, που αντικαταστάθηκε από τη θεωρία του Νομιναλισμού. Στα 22 του χρόνια, και παρά τις αντιρρήσεις των δασκάλων του, ίδρυσε μια σχολή στο Melun και λίγο αργότερα πήγε στο Corbeil, πιο κοντά στο Παρίσι.
Βρισκόμαστε πια στο 1101. Την ίδια εκείνη χρονιά, γεννιέται, άγνωστο πού, η Héloïze. Δεν ξέρουμε πολλά για τους γονείς της – ξέρουμε ότι μεγάλωσε δίπλα σ’ έναν θείο της, τον Fulbert, που ήταν εφημέριος στη Notre-Dame.
Στο μεταξύ, η φήμη του Abélard ως δασκάλου ολοένα αυξάνεται. Μετά από μία ακόμη αναμέτρηση με τον δάσκαλό του, τον Γουλιέλμο, στην οποία αναδεικνύεται ξανά θριαμβευτής, πηγαίνει στο Παρίσι και ιδρύει μια καινούρια σχολή στο όρος της Sainte-Geneviève. Έχοντας θεμελιώσει τη φήμη του και τις γνώσεις του στον τομέα της διαλεκτικής, στρέφεται στη θεολογία και σύντομα διαπρέπει και εκεί. Στο απόγειο της δόξας του, ονομάζεται εφημέριος της Notre-Dame στα 1115 (αφού, ο μόνος δρόμος για να εξελιχθεί ένας λόγιος, περνούσε αναγκαστικά από την Εκκλησία).
Φαίνεται, όμως, πως μετά από κάθε θρίαμβο, ακολουθεί κατ’ ανάγκην η πτώση. Ίσως να ήταν και η αλαζονεία του Abélard, που προκάλεσε τη μοίρα – επειδή, θεωρούσε πως ήταν ο μοναδικός φιλόσοφος στον κόσμο που δεν είχε ποτέ ηττηθεί. Ίσως πάλι, να έφταιγε το γεγονός ότι ως τότε είχε αφοσιωθεί αποκλειστικά στην επιστήμη, στην καλλιέργεια της διάνοιας, αφήνοντας τον παράλογο κόσμο του συναισθήματος κλεισμένο σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο. Ίσως και να μην ισχύει τίποτα από όλα αυτά και ό,τι ακολούθησε να ήταν απλώς ένα παιχνίδι της ζωής.
Στο Παρίσι, ο Abélard θα γνωρίσει την Héloïze. Λένε ότι πολύ περισσότερο από την ομορφιά της, εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν οι γνώσεις της: εκτός από τα λατινικά, γνώριζε επίσης ελληνικά και εβραϊκά, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για μια γυναίκα της εποχής. Ο Abélard την ερωτεύεται και επιδιώκει να γίνει δάσκαλός της· και, η Héloïze τον ερωτεύεται κι εκείνη. Δεν το κράτησαν κρυφό· στην πραγματικότητα, όλο το Παρίσι ήξερε γι’ αυτόν τον έρωτα – εκτός από τον θείο της Héloïze. Όταν εκείνος το έμαθε, οι εραστές αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον και να συναντιούνται κρυφά. Αλλά, η Héloïze μένει έγκυος και ο Abélard τη φυγαδεύει στη Βρετάνη, όπου γεννιέται ο γιος τους (1118)· τον βαφτίζουν Astrolabe (αστρολάβο) από το αστρονομικό και γεωδαιτικό όργανο, που εκείνη την εποχή είχε έρθει στην Ευρώπη από τους Άραβες (το παιδί ανατέθηκε στη φροντίδα της αδελφής του Abélard και είχε ελάχιστη επικοινωνία με τους γονείς του). Προκειμένου να εξευμενίσει τον Fulbert, ο Abélard προτείνει στην Héloïze να παντρευτούν – κρυφά, όμως, ώστε να μην παρεμποδιστεί η εξέλιξή του στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Η Héloïze αρνείται λέγοντας ότι «ο τίτλος της ερωμένης, αντί γι’ αυτόν της συζύγου, θα είναι πιο πολύτιμος και πιο τιμητικός για μένα· αυτό που έχει σημασία σε μια ιδανική σχέση, δεν είναι ο περιορισμός που επιβάλλουν τα δεσμά του γάμου, αλλά η αγάπη που δίδεται ελεύθερα»· αλλά τελικά υποκύπτει στις πιέσεις του.
Ο Fulbert, όμως, δεν κράτησε το μυστικό που του εμπιστεύτηκε το ζευγάρι. Και, όταν η Héloïze δεν μπορούσε πια να αντέξει στις πιέσεις, ζήτησε καταφύγιο στη μονή του Argenteuil, μετά από παράκληση του Abélard. Ουσιαστικά, από το σημείο αυτό αρχίζει ο εφιάλτης. Νομίζοντας ότι ο Abélard σκόπευε να ξεφορτωθεί τη γυναίκα του, ο Fulbert μαζί με πληρωμένους μπράβους μπαίνουν τη νύχτα στην κάμαρά του και τον ευνουχίζουν· υπάρχει, όμως, και η πιθανότητα, το κίνητρο του Fulbert να ήταν πολιτικό και να σχετίζεται με τη διαμάχη ανάμεσα στην οικογένεια των Montmorency και στον Stephen de Garland, που υποστήριζε και χρηματοδοτούσε τον Abélard. Η εκκλησιαστική σταδιοδρομία ήταν πλέον απαγορευμένη για τον φιλόσοφο· και, η Héloïze, αν και ήταν μόλις 20 χρονών, έγινε μοναχή.
Για να αποφύγει νέες διώξεις, ο Abélard ζήτησε καταφύγιο στη μονή Saint-Gildas-de-Rhuys, όπου έγινε ηγούμενος. Έζησε για 10 περίπου χρόνια σ’ έναν τόπο αφιλόξενο, άγονο, παρατημένο στα χέρια των ληστών και των παρανόμων. Το μόνο φωτεινό σημείο ήταν ότι κατάφερε να κάνει την Héloïze ηγουμένη σε μια καινούρια γυναικεία μονή, που εγκαταστάθηκε εκεί κοντά, στα ερημωμένα κτήρια του Παρακλήτου. Μετά την αποχώρησή του από το Saint-Gildas, και ζώντας για ένα διάστημα μακριά από την αγαπημένη του, ο Abélard έγραψε το περίφημο έργο του Historia Calamitatum (Ιστορία των συμφορών)· τούτο παρακίνησε την Héloïze να του γράψει την πρώτη από μια σειρά επιστολών, που παραμένει ανυπέρβλητο δείγμα ανθρώπινου πάθους και γυναικείας αφοσίωσης.
Το 1136, ο Abélard επέστρεψε στη σχολή της Sainte Geneviève όπου δίδαξε για ένα διάστημα· αλλά οι περιπέτειές του δεν θα τελείωναν εδώ. Ο Βερνάρδος του Clairvaux (ο γνωστός άγιος Βερνάρδος, που εμφανίζεται ως αρχιθαλαμηπόλος της Παναγίας στην Commedia Divina του Dante) θεώρησε πως οι διδασκαλίες του Abélard για την έλλογη κριτική και έρευνα ήσαν ανατρεπτικές και πάντως επικίνδυνες για την πίστη και το δόγμα. Έτσι, τον παρέπεμψε στη Σύνοδο της Sens (1141) και επέτυχε να καταδικαστούν οι θέσεις και η διδασκαλία του. Ο Abélard προσπάθησε να υποστηρίξει την υπόθεσή του στη Ρώμη, όμως, ο ισχυρός Βερνάρδος επέτυχε μία ακόμη καταδίκη για τον αντίπαλό του (1142). Υπό την πίεση των γεγονότων αλλά και της προετοιμασίας για την υπεράσπισή του, ο Abélard κατέρρευσε στη μονή του Clouny και λίγους μήνες αργότερα πέθανε (1142 ή 1144). Πρώτα τον έθαψαν στο St. Marcel, σύντομα όμως τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι του Παρακλήτου και αφέθηκαν στις φροντίδες της Héloïze· εκείνη πέθανε το 1163, και την έθαψαν δίπλα του, όπως επιθυμούσε. Αλλά η ιστορία τους δεν τελειώνει ούτε εδώ: τα λείψανά τους μεταφέρθηκαν δύο ακόμη φορές – το 1463 και το 1800 – και περί τα 1817 τάφηκαν τελικά στο Pere la Chaise.
Αυτή ήταν η ιστορία. Ενέπνευσε δεκάδες ποιητές, λαϊκούς και λόγιους (ανάμεσά τους, τον Shakespeare, που έγραψε μια ημιτελή τραγωδία, και τον Lamartine), ζωγράφους και μουσικούς· ας σημειωθεί ότι την ιστορία αφηγείται και ο Mark Twain στο έργο του The Innocents Abroad (1869). Η αλληλογραφία των δύο εραστών, ιδίως οι επιστολές της
Héloïze, θεωρούνται από τα αριστουργηματικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και παραμένουν σημαντική πηγή για την ιστορία των νοοτροπιών και των συναισθημάτων του 12ου αι.
Δεν ξέρω τι θα σήμαινε σήμερα αυτή η ιστορία. Υποθέτω ότι θα ακούγεται παράταιρη και ίσως μελοδραματική ή ακόμη και ανόητη. Άλλωστε, μας χωρίζουν τόσα από τον 12ο αι. – η γνώση έχει προχωρήσει, η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί, οι άνθρωποι είναι πιο ελεύθεροι και τέτοιες ιστορίες δεν είναι πλέον προσφιλείς ούτε στη λογοτεχνία.

ΥΓ. Ο Abélard είπε κάποτε πως η λογική τον έκανε μισητό στον κόσμο. Θα ήθελα, πράγματι, να ξέρω τι θα σκεφτόταν, αν μάθαινε τι ήταν εκείνο που έκανε τελικά τον κόσμο να τον αγαπήσει.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 4:22 π.μ. | Ενθύμιον | 9 σημειώσεις
Τρίτη, Μαρτίου 13, 2007
Βαρέθηκα

Βαρέθηκα…

… τους παντογνώστες, τους ειδικούς ερασιτέχνες, τους από καθέδρας φιλοσοφούντες που ομιλούν με την ίδια ευκολία είτε περί της πυρηνικής ενέργειας είτε περί της τιμής της ντομάτας

… τη μιζέρια που βλέπω στην περιγραφή της καθημερινότητας, στις εορταστικές εκδηλώσεις, στην εξωτερική πολιτική, στον συνδικαλιστικό λόγο, στα τηλεοπτικά προγράμματα

… όλους εκείνους που εμφανίζονται τρισευτυχισμένοι, να λικνίζονται ηδυπαθώς στους ήχους του τελευταίου μπουζουκο-εθνικ-ντισκο-βλάχικου άσματος, να τα σπάνε στα εικονικά σκυλάδικα του Άκη και της Σεμίνας, λες και το μόνο μας πρόβλημα επί του παρόντος είναι με ποιον κακόηχο αμανέ θα εκτονώσουμε τους καημούς μας

Βαρέθηκα…

… όλες τις εκπομπές, έντυπα και λοιπά ψυχαγωγικο-εκπαιδευτικά που καλλιεργούν την εικόνα της σύγχρονης απελευθερωμένης γυναίκας: αναλογίες μοντέλου, στοιχειώδης νόηση, φιλοδοξίες μέχρι τους επτά ουρανούς, βασική αρχή αυτή της ήσσονος προσπάθειας, και όνειρα που εν τέλει συμπυκνώνονται στο τρίπτυχο πλούσιος σύζυγος – κοσμική ζωή – εραστής

… όλες τις γυναίκες που μπαίνουν οικειοθελώς σ’ αυτήν την εικόνα και το χαίρονται επειδή νομίζουν πως την έφτιαξαν μόνες τους

…τους άντρες που βολοδέρνουν ανάμεσα στις αντικρουόμενες ταυτότητες που τους επιβάλλονται – επιτυχημένος, σκληρός, ευαίσθητος, bon viveur, κοσμικός, πολιτικώς ορθώς, μοιραίος εραστής – που συμβιβάζονται με τα λιγότερα, που επιλέγουν το εύκολο επειδή φοβούνται ότι θα είναι ανεπαρκείς για το δυσκολότερο και καταλήγουν να εξωραΐζουν το κατά τα λοιπά αδιάφορο παρελθόν τους, αναμασώντας εκείνο το αχ, πού ’σαι νιότη που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος

Βαρέθηκα…

…όσους πιστεύουν ότι η τέχνη λέει ψέματα

… όσους πιστεύουν ότι η τέχνη λέει αλήθεια

… αυτήν την ανήθικη χώρα που επιβιώνει τυχαίως

… αυτούς που μιλούν για το αρχαίο μας παρελθόν

… αυτούς που αγνοούν το αρχαίο μας παρελθόν

… τις ελπίδες και τους φόβους που προσφέρουν θρησκείες, θεωρίες και ιδεολογίες

… τους δικούς μου φόβους

… τις ελλείψεις

… τις εκλείψεις

Πάω να φτιάξω έναν καφέ ακόμη.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 9:09 π.μ. | Ενθύμιον | 16 σημειώσεις
Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007
Historia, magistra vitae

Ανάμεσα στα πολλά που έγιναν και συζητήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, ξεχώρισα ένα – δεν είναι μόνον ο Ροΐδης που έχει τις εμμονές του στην ημετέρα blogόσφαιρα (και με συγχωρείτε για τον ελληνοαγγλικό συμφυρμό). Πρόκειται για το ζήτημα που αφορά το νέο βιβλίο της ιστορίας και τις έντονες αντιπαραθέσεις πολεμίων και υποστηρικτών. Το βιβλίο δεν το έχω δει ακόμη· απ’ όσα ακούω, σε μερικά σημεία θα συμφωνούσα με την προσέγγιση των συγγραφέων, σε άλλα όχι. Καθώς όμως πλησιάζει η 25η Μαρτίου και θ’ ακούσουμε πάλι όσα «ηχηρά παρόμοια» ακούμε κάθε χρόνο, είναι ευκαιρία για κάποιες σχετικές αναφορές – τις οποίες δεν βρίσκαμε στα εγχειρίδια της ιστορίας, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα.

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Έτος 1453, η Πόλις εάλω, επί Μωάμεθ Β΄ του επονομαζόμενου Πορθητή. Πρώτος Πατριάρχης ο Γεώργιος Σχολάριος, που αναγορεύεται με το όνομα Γεννάδιος. Πατριάρχης των υπόδουλων πια χριστιανών, αλλά και βεζίρης, δηλ. υπουργός του σουλτάνου – φυσικώ τω λόγω, διότι υπήγετο στη διοικητική ιεραρχία της Υψηλής Πύλης.

Λοιπόν, ο Πατριάρχης και το ποίμνιό του λαμβάνουν κάποια προνόμια από τον σουλτάνο. Γιατί, όμως, αυτή η «μεγαλοψυχία»; Διότι, βάσει του Κορανίου (και των νοοτροπικών δεδομένων της εποχής), οι μουσουλμάνοι είναι «πολεμιστές του Αλλάχ» και δεν επιτρέπεται να κάνουν χειρωνακτικές εργασίες· και, όταν κατακτούν απίστους, έχουν κάθε δικαίωμα να τους σκοτώνουν, εκτός αν αυτοί δεχτούν να ασπαστούν το Ισλάμ. Αν, όμως, αυτοί οι άπιστοι είναι χριστιανοί ή Εβραίοι, τότε μπορεί να τους χαριστεί η ζωή. Γιατί; ξαναρωτάμε. Διότι, για φαντάσου όλοι οι υπόδουλοι λαοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να γίνονταν μουσουλμάνοι· ποιος θα απέμενε για τις χειρωνακτικές εργασίες; Καλός ο πόλεμος, και δη ο ιερός, αλλά κάποιος πρέπει να ταΐζει τους πολεμιστές - ή όχι; Θα μου πείτε, όμως, γιατί αυτή η εξαίρεση ειδικά σε χριστιανούς και Εβραίους; Πρώτον, διότι είναι οι «λαοί της Βίβλου» και ως γνωστόν το Κοράνι μιλά με απόλυτο σεβασμό τόσο για τους Εβραίους προφήτες όσο και για τον Ιησού· δεύτερον (και πρακτικότερον) διότι αυτοί οι δύο λαοί μπορούν να στηρίξουν τη διοίκηση και τη λειτουργία της νέας αυτοκρατορίας: οι (βυζαντινοί) χριστιανοί βρίσκονταν αιώνες στο χώρο που πλέον καταλαμβάνουν οι οθωμανοί και έχουν αναπτύξει τις απαιτούμενες (πάσης φύσεως) δομές, οι δε Εβραίοι έχουν επίσης αποδειχτεί έμπειροι και αποτελεσματικοί σε ό,τι αφορά τον οικονομικό τομέα.

Ο Πατριάρχης των Ρωμιών, ως βεζίρης απολαμβάνει επίσης μια σειρά διοικητικών προνομίων, αλλά αναλαμβάνει δύο σημαντικά καθήκοντα: πρώτον, να κρατά το ποίμνιό του χριστιανικό (διότι, είπαμε, καποιος πρέπει να δουλεύει) και δεύτερον, να κρατά το ποίμνιό του υπόδουλο, τουτέστιν να αποθαρρύνει και να καταδικάζει κάθε επαναστατική δραστηριότητα· στην εναντία περίπτωση, ο σουλτάνος είχε κάθε λόγο να του πάρει το κεφάλι, όπως έκανε κάθε φορά που ένας βεζίρης δεν εκπληρούσε τα καθήκοντά του.

Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η εκπαίδευση των υπόδουλων περνά στα χέρια της εκκλησίας, διότι πώς αλλιώς θα έμενε το ποίμνιο χριστιανικό και υποταγμένο; Φυσικά, μη φανταστείτε ότι η παιδεία ήταν προγραμματισμένη για πολλά πράγματα – ολίγα κολυβογράμματα μαθαίναν τα παιδιά κι αυτά από εκκλησιαστικά βιβλία. Αλλά έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, διατηρείται η γλώσσα και η θρησκευτική ταυτότητα – και, παρά τις έλλογες αντιρρήσεις μου περί τα δογματικά θέματα, δεν μπορώ να αγνοήσω τη γεωπολιτική σημασία του γεγονότος.

Το καλό με την ανθρώπινη ιστορία, βέβαια, είναι ότι δεν είναι δυνατόν να προδιαγράψεις τι θα κάνουν οι μεταγενέστεροι· έτσι, μπορεί ο Γεννάδιος, λ.χ., να ονειρευόταν μια ελληνο-οθωμανική αυτοκρατορία (ως το μόνο ενδεδειγμένο αντίπαλον δέος στους δυτικούς και στον παπισμό), αλλά αρκετοί από τους διαδόχους του τα είδαν αλλιώς τα πράγματα. Έτσι, ο Κύριλλος Λούκαρις (17ος αι.), λ.χ., οργανώνει την εκπαίδευση, προσπαθεί να κάνει την Πόλη κέντρο των ελληνικών γραμμάτων, ιδρύει την περίφημη «Πατριαρχική Τυπογραφία», φέρνοντας στα Βαλκάνια τα πιο σύγχρονα μηχανήματα, και ευνοεί τη μετάφραση των Ευαγγελίων στην ομιλουμένη, προκειμένου να καταλαβαίνουν οι πιστοί τι ακούνε κάθε Κυριακή στη λειτουργία. Και, γιατί όλα αυτά; Διότι, ο Λούκαρις αντιλαμβάνεται πως μόνο μέσα από τη συστηματική ελληνική παιδεία, μπορεί ν’ αποφευχθεί ο κίνδυνος του προσηλυτισμού των Ελλήνων στον προτεσταντισμό. Φυσικά, όλη αυτή η δραστηριότητα δεν γίνεται εν αγνοία των Οθωμανών ή της Πύλης – θα ήταν δυνατόν να στήσει κανείς ολόκληρο τυπογραφείο στην Πόλη και να μην το πάρει χαμπάρι κανείς; Εν τέλει, μετά από τρεις διαδοχικές πατριαρχίες, ο Λούκαρις στραγγαλίζεται από τους Τούρκους (είναι ο πρώτος Πατριάρχης που έχει αυτό το τέλος), όχι όμως επειδή ενεργοποιήθηκε περί τα εκπαιδευτικά, αλλά επειδή τον κατήγγειλαν ως πράκτορα των Δυτικών, που σχεδιάζει να οργανώσει επανάσταση με τη βοήθεια των Ρώσων. Λέγεται ότι τούτο ήταν δάκτυλος της προτεσταντικής προπαγάνδας που έβλεπε το προσηλυτιστικό της έργο να παρεμποδίζεται από τον Πατριάρχη· δεν αποκλείεται διόλου όμως να συνήργησαν και άτομα μέσα από το ίδιο το Πατριαρχείο που, ασφαλώς, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ύπαρξη ενός «διαφωτιστή» στο Φανάρι.

Ερώτημα: αφού λοιπόν η εκπαίδευση ήταν στα χέρια της εκκλησίας και αφού ο Λούκαρις έδρασε τόσο ανοιχτά υπέρ της οργάνωσης της παιδείας, πώς γίνεται να υπήρχαν τα κρυφά σχολειά; Ε, δεν γίνεται. Δεν γίνεται με την έννοια ότι η εκπαίδευση των υπόδουλων δεν τελούσε υπό καθολική απαγόρευση. Φυσικά, δεν αποκλείεται διόλου σε τοπικό επίπεδο να υπήρξε τέτοια απαγόρευση, εξαιτίας της ιδιοτροπίας και της προσωπικής πολιτικής κάποιου πασά· αλλά, ξαναλέω, τούτο θα ήταν σε τοπικό επίπεδο και πάντως δεν θα μπορούσε να διαρκέσει επί μακρόν (αντιστοίχως, παρ’ όλο που δεν εφαρμόστηκε στον ελλαδικό χώρο πολιτική μαζικών εξισλαμισμών, έχουμε αρκετές περιπτώσεις εξισλαμισμών του πληθυσμού σε τοπικό επίπεδο). Κι επειδή άκουσα να λέγεται ότι βεβαίως τα παιδιά των κλεφτών πήγαιναν κρυφά στα μοναστήρια για να μάθουν γράμματα συνεπώς τούτο δεικνύει ότι το κρυφό σχολείο υπήρξε, ας σημειώσω ότι ναι, τα παιδιά των κλεφτών αναγκάζονταν να κρύβονται, αλλά επειδή ήταν παιδιά των κλεφτών όχι επειδή η εκπαίδευση απαγορευόταν.

Ας πάμε τώρα στο θρύλο (ή το μύθο, αν προτιμάτε) του κρυφού σχολειού. Τι λέει η παράδοση; Ότι ιδρυτής των κρυφών σχολειών ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Πότε έζησε ο Αιτωλός; Τον 18ο αι. Μα, αν τα κρυφά σχολειά ιδρύθηκαν τον 18ο αι., πώς διετηρείτο μέχρι τότε η γλώσσα και η θρησκευτική συνείδηση; Και πώς γίνεται ένας «θεσμός» που διαρκεί μόλις 60 χρόνια να χαρακτηρίζει 400; Από την άλλη, ο Κοσμάς φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή. Μα, αν ήταν απαγορευμένη η παιδεία πώς υπήρχε αυτή η σχολή; Πώς υπήρχαν τα σχολεία στα Αμπελάκια; Πώς υπήρχε η περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου δίδαξαν οι κορυφαίοι Έλληνες Διαφωτιστές και φοίτησαν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της πρώτης γενιάς του ελληνικού ρομαντισμού;

Ας πάμε παρακάτω, στην εξίσου χιλιοειπωμένη ιστορία του Γρηγορίου του Ε΄, που ονομάστηκε εθνομάρτυρας και το άγαλμά του δεσπόζει έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι ο Πατριάρχης αφόρισε μεν την επανάσταση για να μην εκθέσει το λαό στην εκδικητική μανία των Τούρκων, την υποστήριξε όμως μυστικά· η δε εκτέλεσή του θεωρείται ότι έγινε στο πλαίσιο των τουρκικών αντιποίνων. Λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε ότι αφ’ ης στιγμής ξέσπασε η επανάσταση, ο Πατριάρχης ήταν υπόλογος στο σουλτάνο, διότι δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Δεν πρόκειται ούτε περί θυσίας ούτε περί ηρωισμού – ήταν απλώς η επιβεβλημένη (εκ των πραγμάτων) τιμωρία.

Σε ό,τι αφορά το κίνητρο του αφορισμού της επανάστασης, ας μου επιτραπεί να έχω τις αμφιβολίες μου. Διότι είναι γνωστό πια (και είναι γνωστό εδώ και χρόνια) ότι ο Γρηγόριος ήταν αντι-διαφωτιστής και εξ αρχής εναντίον της επανάστασης. Και, είναι γνωστό ότι στα 1798 (τη χρονιά που συλλαμβάνεται ο Ρήγας) τυπώνεται το βιβλίο Πατρική Διδασκαλία όπου καταδικάζεται διαρρήδην κάθε επαναστατική προσπάθεια (με τα συνήθη επιχειρήματα ότι εφόσον η υποδούλωση ήταν θείο θέλημα, η επανάσταση θα συνιστούσε ανυπακοή, ασέβεια, αμαρτία κλπ.). Το βιβλίο αποδίδεται στον ετοιμοθάνατο τότε Πατριάρχη Ιεροσολύμων· επειδή όμως ο Πατριάρχης δεν πήγε τελικά στον άλλο κόσμο, αποκαλύφθηκε ότι συγγραφέας του ήταν ο Γρηγόριος Ε΄ (και να σημειώσω παρενθετικά, ότι επί Πατριαρχίας του κυκλοφόρησε εγκύκλιος που απαγόρευε στους χριστιανούς να βαφτίζουν τα παιδιά τους με αρχαία ελληνικά ονόματα). Λίγο μετά την έκδοση της Πατρικής Διδασκαλίας, ο Αδαμάντιος Κοραής απαντά με την Αδελφική Διδασκαλία, ένα βίαιο φυλλάδιο προς υπεράσπισιν των φιλελεύθερων ιδεών.

Η στάση της εκκλησίας στην επανάσταση δεν ήταν ενιαία: υπήρχαν διαφωτιστές κληρικοί (προχείρως, ο Γαζής, ο Φαρμακίδης, και για κάποιο διάστημα ο Κων. Οικονόμος), οπαδοί του Κοραή, που υποστήριξαν ενθέρμως την εθνική υπόθεση, και υπήρξαν και κληρικοί που επέμεναν στη διατήρηση του status quo. Ουσιαστικά, η επανάσταση μπορεί να ιδωθεί και ως παράγοντας μιας ενδοεκκλησιαστικής διαμάχης, διότι η δημιουργία ενός εθνικού ελληνικού κράτους θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην και στη δημιουργία μιας εθνικής ελληνικής εκκλησίας – εφόσον δεν θα ήταν δυνατό το νέο κράτος να διοικείται εκκλησιαστικά από τον Πατριάρχη, δηλ. από έναν διοικητικό υπάλληλο ξένου κράτους. Αλλά, όπως είναι γνωστό, το Πατριαρχείο δεν ευνοούσε την ίδρυση εθνικών εκκλησιών, που θα αποδυνάμωναν την οικουμενικότητά του· άλλωστε, ο χριστιανισμός δεν ήταν εγγενώς εθνική θρησκεία, αλλά υπερεθνική (ή αν προτιμάτε οικουμενική)· το ότι ταυτίστηκε με εθνικές επιδιώξεις είναι υπόθεση πολιτικής και συγκυρίας. Βέβαια, οι αντιρρήσεις του Πατριαρχείου ουδόλως ελήφθησαν υπόψιν ή πάντως δεν τελεσφόρησαν· έγινε η επανάσταση, έγινε το κράτος, έγινε και η εθνική ελληνική (ελλαδική λέγεται σήμερα) εκκλησία – η οποία όμως αναγνωρίστηκε από το Πατριαρχείο μόλις το 1850 – που σημαίνει ότι για 20 χρόνια, η ελλαδική εκκλησία ουσιαστικά εθεωρείτο αφορισμένη.

Η επανάσταση, τώρα. Πού, πώς, πότε και από ποιον. Στη Μολδοβλαχία, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη – αυτό το μαθαίναμε στο Λύκειο, χρόνια πριν. Δεν κηρύχτηκε λοιπόν στην Αγία Λαύρα; Κηρύχτηκε κι εκεί, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, σε διαφορετικές ημερομηνίες. Δεν κηρύχτηκε όμως στις 25 Μαρτίου, αλλά ενωρίτερα, πιθανώς στις 17 Μαρτίου. Η καθιέρωση της 25ης Μαρτίου έγινε αργότερα, στο νέο κράτος, για προφανείς συμβολικούς λόγους· μάλιστα, στον πρώτο εορτασμό της διπλής επετείου, στις 25 Μαρτίου του 1838, η φράση που κυριάρχησε ως σύνθημα ήταν Στην Πόλη!

Γιατί όμως επελέγη η (έστω και κατά μερικές ημέρες μετατεθειμένη) ημερομηνία της επανάστασης στην Πελοπόννησο και όχι ας πούμε εκείνη στη Μολδοβλαχία ή οπουδήποτε αλλού; Κατ’ αρχάς, η επανάσταση στη Μολδοβλαχία είχε άδοξο τέλος, ενώ στην Πελοπόννησο ακολουθήθηκε από σειρά επιτυχών επιχειρήσεων. Επιπλέον, τα πρώτα σύνορα του ελληνικού κράτους άφηναν απέξω όχι μόνο τη Μολδοβλαχία, αλλά μεγάλο μέρος της σημερινής επικράτειας – ώστε, στην προσπάθεια συγκρότησης ιδεολογικού ιστού, δεν θα είχε νόημα να συνδεθεί η επανάσταση με έναν χώρο ακόμη υπόδουλο. Τέλος, η προοπτική των πρώτων ιστοριογράφων της επανάστασης αλλά και του ελληνικού κράτους ήταν προφανώς εστιασμένη στην Πελοπόννησο – ως εκ τούτου, έχουν υποβαθμιστεί, λ.χ., οι επαναστάσεις των Σουλιωτών, ο ρόλος του Ιωάννη Κωλέττη κλπ., προκειμένου να αναδειχτεί ο Μωριάς ως το «κέντρο» του Αγώνα.

Αυτά τα ολίγα περί των γεγονότων. Δε βλέπω το λόγο γιατί θα συνιστούσε ατόπημα να τα διδάσκονται οι μαθητές, σε ό,τι αφορά την απόκτηση εθνικής ή/και ιστορικής συνείδησης. Φυσικά, μέσω αυτών αποδομούνται και απομυθοποιούνται πρόσωπα και ιδεολογήματα: αναπόφευκτο· οι εποχές αλλάζουν, οι ανάγκες διαφοροποιούνται, οι συγκυρίες μετατρέπονται. Κανονικά, η ιστορία πρέπει να ξαναγράφεται εξ αρχής κάθε 50 χρόνια προκειμένου να ενσωματώνει όχι μόνο την παραγωγή καινούριας γνώσης, αλλά, ακριβώς, και τη σύγχρονη συγκυρία. Επειδή, πέρα από τομέας του επιστητού, που υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες και μεθόδους, η ιστορία είναι και πολιτική επιλογή ή μάλλον πολιτικό μέσο – έτσι ήταν πάντα, από την εποχή που ο Θουκυδίδης συνέγραψε τη δική του ιστορία· κι αν ακόμη νομίζετε ότι απλώς κατέγραψε τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου, δοκιμάστε να τη διαβάσετε και ως «θεωρία της ισχύος» – είναι βέβαιο ότι θα καταλήξετε σε εντυπωσιακά συμπεράσματα.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 4:58 μ.μ. | Ενθύμιον | 10 σημειώσεις