«Όταν μεγάλωνα, δεν πρόσεχα ποτέ στα πρόσωπα των γυναικών τα φρύδια. Έβλεπα τα χείλια τους, αν ήταν σφιχτά ή αφράτα, τη μύτη τους, αν ήταν μικρή μεγάλη, κανονική, χοντρή, λεπτή, κλπ., τα αυτιά τους, αν ήταν κοχυλένια ή γαβάθες, τα μάτια τους, αν ήταν «φαγιούμ», μικρά, σκεπαστά κλπ., αλλά τα φρύδια τους δεν θυμάμαι να τα πρόσεχα.
Όταν, όμως, αργότερα χρειάστηκε να κάνω μερικές κατασκευές, π.χ. βιβλιοθήκες για να τοποθετώ τα βιβλία μου, που ήταν στο πάτωμα μαζί με τις εφημερίδες και τα περιοδικά και τα δισκάκια των 45 στροφών, dεν μου άρεσε να τις αφήνω άβαφες, γιατί τα ξύλα είχαν ελαττώματα. Έτσι, τις έβαφα. Ακόμα θυμάμαι τη βαφή. Bondex τη λέγανε και τις έβαφα με χρώμα μαόνι. Τα πινέλα ήτανε από τρίχες αλόγου. Ε, τότε άρχισα να προσέχω και τα φρύδια των γυναικών. Γιατί μερικές από αυτές είχαν φρύδια τόσο παχιά και πλατιά, που σίγουρα οι τρίχες τους θα έκαναν για τα πινέλα μου. Κι ακόμα για βούρτσες, να βάφω και να γυαλίζω τα παπούτσια μου.
Και μετά από λίγο άρχισαν να μ’ ενοχλούν οι κυρίες και οι δεσποινίδες με τέτοια χοντρά βουρτσοειδή φρύδια. Στους άνδρες δεν με πείραζαν. Αλλά στις γυναίκες; Πώς παρουσιάζεσαι, καλή μου κυρία, με τέτοια φρύδια σαν του Καραμανλή (τον θείο εννοώ) ή του Μητσοτάκη (τον πατέρα εννοώ). Ε όχι.
Αν έμεναν στο σπίτι τους και φρόντιζαν τις δουλειές τους και δεν τις έβλεπα, δεν θα με ενοχλούσε. Αλλά, μερικές χοντροφρυδάτες κυρίες θέλουν φρου-φρου και αρώματα και γίνονται μοντελιάρες, άλλες θέλους αξιώματα και γίνονται υπουργίνες και βουλευτίνες και γραμματείς κομμάτων, άλλες θέλουν να ασχολούνται με τα ανθρώπινα και γίνονται δημοσιογραφίνες, άλλες γίνονται τραγουδιάρες (όταν οι τραγουδιάρες γεράσουν στην πατρίδα μου, όλες καλούνται «μεγάλες κυρίες» του ελληνικού λαϊκού ή ελαφρού τραγουδιού· η Βίσση όμως – που όλες τη ζηλεύουν – δεν έγινε ακόμα μεγάλη κυρία, γιατί, όπως λένε, δεν γέρασε τόσο πολύ), άλλες δεν ξέρουν τι να κάνουν την περίσσεια ενέργειά τους και γίνονται αθλήτριες (κρίμα που δεν έρχονται στους ελαιώνες της Άμφισσας να μαζέψουν ελιές, κι αν δεν θέλουν εδώ, ας πάνε στη Μυτιλήνη ή στη Στυλίδα). Ξέχασα τις επιστημόνισσες, τις δικηγορίνες, τις γιάτρισσες, τις διαιτολογίνες, τις ηθοποιέσσες, τις καθηγήτριες, τις ζωγραφιάρες κλπ. κλπ., που βλέπω στις εκπομπές των καναλιών, γιατί όταν κουράζονται τα χέρια μου από το τρίψιμο και το βάψιμο των ξύλων, βλέπω τηλεόραση και έτσι ευρύνεται ο ορίζοντάς μου ο πνευματικός και αγκαλιάζει όλο το ελληνικό σύμπαν. Μόνο που αν οι καλές χοντροφρυδάτες κυρίες δεν κάνουν κάτι, το αισθητικό μου κριτήριο θα αμβλυνθεί και θα καταστραφεί. Και επειδή δεν θέλω αυτό να γίνει, δίνω προθεσμία έξι μηνών σε όλες τις βουρτσοφρυδάτες κυρίες. Μετά, αν δεν συμμορφωθούν, θα τις αναφέρω όλες με τα ονόματά τους και ακριβείς περιγραφές των φρυδιών τους, καθώς επίσης και εκείνων που με τα κανονικά ή λεπτά τους φρύδια μου δημιουργούν κάποια αισθήματα αισιοδοξίας για το μέλλον των γυναικείων φρυδιών στην πατρίδα μου.
Υ.Γ. Αν διαβαστεί το κείμενό μου από μπλογκερίνες που δεν έχουν κανονικά ή λεπτά φρύδια, να μη με βρίσουν, γιατί με πιάνει το μάτι και κόβω τα ξύλα στραβά.»
Υπογραφή: Ο ξυλουργός
Και για την αντιγραφή: λίτσα
Υπεμονή, έξι μήνες...
Την καλησπέρα μου. Κανένα post θα ανεβάσεις?
Α, γιατί δεν είσαι στο συλλογικό blog?
Να σου στείλω το mail, να στείλεις mail να σε γράψουν?