Δεν φτάνει που έκανε post o sourfou περί της ελεύθερης βούλησης, το επεξέτεινε κιόλας πέραν του θεολογικού πλαισίου για να ‘χουμε να πορευόμαστε. Εξακολουθώ να μην έχω ανακτήσει τη δέουσα σοβαρότητα ώστε να πραγματευτώ το θέμα, αλλά με ξέρετε τι άνθρωπος είμαι – μπορώ να μην πω κι εγώ το κατιτί μου; (έστω και χωρίς σοβαρότητα)
Ωραία, ας τα πάρουμε με τη σειρά κι ας ξεκινήσουμε από το πρακτικό επίπεδο. Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Εμπειρικώς μιλώντας, όχι. ΟΧΙ. Διότι, εγώ θέλω να πάω στη Σκωτία, αλλά δεν μπορώ για δεκάδες λόγους. Ομοίως, δεν θέλω να μιλάω με ανοήτους, αλλά επίσης δεν μπορώ. Ζώντας, λοιπόν, σε κοινωνικό πλαίσιο, ξεχάστε την ελεύθερη βούληση, πράγμα που δεν είναι απαραιτήτως κακό, αν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις – δεν το συνεχίζω, επειδή θα περάσουμε σε πολιτική φιλοσοφία, ρόλο του κράτους κλπ., και θα παρατεντώσει το σχοινί. Κοιτάξτε τώρα, ο Επίκτητος όρισε την ελευθερία σε σχέση με τη βούληση, λέγοντας ελεύθερος είναι ο ζων ως βούλεται. Αυτά τα γράφει στις Διατριβές κι εκεί που χαίρεσαι, πιάνεις το Εγχειρίδιο, όπου τι σου λέει; Φρόντισε να περιορίσεις τις επιθυμίες σου κλπ. Τόμπολα, αν δεν έχεις πολλές επιθυμίες, μπορείς να ζήσεις ελεύθερα, διότι ελάχιστα πράγματα θα επιθυμείς και μάλιστα πράγματα που θα μπορείς να κάνεις.
Σε κοινωνικό επίπεδο, ξαναλέω, ξεχάστε την ελεύθερη βούληση. Δηλαδή, ξεχάστε την γενικώς, διότι υπάρχει η φθορά και ο θάνατος. Επομένως, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε ελεύθερη βούληση, από τη στιγμή που ως ον υπόκεισαι στο νόμο της φθοράς, τελείωσε: δεν είναι επιλογή σου να πεθάνεις (μιλάμε σε κανονικές συνθήκες), δεν θέλεις να πεθάνεις, πεθαίνεις όμως, άρα δεν είσαι ελεύθερος να ζήσεις ως βούλεσαι, δηλαδή να αποφύγεις το θάνατο. Τώρα, στον Ζορμπά, λέει ο αφηγητής (-Καζαντζάκης) σχετικά με το θάνατο: να μετατρέπεις το αναπόφευκτο σε δική σου ελεύθερη βούληση. Εξαιρετικό όλο αυτό, πλην μπαίνει λίγο στη λογική του «όσα δεν φτάνει η αλεπού». Έρχεται, ας πούμε, ο Χάρων ή ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (αναλόγως) και σου λέει: ετοιμάσου, ήρθε η ώρα σου. Κι εσύ μαζεύεις τα μπογαλάκια σου και του λες: δεν έρχομαι επειδή το λες εσύ, έρχομαι επειδή το θέλω εγώ. Ε, αν ο ψυχοπομπός βάλει τα γέλια δεν θα έχει άδικο. Σημείωση: η ύπαρξη της φθοράς και του θανάτου, συνιστά το λεγόμενο «μεταφυσικό κακό», που επίσης εντάσσεται στο πρόβλημα του κακού κλπ.
Για να περάσουμε στα πιο αφηρημένα. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, δηλαδή. Υπάρχει ελεύθερη βούληση; Κατ’ ανάγκην, στη συζήτηση εμπλέκεται το πρόβλημα της αιτιοκρατίας ήδη από την αρχαιότητα και προτού διατυπωθούν οι κβαντικές θεωρίες – θα περιοριστώ στο πεδίο του ηθικού ντετερμινισμού που συσχετίζεται και με το θεολογικό πλαίσιο. Σου λέει, για παράδειγμα, ο Σωκράτης ότι κάθε άνθρωπος επιλέγει πάντα ό,τι είναι καλό για τον ίδιο. Και ο Πλάτων (στον Γοργία): κάθε άνθρωπος που γνωρίζει τι είναι αγαθό, το επιλέγει κατ’ ανάγκην. Εξ ου και η καλύτερη κυβέρνηση θα ήταν εκείνη που θα την αποτελούσαν οι φιλόσοφοι (να μην το σχολιάσω τώρα αυτό), επειδή, ως φιλόσοφοι, μπορούν να διακρίνουν το πραγματικό αγαθό από το φαινόμενον αγαθό. Συνεπώς, το δίδυμο Σωκράτης-Πλάτων (Πλάτων, δηλαδή, διότι μέσω αυτού έχουμε τα λεγόμενα του Σωκράτη, ο Σωκράτης του Ξενοφώντος δεν έχει καμία σχέση με τον πλατωνικό) σου λέει ότι οι εκούσιες πράξεις μας καθορίζονται από το αγαθό. Αυτό, όμως, δεν περιορίζει την ελευθερία του ανθρώπου, τουναντίον την ενδυναμώνει, διότι η ελευθερία είναι (λένε) ο καθορισμός της βούλησης από το αγαθό. Όταν κάποιου η βούληση ή η επιλογή καθορίζονται από το κακό, τότε αυτός είναι δούλος (γιατί όμως;) Και, όταν καθορίζονται από κάποιο αγαθό που δεν είναι το υψηλότερο, τότε δεν είναι απόλυτα ελεύθερος. Αντίστοιχα υπεστήριξαν ο Aquinas, ο Καρτέσιος, ο Leibniz: (συνοψίζω) η ανθρώπινη ελευθερία είναι να γνωρίζεις το αγαθό και να το επιλέγεις.
Φυσικά, οι επικριτές αυτής της θέσης είναι πολλοί. Ο Αριστοτέλης, λ.χ. (και ο Locke, φέρνοντας το παράδειγμα του μέθυσου) λέει ότι ο άνθρωπος συχνά επιθυμεί κάτι αντίθετο με τη λογική του, κάτι που ξέρει ότι είναι κακό. Το πρόβλημα έγκειται στη γενική αντίθεση μεταξύ λογοκρατίας και βουλησιαρχίας. Αν, λ.χ., κάποιος θεωρήσει ότι το λογικό είναι πρότερο της βούλησης (του ορέγεσθαι), δηλ. το ορέγεσθαι υποτάσσεται στη λογική, τότε η θέση του Σωκράτη φαίνεται ορθή. Αλλά, αν κάποιος υποστηρίξει ότι το ορέγεσθαι είναι πρότερον και ότι το λογικό υποτάσσεται στη βούληση (και εμπειρικά τούτο φαίνεται να ισχύει τις πιο πολλές φορές), τότε η θέση του Σωκράτη δεν ισχύει. Επιπλέον, υπάρχουν φιλόσοφοι που υποστηρίζουν ότι κάτι ορίζεται ως αγαθό επειδή είναι αντικείμενο της βούλησής μας. Ο Σωκράτης μπορεί να λέει «το επιθυμώ επειδή είναι αγαθό», όμως ο Spinoza, o Hobbes και ο James λένε «αυτό είναι αγαθό, επειδή το επιθυμώ».
Για να περάσουμε στα θεολογικά – και υπενθυμίζω ότι προβλήματα όπως αυτό του κακού, της ελεύθερης βούλησης κλπ. εγείρονται μόνο στο πλαίσιο των θρησκειών όπου ο θεός είναι πανάγαθος, παντογνώστης και παντοδύναμος, δημιουργός του κόσμου και τα πάντα εξαρτώνται απ’ αυτόν. Αυτή η αντίληψη του θεού έχει ντετερμινιστική χροιά. Οι περιπλοκές ανιχνεύονται σε δύο επίπεδα: αν ο θεός είναι παντογνώστης, τότε πώς ο άνθρωπος είναι ελεύθερος; Και, εφόσον ο θεός είναι πανάγαθος, τότε η βούλησή του είναι εξ ορισμού αγαθή – αλλά, πώς δικαιολογείται η ύπαρξη του κακού στον κόσμο;
Να ξεκινήσω από το δεύτερο, που είναι απλούστερο. Αν αποδώσουμε μέγιστη σημασία στην απόλυτη αγαθότητα του θεού, φαίνεται ασύμβατο να σκεφτούμε ότι ο θεός μπορεί να επιλέξει το κακό, έστω και ως τιμωρία, και ακόμη να σκεφτούμε ότι ο θεός είναι ικανός για τέτοιες επιλογές (αλλά, εδώ βλέπουμε ότι η παντοδυναμία και η αγαθότητα του θεού δεν συμβιβάζονται· φυσικά, σε θεωρητικό επίπεδο, υπάρχει η απάντηση ότι ο θεός μπορεί ως παντοδύναμος να επιλέξει το κακό, αλλά δεν το θέλει επειδή είναι πανάγαθος – πλην, η πραγματικότητα έρχεται ν’ αντικρούσει τον ισχυρισμό). Εφόσον ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής πράξης του θεού, τότε είναι κατ’ ανάγκην ο καλύτερος δυνατός κόσμος. Τούτο δεν είναι εντελώς καινούριο: οι στωικοί, για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι ο κόσμος μας είναι ο μόνος δυνατός κόσμος, είναι καλός και ότι ο στόχος του σοφού ανθρώπου είναι να βρει και ν’ αποδεχτεί τη θέση του μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Σε παρόμοια θέση κατέληξε και ο Spinoza, παρ’ όλο που δεν ξεκίνησε από τη θεία αγαθότητα: λέει, λοιπόν, ότι τίποτα στη φύση δεν είναι τυχαίο και απρόβλεπτο, δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, επομένως ο θεός δεν θα μπορούσε να κάνει τον κόσμο διαφορετικά απ’ ό,τι τον έκανε. Στη συζήτηση ενεπλάκη και ο Leibniz με τη θεωρία του για τον καλύτερο δυνατό κόσμο – αλλά αυτό από μόνο του είναι ένα post-τεντόπανο-Πειραϊκής-Πατραϊκής, και πώς ν’ αναφερθείς στη συγκεκριμένη θεωρία χωρίς να πεις δυο λόγια και για τον βολταιρικό Pangloss (την καρικατούρα του Leibniz στον Candide); Τ’ αφήνουμε για άλλη φορά.
Πιο περίπλοκα είναι τα πράγματα με τη θεϊκή παντογνωσία. Κατά τη διατύπωση του Αυγουστίνου, αφού ο θεός είναι παντογνώστης, τότε ξέρει όλα όσα θα πράξουν οι άνθρωποι παντού και πάντα, ακόμη και τις αμαρτίες τους. Αν όμως είναι έτσι, τότε πώς μπορούν οι άνθρωποι να πράξουν διαφορετικά απ’ ό,τι γνωρίζει ήδη ο θεός; Δηλ. πώς μπορεί ο άνθρωπος να αποφύγει τις αμαρτίες εκείνες που ο θεός γνωρίζει ότι θα πράξει ο άνθρωπος, και το γνωρίζει ήδη από τη στιγμή που τον δημιούργησε; Η πιο γνωστή διατύπωση του ερωτήματος είναι η εξής:
1. αν ο θεός γνωρίζει ότι θα πράξω μια συγκεκριμένη πράξη σ’ ένα συγκεκριμένο χρόνο, και
2. αν, παρ’ όλα αυτά, μπορώ να αποφύγω την πράξη, όταν φτάνει η στιγμή της υλοποίησής της, τότε
3. έπεται ότι μπορώ να ανατρέψω ένα αντικείμενο της θεϊκής γνώσης, ασχέτως αν το κάνω ή όχι.
Αν όμως το 1 είναι αληθές (που είναι, εφόσον μιλάμε για χριστιανισμό), τότε το 2 είναι κατ’ ανάγκην ψευδές και επίσης είναι ψευδές και το συμπέρασμα (3).
Βέβαια, ο Αυγουστίνος υποστηρίζει ότι η θεϊκή παντογνωσία δεν απειλεί την ανθρώπινη βούληση. Ο θεός γνωρίζει τα γεγονότα επειδή αυτά θα συμβούν (αλλά γιατί θα συμβούν; ποια θα είναι η αιτία τους;), δεν συμβαίνουν επειδή τα γνωρίζει – τα γεγονότα επομένως δεν καθορίζονται από τη γνώση του θεού, αλλά υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτήν. Επιπλέον, επιθυμούμε πολλά πράγματα εκουσίως, και ο θεός γνωρίζει τις βουλήσεις και τις επιθυμίες μας.
Τέλος, όλα αυτά τα «πριν» και τα «μετά» δεν έχουν νόημα για το θεό – ο θεός τα βλέπει όλα πανοραμικά και ταυτόχρονα, συνεπώς δεν προσδιορίζει εκείνος τα (κατ’ άνθρωπον) μέλλοντα.
Μια ενδιαφέρουσα παρένθεση: ο αμερικανός θεολόγος Jonathan Edwards (18ος αι.) πήγε κάπως να τα συμβιβάσει – δέστε πώς. Είπε ότι η θεϊκή πρό-γνώση (=προτέρα γνώση, όχι πρόβλεψη) δεν είναι αίτιο των πραγμάτων, αλλά τους προσδίδει βεβαιότητα, συνεπώς τα καθιστά αναπόφευκτα. Αυτή η πρό-γνώση δεν θα μπορούσε να υπάρχει αν ο ντετερμινισμός ήταν ψευδής, διότι δεν υπάρχει βεβαιότητα για ό,τι είναι ενδεχόμενο ή πιθανό. Είναι παράλογο να πούμε ότι τα πράγματα προ-γιγνώσκονται με βεβαιότητα από το θεό, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι ενδεχόμενα. (Τώρα το έσωσε; Νομίζω πως όχι.)
Παρά τις διακηρύξεις του περί ελευθέρας βουλήσεως, όμως, ο Αυγουστίνος είπε κάτι ακόμη: ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος να κάνει οτιδήποτε άλλο πέραν του να αμαρτήσει, διότι η δύναμή του είναι μηδαμινότατη μπροστά στη δύναμη του θεού. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί μόνο με τη βούλησή του, η οποία ουσιαστικά τον οδηγεί στην καταδίκη (πού είναι λοιπόν η ελευθερία της βούλησης;) Ο άνθρωπος τελικά σώζεται μόνον αν τον έχει επιλέξει ο θεός. Αυτό είναι το δόγμα του θεϊκού προκαθορισμού: στο πλαίσιό του ο Λούθηρος και ο Καλβίνος θεωρούσαν πως η ιδέα ότι ο άνθρωπος είχε τη δύναμη και την ελευθερία να πράξει από μόνος του ορθώς, ήταν συμβιβασμός και περιορισμός της ελευθερίας του θεού. Τα σχόλια δικά σας.
Φυσικά άφησα απ’ έξω το πρόβλημα του φυσικού ντετερμινισμού, μη θέλοντας να διακινδυνεύσω δημόσιο λιθοβολισμό. Θα τελειώσω με δύο ζητήματα που πραγματεύτηκε ο David Hume. Το πρώτο έχει να κάνει με τον ντετερμινισμό εν γένει. Ο Hume αναρωτήθηκε αν η αιτιώδης σχέση είναι κάτι το οποίο αντιλαμβανόμαστε άμεσα ή αν γνωρίζουμε πράγματι ότι υπάρχει. Υποστήριζε πως ποτέ δεν γνωρίζουμε πράγματι και με βεβαιότητα ότι το Α θα επιφέρει το αποτέλεσμα Β, πριν συμβεί αυτό το Β. Έτσι, αντί να λέμε ότι το αίτιο πρέπει να έχει και ένα αιτιατό, ότι το γεγονός Α πρέπει να προκαλέσει το γεγονός Β ή ότι η κατάσταση Δ δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται από την κατάσταση Γ, το μόνο που μπορούμε και πρέπει να λέμε είναι: η κατάσταση Δ ακολουθεί συνήθως την κατάσταση Γ και ότι το γεγονός Α κατά κανόνα επιφέρει το γεγονός Β. Με άλλα λόγια, ο Hume αμφισβήτησε την αναγκαία σχέση μεταξύ αιτίου και αιτιατού.
Κι ενώ σκέφτεσαι ότι με όλα αυτά, κάπως μπορείς να βολέψεις (θεωρητικά, πάντα) το πρόβλημα της ελεύθερης βούλησης, έρχεται ο αγαπητός David και σε βάζει σε νέες περιπέτειες. Αναρωτιέται για ποιο λόγο γνώριζε ότι υφίσταται όντως ο εξωτερικός κόσμος. Διαπίστωσε, λοιπόν, ότι δεν μπορούσε να συναγάγει αυτό το συμπέρασμα λογικά: δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι πίνουμε ένα ποτήρι νερό με τον τρόπο που αποδεικνύουμε ένα θεώρημα στη γεωμετρία ή μια μαθηματική πρόταση. Μπορούμε να δείξουμε ότι πίνουμε ένα ποτήρι νερό, να δείξουμε ότι υπάρχει στη γωνία ένα τραπέζι, όχι όμως να αποδείξουμε αυτά τα πράγματα με τους κανόνες της λογικής. Συνεπώς, πρέπει να αποδεχτούμε τον κόσμο ως ζήτημα φυσικής πίστης. Η φυσική πίστη όμως δεν έχει καμία σχέση με τη διαδικασία της λογικής παραγωγής. Κι έρχεται και σου λέει τώρα ο (έξυπνος) πιστός: αν η ύπαρξη του κόσμου, που τον βλέπεις και τον αισθάνεσαι, είναι υπόθεση φυσικής πίστης, γιατί σ’ ενοχλεί η πίστη στην ύπαρξη του θεού; Διότι δεν τον βλέπω και δεν μπορώ να τον δείξω είναι η απάντηση του (έξυπνου) μη-πιστού: η ύπαρξη του κόσμου δεν εξαρτάται από την πίστη μου (και η ύπαρξη του θεού, ωσαύτως, θα απαντήσει ο πρώτος).
Ηθικόν δίδαγμα: μην εμπιστεύεστε τους φιλοσόφους. Δεν δίνουν απαντήσεις. Δίνουν απλώς υλικό για συζήτηση. Καμμιά φορά ίσως είναι σωφρονέστερο να εμπιστεύεσαι τους ποιητές. (Βέβαια, ο Sartre είπε ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος, αλλά εγώ πάντα αγαπούσα περισσότερο τον Camus).
Τα σέβη μου.