«Συχνά, όταν πηγαίνω στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής», γράφει ο Σεφέρης στα 1949, «μου είναι δύσκολο ν’ αποφασίσω αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνης». Πιθανότατα είναι και οι δύο – ή μάλλον είναι όλοι εκείνοι οι «υιοί θεών» που, επί αιώνες, πέθαιναν και ανασταίνονταν κάθε άνοιξη. Το ίδιο αυτό μοτίβο, το βρίσκουμε σε όλες τις αρχαίες θρησκείες, ιδίως στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Κι αν σήμερα είναι η Παναγία που θρηνεί το νεκρό γιο της, στη θέση της κάποτε βρισκόταν η αιγυπτιακή Ίσιδα, η βαβυλωνιακή Ιστάρ, η μεσοποταμιακή Κυβέλη.
Οι ανθρωπολόγοι και οι μελετητές των πολιτισμών αναγνωρίζουν τρία κύρια πολιτισμικά στάδια εξέλιξης, τα οποία αφορούν τόσο τη θρησκεία όσο και τις κοινωνικο-πολιτικές δομές και τους θεσμούς. Στο πρώτο στάδιο, η θρησκεία ορίζεται από τη λατρεία της Μητέρας-Θεάς, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τη ζωτική δύναμη της φύσης, με τον θαυμαστό αλλά άτεγκτο κύκλο εναλλαγής της γενέσεως και της φθοράς· για τους παλαιούς ανθρώπους, η ίδια η Φύση είναι ιερή, είναι η Μεγάλη Μητέρα και η Γη συχνά αποκαλείται «Μάνα». Η οργάνωση των κοινωνιών είναι μητρογραμμική: η γενιά καθορίζεται από τη μάνα και στην κορυφή της εξουσίας βρίσκεται η βασίλισσα, που συγχρόνως είναι ιέρεια και θεωρείται ενσάρκωση της θεάς, ενώ η διαδοχή ακολουθεί το μητρικό δίκαιο. Το δεύτερο στάδιο χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή του θεσμού της πατρότητας και της λατρείας του θείου βρέφους, η οποία εδραιώνεται για πρώτη φορά στη μινωική Κρήτη, που αποτελεί και τη γνωστότερη πρώιμη κοιτίδα της στην Ευρώπη. Το θείο βρέφος είναι ο γιος της Θεάς, ο οποίος, αφού εξοντώσει τους εχθρούς του, γίνεται Πατέρας-Θεός, συνυπάρχει δηλαδή με τη Μητέρα-Θεά. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο, όπου ανήκουν ο ύστερος ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και ο μωαμεθανισμός, σφραγίζεται από την πατριαρχία και την κυριαρχία του Θεού-Πατέρα· δεν υπάρχουν πλέον θεές, όμως η μορφή της Μητέρας εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση.
Κοινό χαρακτηριστικό των αρχαίων μεσογειακών θρησκειών (και όχι μόνον) είναι ο ετήσιος θάνατος του θείου βρέφους, που συμβολίζει τη φθορά και την αναγέννηση της φύσης. Η Μητέρα Θεά αναζητεί θρηνώντας το γιο της και, όταν τον βρίσκει νεκρό, τιμωρεί τους μοχθηρούς διώκτες του· αυτό κάνει η Ίσιδα για τον Ώρο, η Ιστάρ για τον Θαμμούζ, η Κυβέλη για τον Άττη. Η γνωστή φράση των Κρητών ότι ο Ζευς πέθανε και ο τάφος του βρίσκεται σ’ ένα από τα κρητικά βουνά (φράση που προκαλούσε τη θυμηδία και το σαρκασμό των αρχαίων Αθηναίων) σημαίνει απλώς ότι ο Ζευς, το θείο βρέφος, κάθε χρόνο πέθαινε, όπως όριζε το τελετουργικό της Μεγάλης Θεάς.
Σ’ αυτό το ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να ενταχθεί ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης, και, κατά την εικονοτροπική ανάγνωση του Robert Graves, ο μύθος της Θέτιδας και του Αχιλλέα. Βέβαια, η Θέτις θρηνεί το γιο της πριν ακόμη πεθάνει, επειδή γνωρίζει ότι ο Αχιλλέας επέλεξε όχι την ήρεμη ζωή ενός κανονικού ανθρώπου, αλλά τη σύντομη ζωή και τον ένδοξο θάνατο του ήρωα. Μας λέει, λοιπόν, ο Όμηρος, πως όταν ο νεαρός βασιλιάς της Φθίας φανέρωσε στη μάνα του την προσβολή που του έκαμε ο Αγαμέμονας, εκείνη τον άκουσε λυπημένη, κι ύστερα, «χύνοντας δάκρυα πολλά», του είπε:
Υιέ μου, τι σ’ ανάσταινα τον πικρογεννημένον;
Άλυπος καν κι αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,
αφού δεν θέλ’ η μοίρα σου πολύν καιρό να ζήσεις·
αλλ’ είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος
σαν κανείς άλλος· άμοιρα στο σπίτι σ’ εγεννούσα. (Α, 414-418)
Οι τελετουργίες που αφορούν τον ετήσιο θάνατο και την ανάσταση του υιού επεβίωσαν, έστω και ελαφρώς μεθερμηνευμένες, μέχρι την ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα· τις αναλύει συγκριτικά ο Robert Graves και τις περιγράφει εξαιρετικά ο James Frazer. Και, είναι ενδιαφέρον ότι ο χριστιανισμός δεν κατάφερε όχι απλώς να τις ξερριζώσει, αλλά ούτε να τις εντάξει στο αυστηρό πατριαρχικό του πλαίσιο: ο Θεός-Πατέρας είναι εκείνος που θυσιάζει το γιο του (αφού πάντα έπρεπε να θυσιαστεί ένα σημαντικό πρόσωπο για να θεμελιωθεί μια καινούρια πόλη, η «ουράνια Ιερουσαλήμ» εν προκειμένω), όμως η Παναγία είναι εκείνη που τον θρηνεί - οίμοι, φως του κόσμου! Οίμοι, φως το εμόν! πώς κηδεύσω σε, Υιέ; Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς, ίνα κλαύσω τον γλυκύν μου Ιησούν; Εδώ η μορφή της αυτονομείται και πίσω από το προσωπείο της προβάλλει, εν τέλει, η μορφή της Μητέρας-Θεάς· και σ’ αυτήν την έξοχη αποστροφή του θρήνου - Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; - συμπυκνώνονται όλοι οι αρχαίοι μύθοι: δεν είναι πλέον ο θεός που χάνεται, είναι η άνοιξη, δηλαδή η ίδια η φύση, είναι η ομορφιά· δεν είναι παράξενο που ενώ δεν έχουμε καμία περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του Χριστού, τα εγκώμια κάνουν διαρκείς αναφορές στην ομορφιά του; δεν είναι παράξενο που ενώ το σώμα αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τον χριστιανισμό, στον επιτάφιο θρήνο βλέπουμε να υμνείται η εφήμερη ιδιότητα του κάλλους;
(Οι λαϊκές παραδόσεις, που ευτυχώς δεν επηρεάστηκαν από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και λογοκριτικές παρεμβάσεις εκκλησιαστικών πατέρων, συντηρούν ακόμη περισσότερα στοιχεία των παλαιών εκείνων νοοτροπικών σχημάτων. Και μία από αυτές τις παραδόσεις λέει πως κάθε Μεγάλη Παρασκευή η μέρα είναι μουντή και πως, ακόμη κι αν έχει ήλιο, το φως του θα είναι κι εκείνο λυπημένο, σαν να είχαμε ένα μικρό φθινόπωρο μες στην καρδιά της άνοιξης· επειδή, η φύση δεν θα μπορούσε να είναι όμορφη τη μέρα που θρηνείται ο θάνατος της ομορφιάς. Δεν έχει σημασία αν στην πραγματικότητα ο καιρός δεν συμβαδίζει πάντα μ’ αυτές τις αντιλήψεις· στην ανθρώπινη μνήμη δύσκολα θα βρεις μια «λαμπρή» Μεγάλη Παρασκευή.)
Κατά τις 6:52 μ.μ., homelessMontresor
Κατά τις 12:01 μ.μ., The Motorcycle boy
Κατά τις 12:26 μ.μ., Λίτσα
Κατά τις 9:39 μ.μ., apocalypses
Κατά τις 9:42 μ.μ., apocalypses
Κατά τις 6:52 μ.μ., apocalypses
Είναι, δε, πολύ ενδιαφέρον το ότι αυτή η σύνδεση που κάνει ο ανθρώπινος νους ανάμεσα στην εσωτερική διάθεση και τον εξωτερικό κόσμο απαντά σε πολλούς πολιτισμούς. Και οι Ελισαβετιανοί το ίδιο πίστευαν...