Τετάρτη, Μαρτίου 28, 2007
La soledad sonora

Ο δρόμος πνιγμένος στη σκόνη. Κάποτε έπαιζα σ’ αυτόν το δρόμο. Μικρύνανε τα σπίτια, τα λουλούδια γέρασαν. Θυμάσαι που κρεμιόμασταν από εκείνο το κλαδί; Έγειρε πια, σέρνεται στο χώμα, αλλά δεν μπορώ να δω τι το βαραίνει.

Είχαν μεγαλώσει μαζί. Σχεδόν. Στο γυμνάσιο γνωριστήκανε. Η Μυρτώ είχε μόλις μετακομίσει σ’ αυτήν την πόλη· ο Γιώργος πάλι ζούσε εκεί από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Δεν πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο, βέβαια, αφού τα «μεικτά» δεν υπήρχαν ακόμη· όμως, ο Γιώργος έκανε συχνά τη βόλτα του έξω από το Α΄ Γυμνάσιο Θηλέων και χάζευε τις μαθήτριες με τις μπλε ποδιές. Κάπως είδε τη Μυρτώ, κάπως τον είδε κι εκείνη, κάπως μιλήσανε, όταν αργότερα το συζητάγανε, κανείς τους δεν θυμόταν πια τον τρόπο. Βρεθήκανε περίπου γείτονες – «Θα σε πάω ως το σπίτι σου», της είπε ένα βράδυ που είχανε ανοίξει οι ουρανοί κι η Μυρτώ είχε χάσει την ομπρέλα της· ούτε κι αυτός είχε ομπρέλα βέβαια, αλλά πώς του πέρασε από το μυαλό ότι αν μοιράζονταν τη βροχή, η Μυρτώ θα μούσκευε λιγότερο. Από τότε έγινε συνήθεια, σαν μια σιωπηρή συμφωνία μεταξύ τους· και, ακόμη κι όταν έκανε κοπάνα, φρόντιζε πάντα να βρίσκεται έξω από την πύλη του Α΄ Γυμνασίου Θηλέων την ώρα που σχόλαγε η Μυρτώ.

Εκείνο το άσπρο πουκάμισο δεν καθάρισε ποτέ. Πάντα έλεγα ότι είναι ανόητο να πίνεις όταν είσαι μόνος σου. Χρειάζεται να έχεις τους φίλους σου, να σε κρατάνε ενώ παραπατάς, να σου λένε «ναι» όταν επιμένεις πως δεν έχεις μεθύσει, να ακούνε τα παραληρήματά σου, να σε νταντεύουν όταν βάζεις τα κλάματα σαν ηλίθιος. Μπορούσα να πιώ εκείνο το βράδυ, λοιπόν. Ήθελα να ξεχάσω, να μη σκέφτομαι, να βυθιστώ σ’ εκείνη τη ζαλάδα που σ’ έκανε να στροβιλίζεσαι γύρω μου, κάτι έλεγες, δεν σε άκουγα, γελούσα σχεδόν υστερικά, μου φώναζες να σταματήσω, κι εγώ σου πέταξα το κρασί στο πρόσωπο, γελώντας διαρκώς. Σκούπισες το πρόσωπό σου κι εγώ ξαφνικά σταμάτησα να γελάω· εκείνο το άσπρο πουκάμισο έμοιαζε ματωμένο.

Στο Λύκειο όμως πήγανε μαζί· άλλαξε η κυβέρνηση, άλλαξαν οι νόμοι, καταργήθηκαν οι ποδιές, τα μαθήματα ήταν πιο πολλά κι οι κοπάνες πλήθυναν κι αυτές. Στην αρχή, η Μυρτώ ήταν επιφυλακτική, αλλιώς είχε συνηθίσει, της φαινόταν παράξενη η αλλαγή και η δυνατότητα της ελευθερίας. Ύστερα, πώς έγινε και πήρε στροφή, δεν το κατάλαβε ο Γιώργος. Είχε κι ένα θράσος η αφιλότιμη… Απουσιολόγος ήτανε κι όμως ζήτημα να πάτησε δέκα φορές όλο το χρόνο στα Θρησκευτικά· κι αυτές τις δέκα, πάλι δεν καθότανε ήσυχη, παρά έγραφε στον πίνακα τσιτάτα του Καζαντζάκη για να νευριάζει τον θεολόγο. Είχε ανοίξει τότε ένα καινούριο μπαράκι, το Flash, κι όλο εκεί τους έβρισκες, η Μυρτώ να ρητορεύει υποδεικνύοντας τρόπους για ν’ αλλάξουν τον κόσμο και ο Γιώργος καθισμένος παράμερα, να καπνίζει σιωπηλός. Την άφηνε να τελειώσει τους πύρινους λόγους της και μετά, ήσυχα, της πέταγε ένα «εντάξει, μικρούλα, θα τον αλλάξουμε τον κόσμο αφού δεν σου αρέσει», οι άλλοι έβαζαν τα γέλια κι εκείνη τον κοίταζε συνοφρυωμένη.

Περνάγαμε ώρες, σιωπηλοί. Χωρίς μουσική, κανένας ήχος. Μου έλεγες ότι αν καταφέρω ν’ ακούσω τον ήχο της μοναξιάς, θα μάθω να ζω μέσα σ’ αυτήν, χωρίς να με φοβίζει. Σε κορόιδευα, επέμενα ότι η μοναξιά δεν έχει ήχο, όχι, έλεγες, όχι, στην πραγματικότητα είναι γεμάτη ήχους, αν κλείσεις τα μάτια σου θα τους ακούσεις, μη φοβηθείς, στην αρχή θα μοιάζουν με τις σκέψεις σου, μετά θα καταλάβεις πως είναι οι σκέψεις του κενού.

Είχαν βρει έναν παράξενο τρόπο ν’ αγαπιούνται, ίσως επειδή δεν το ήξεραν ακόμη. Δεν υπήρχε μυστικό ανάμεσά τους, ούτε και κατάφερε ποτέ να τρυπώσει άλλος άνθρωπος – μπορεί, επειδή δεν περίσσευε ούτε χαραμάδα. Μαζί πέρασαν εκείνους τους εφηβικούς έρωτες που αργότερα τους θυμάσαι με ένα αίσθημα γελοίας τρυφερότητας, μα που όταν τους ζεις σου φαίνεται ότι είσαι καταδικασμένος να πηγαινοέρχεσαι από τον παράδεισο στην κόλαση και αντίστροφα, χωρίς να καταλαβαίνεις τη διαφορά. Μαζί δοκίμασαν και την έλξη της πολιτικής, δηλαδή περισσότερο η Μυρτώ που κάποτε της καρφώθηκε να ενταχθεί σε πολιτική νεολαία, ο Γιώργος πάλι είχε από νωρίς ξεκαθαρίσει πως δεν του πήγαινε η κομματική πειθαρχία και η ταυτότητα μέλους κι είχε απορρίψει τις ιδεολογίες της μόδας, τελικά ούτε κι η Μυρτώ έκανε το μεγάλο βήμα, πήγε κανα-δυο φορές στις ολομέλειες, βαρέθηκε τις φλυαρίες και τους σχοινοτενείς προβληματισμούς, της πέρασε η φούρια να παραστήσει αίφνης τη «μάνα» του Γκόρκυ· ήταν την εποχή που ο Γιώργος τα ’χε μπλέξει με την Έλενα, για ν’ ανακαλύψει τελικά ότι εκείνη τριγύριζε και μ’ άλλον και να πέσει σε μαύρη απελπισία, άφησε η Μυρτώ την επανάσταση να περιμένει και βάλθηκε ν’ ανακουφίσει τον πόνο του.

Δεν σου άρεσε η ποίηση. Με κορόιδευες που διάβαζα με τις ώρες, μην τους ακούς αυτούς, μικρούλα, θα σε τρελάνουν, ιδέα δεν έχουν, πόσες φορές είχαμε καυγαδίσει, ποτέ δεν κατάφερα να σε πείσω, μη μπλέκεσαι με τις λέξεις, μικρούλα, στο τέλος θα σε κάνουν να πονέσεις, βγες από αυτούς τους κόσμους, δεν μπορείς να καταλάβεις τους κινδύνους των νοημάτων, κάποια μέρα θα μείνεις να αιωρείσαι ανάμεσά τους -

Στην παρέα ήξεραν ότι δεν έτρεχε τίποτα το ερωτικό μεταξύ τους, κι όμως τους αντιμετώπιζαν σαν να ήταν ζευγάρι. Κανείς δεν παραξενεύτηκε εκείνο το πρωινό που οι δυο τους εμφανίστηκαν στο σχολείο με αλλαγμένο ύφος – ε, καιρός ήταν, σκέφτηκαν, και πολύ το αργήσανε. Δεν κράτησε ωστόσο. Δυο-τρεις βδομάδες μόνο. Κανείς δεν έμαθε λεπτομέρειες, γιατί και πώς και ποιος έφταιγε. Η Μυρτώ ερχόταν στο σχολείο με κόκκινα, πρησμένα μάτια, ο Γιώργος πάλι δεν μιλιότανε, έβλεπες ότι ήθελαν να είναι μαζί, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσαν. Κάποιος πέταξε την εξυπνάδα ότι επρόκειτο για έναν μοιραίο έρωτα που ήταν εξαρχής καταδικασμένος, οι άλλοι δεν κατάλαβαν τι ακριβώς εννοούσε, αλλά τους άρεσε η παραδοξολογία κι έτσι πίστεψαν ότι αυτό έφταιγε. Η Μυρτώ κι ο Γιώργος, σφίγγες· κουβέντα δεν είπαν, πώς το κατάφεραν και το γύρισαν πάλι στο φιλικό, σε λίγο καιρό ξεθώριασε το ρομαντικό πέπλο του μοιραίου έρωτα και η υπόθεση ξεχάστηκε.

Σου έγραφα τις νύχτες. Είπαμε ότι δεν άντεχε ο ένας τον άλλον, ότι μόνον ένας τρόπος υπήρχε για να είμαστε μαζί, εκείνος που ξέραμε. Σου έδωσα δεκάδες σελίδες κι εσύ ένα μόνο σημείωμα: «Μου ’λειψες, και τώρα μου λείπεις. Σκέφτομαι τη χτεσινή βροχή. Ήτανε το φάρμακό μου». Μόνο αυτό. Σ’ ένα τσαλακωμένο χαρτάκι, που είχε απάνω τη φίρμα μιας εταιρίας ενοικιάσεως αυτοκινήτων.

Ύστερα, η Μυρτώ πέρασε στο πανεπιστήμιο κι έφυγε από την πόλη. Ο Γιώργος έφυγε κι αυτός, πήγε στην Αθήνα, έβγαλε μια σχολή, μετά ξαναγύρισε, δοκίμασε διάφορες δουλειές, δεν στέριωσε σε καμιά. Έφυγε πάλι, ταξίδεψε, ξαναγύρισε, άνοιξε ένα μπαρ σε μια τουριστική περιοχή, βρήκε και την Κριστίν, δεν παντρεύτηκαν ποτέ, αλλά ζούσαν μαζί για χρόνια. Η Μυρτώ συνέχισε τις σπουδές της, παντρεύτηκε, έκανε εκείνο που ήθελε στη ζωή της, κατάφερε κι εκείνη με τον τρόπο της να ξεφύγει από τα γρανάζια της αστικής νοοτροπίας – λες και είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους να μην παραβιάσουν κάποιες εφηβικές υποσχέσεις, να εμπλακούν στο σύστημα όσο λιγότερο μπορούσαν. Συναντιούνταν κάθε χρόνο, μόνον οι δυο τους, την ίδια πάντα μέρα. Και πάντα, συνέχιζαν τη συζήτηση από το σημείο που την είχαν σταματήσει την προηγούμενη χρονιά. Σπανίως μιλούσαν για τη ζωή τους, δηλαδή για την «άλλη τους ζωή», για το τι έκαναν τις υπόλοιπες 364 μέρες που δεν βλέπονταν. Και πάντα, κατέληγαν στην ίδια παραλία μ’ ένα μπουκάλι Johnnie Walker 12άρι· κάθονταν στην άμμο και περίμεναν ν’ αλλάξει η μέρα – σιωπηλοί, για ν’ ακούσουν τον ήχο της μοναξιάς.

Μια βδομάδα μετά την τελευταία τους συνάντηση, η Μυρτώ έμαθε ότι ο Γιώργος πήρε τη μηχανή του και καρφώθηκε σ’ έναν τοίχο. Κανείς δεν μπορούσε να της πει γιατί. Δεν πήγε στην κηδεία του. Δεν έκλαψε ποτέ. Ούτε ένα δάκρυ. Και κάποια άγρυπνη νύχτα, εντελώς απροσδόκητα, κατάλαβε ότι το ήξερε. Ήξερε ότι θα γινόταν έτσι.

Το έχω ακόμη εκείνο το τσαλακωμένο χαρτάκι με τη φίρμα ενοικιάσεως αυτοκινήτων. Και, ήθελα να σου πω ότι εσύ είχες δίκιο και εγώ άδικο: η μοναξιά έχει ήχο, είναι πράγματι οι σκέψεις του κενού. Καληνύχτα, Γιώργο.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 8:26 μ.μ. | Ενθύμιον |


6 Σημειώσεις:


Κατά τις 11:06 π.μ., Blogger The Motorcycle boy

Καλημέρα ρε. Τελικά αρχίζω να πιστεύω πως η ζωή των ανθρώπων είναι η ζωή που δεν έζησαν (μήπως το έχει ήδη πει η Μιρέλα πριν από μένα; χέστηκα!).
Τέλος πάντων, το πιστεύω γιατί ότι δεν ζει κάποιος είναι πιο πραγματικό από την αλήθεια (θα έλεγα πιο αληθινό από την πραγματικότητα αλλά ξέρω πως είσαι αριστοτελική και θα διαφωνούσες).

 

Κατά τις 12:36 μ.μ., Blogger zero

Καταπληκτικο ποστ.

ζερο.

 

Κατά τις 1:01 μ.μ., Blogger Λίτσα

Mboy - τείνω να συμφωνήσω, παρά τα... αριστοτελικά. Μεγάλη υπόθεση η πραγματικότητα, κι ακόμη πιο μεγάλη η αλήθεια (Quid est veritas, όμως;)
zero - σ' ευχαριστώ

 

Κατά τις 10:05 μ.μ., Blogger Artanis

Λιτσάκι μου, έκλαψα...

ήταν πολύ όμορφο ποστ, αλλά πολύ λυπητερό...
Ταυτίστηκα, πάλι, γ***τι μου....

 

Κατά τις 10:06 μ.μ., Blogger Artanis

Αλλά έχεις φτιάξει υπέροχα το μπλογκ σου!!!
Σου πάει πάρα πολύ!
Ταξιδεύτρα μου εσύ!

 

Κατά τις 8:53 π.μ., Blogger Λίτσα

Artanis - είπαμε με μια βαλίτσα στο χέρι.