Για τον C***
(Οι Ιστορίες Heike (Heike Monogatari) αποτελούν το χρονικό των πολέμων ανάμεσα σε δύο επαρχιακές πατριές (αυτό που οι Σκωτσέζοι ονομάζουν “clan”) – τη Μinamoto και την Taira (Heike), η οποία εν τέλει ηττήθηκε (1180-1185). Οι ιστορίες αυτές ήταν πολύ δημοφιλείς. Λέγεται ότι υπήρχαν σε ενενήντα περίπου παραλλαγές. Τις τραγουδούσαν πλανόδιοι τραγουδιστές με συνοδεία λαγούτου και συχνά απαγγέλλονταν από παραμυθάδες· την απαγγελία διευκόλυνε το ύφος και η διάρθρωση των ιστοριών που ακολουθούσε τις παραδοσιακές πεντασύλλαβες και επτασύλλαβες φράσεις του ιαπωνικού ποιητικού ρυθμού. Αμφισβητείται ότι η σύνθεσή τους οφείλεται σε έναν μόνο συγγραφέα.
Ένας από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών Heike ήταν ο Tadanori, ο ποιητής-πολεμιστής ή ο δαίμονας-πολεμιστής· αν κανείς σκεφτεί την αναλογία με τα αντίστοιχα μοτίβα της βυρωνικής ποίησης, δεν θα έχει άδικο).
Η αναχώρηση του Tadanori από το Κυότο
Ο Satsuma-no-kami Tadanori, είχε ήδη φύγει από την πρωτεύουσα και επιθυμώντας να δει για μια ακόμα φορά τον Gojo-no-sammi, γύρισε, καβάλα στο άλογό του, πάλι στην πόλη με μια μικρή συνοδεία πέντε ακολούθων και έναν υπηρέτη, όλοι, όπως ο ίδιος, πάνοπλοι. Όταν, όμως, ;eφτασε στην πύλη του μεγάρου, τη βρήκε διπλοκλειδωμένη και δεν άνοιξε, ακόμα κι όταν φώναξε τ’ όνομά του, αν και ακουγόταν θόρυβος ανθρώπων που έτρεχαν εδώ κι εκεί, και φώναζαν ότι κάποιος από τους φυγάδες είχε επιστρέψει.
Τότε ο Satsuma-no-kami κατέβηκε βιαστικά από το άλογό του και φώναξε με δυνατή φωνή: «Εγώ είμαι, ο Tadanori, έχω κάτι να πω στον Sammi-dono· εάν δεν ανοίξετε την πύλη, τουλάχιστον παρακαλέστε τον να έρθει εδώ, ώστε να μπορέσω να του μιλήσω». «Εάν είναι πράγματι ο Tadanori», είπε ο Shunsei, «δεν είναι ανάγκη να φοβάστε, δεχτείτε τον». Τότε άνοιξαν την πύλη κι εκείνος μπήκε· η συνάντηση μεταξύ των δύο ήταν πολύ συγκινητική και θλιμμένη.
«Από τότε που έγινα μαθητής σου στην τέχνη της ποίησης, πριν από καιρό», είπε ο Tadanori, «ποτέ δεν σε ξέχασα, αλλά τα τελευταία χρόνια, η αταξία στην πρωτεύουσα και οι εξεγέρσεις στις επαρχίες με εμπόδισαν να έρθω να σε δω. Τώρα, η τελευταία πράξη της πτώσης του οίκου-μας μας πιέζει και ο αυτοκράτορας έχει κιόλας φύγει από την πρωτεύουσα. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που επιθυμώ πολύ. Πριν από λίγο καιρό, άκουσα ότι πρόκειται να γίνει μια ανθολογία ποιημάτων από την αυτοκρατορική διοίκηση και ήθελα να σε ρωτήσω αν θα καταδεχόσουν να υποβάλεις για κρίση μερικούς από τους ταπεινούς μου στίχους, ώστε να μνημονεύεται στο μέλλον το όνομά μου· απογοητεύτηκα πολύ όταν δεν έγινε η συλλογή, εξαιτίας της αβεβαιότητας στη χώρα. Αν όμως κάποτε, στο μέλλον, όταν αποκατασταθεί η ειρήνη στην αυτοκρατορία, γίνει αυτή η ανθολογία, ζητώ την εύνοιά σου για κάποια από τις στροφές που βρίσκονται σ’ αυτήν την περγαμηνή· έτσι, θα χαρεί το πνεύμα μου κάτω από τη σκιά της πυκνής χλόης, και από εκείνον τον μακρινό κόσμο θα έρθει για να σε βοηθήσει».
Και μ’ αυτές τις λέξεις, έβγαλε από το μανίκι του μια περγαμηνή με εκατό στροφές – τις καλύτερες που είχε ως τότε συνθέσει – και την έδωσε στον Shunsei. «Πράγματι, αυτό το ενθύμιο δείχνει ότι δεν με έχεις ξεχάσει», είπε ο Shunsei, καθώς την άνοιξε και τη διάβασε προσεκτικά, «και δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου, όταν σκέπτομαι τον τρόπο του ερχομού σου. Αλήθεια, η θλίψη είναι ανείπωτη και πολύ βαθιά η αγάπη σου για μένα».
«Δεν με νοιάζει αν τα κόκαλά μου ασπρίσουν πάνω στους λόφους ούτε αν το όνομά μου αντηχήσει στα κύματα της Δυτικής Ακτής», είπε ο Tadanori, «επειδή δε νιώθω θλίψη καμιά γι’ αυτόν τον εφήμερο κόσμο· κι έτσι, όπως πρέπει να γίνει, χαίρε»· πήδηξε πάνω στο άλογό του και, ξαναβάζοντας την περικεφαλαία του, κάλπασε προς τα δυτικά. Ο Sammi-dono στάθηκε κοιτάζοντάς τον για πολύ, μέχρις ότου χάθηκε από τα μάτια του, ενώ έφταναν στ’ αυτιά του, με τη φωνή (όπως φάνηκε) του Tadanori, οι λέξεις της ακόλουθης στροφής:
Μακρύς είναι ο δρόμος που πρέπει να διαβώ· κι έτσι καλπάζω
ανάμεσα στις βραδινές ομίχλες του Yen Shan.
Κυριευμένος από σκέψεις μελαγχολικές, ο Shunsei δύσκολα συγκράτησε τα αισθήματά του, ενώ επέστρεφε αργά στο αρχοντικό του.
Σε μέρες κατοπινές, όταν στην αυτοκρατορία επικράτησε ξανά ειρήνη, εκδόθηκε μια αυτοκρατορική διαταγή για τη σύνταξη ανθολογίας με τίτλο Senzei-shu, και ο Shunsei θυμήθηκε την παράκληση του Tadanori και τη συνομιλία τους· όμως, εκείνο τον καιρό, ο Tadanori και όλοι οι Heike είχαν γίνει αντάρτες και μάχονταν κατά του θρόνου. Έτσι, παρ’ όλο που πολλές στροφές στην περγαμηνή του Tadanori άξιζε να μείνουν αθάνατες, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Shunsei για την υστεροφημία του δύστυχου μαθητή του ήταν να συμπεριλάβει στην ανθολογία μία από αυτές, με τίτλο «Ένα λουλούδι της γενέτειράς μου», αγνώστου συγγραφέως· η στροφή εκείνη έλεγε:
Δες τα κύματα να ρυτιδώνουν
γλείφοντας του Omi την ακρογιαλιά
όπου το Shiga κάποτε στεκόταν.
Δεν υπάρχει πια, μα στους λόφους πάνω,
η κερασιά ανθίζει ακόμα των βουνών.
Ο θάνατος του Tadanori
Ο Satsuma-no-kami Tadanori, διοικητής της δυτικής στρατιάς, ντυμένος με βαθύ μπλε hitarare [επίσημο χιτώνα], αρματωσιά με μαύρη μεταξωτή δαντέλα, πάνω σ’ ένα θαυμάσιο μαύρο άλογο που είχε σέλα στολισμένη με λούστρο από χρυσόσκονη, υποχωρούσε ήσυχα με τη συνοδεία του από εκατό ιππείς, όταν ο Okabe-no-Rokuyata Tadazumi από το Musashi, τον διέκρινε από μακριά και τον ακολούθησε καλπάζοντας, διψασμένος να κερδίσει ένα τόσο μεγαλοπρεπές έπαθλο.
«Αυτός πρέπει να είναι κάποιος μεγάλος αρχηγός!» φώναξε. «Επαίσχυντο να γυρίζεις την πλάτη σου σ’ έναν εχθρό!»
Ο Tadanori γύρισε πάνω στη σέλα· «Είμαστε φίλοι! Είμαστε φίλοι!», απάντησε συνεχίζοντας το δρόμο του. Όμως, έτσι όπως γύρισε, ο Tadazumi είδε φευγαλέα το πρόσωπό του και παρατήρησε ότι τα δόντια του ήταν μαυρισμένα. «Κανένας στη δική μας πατριά δεν έχει μαυρισμένα δόντια», είπε· «αυτός πρέπει να είναι ένας από τους αυλικούς των Heike». Και προφταίνοντάς τον, αντιπαρατάχτηκε για να παλέψει. Όταν το είδαν αυτό οι εκατό ακόλουθοι – που ήτανε μισθοφόροι από διάφορες επαρχίες – διασκορπίστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας τον αρχηγό τους στη μοίρα του.
Αλλά, ο Satsuma-no-kami, που είχε μεγαλώσει στο Kumano, ήταν ξακουστός για τη δύναμή του, ήταν αεικίνητος κι ευκίνητος επίσης, κι έτσι, αρπάζοντας τον Tadazumi τον τράβηξε από το άλογό του και, ενώ ο ίδιος ήταν ακόμη πάνω στη σέλα του, του κατάφερε δυο μαχαιριές και μία ακόμη καθώς έπεφτε. Τα δυο πρώτα χτυπήματα έπεσαν πάνω στην αρματωσιά του Tadazumi και δεν κατάφεραν να την τρυπήσουν, το τρίτο όμως τον πλήγωσε στο πρόσωπο, χωρίς να είναι θανατηφόρο· καθώς ο Tadanori πήδηξε κάτω και όρμησε να του κόψει το κεφάλι, ο ιπποκόμος του Tadazumi, που ήταν πιο πίσω, γλίστρησε αθόρυβα από το άλογό του και μ’ ένα χτύπημα του σπαθιού του, έκοψε το μπράτσο του Tadanori πάνω από τον αγκώνα.
Ο Satsuma-no-kami, βλέποντας ότι όλα τελείωσαν κι επιθυμώντας να έχει λίγο χρόνο για να πει την προσευχή του θανάτου, έσπρωξε τον Tadazumi να πέσει μακριά του, όσο το μήκος ενός τόξου. Τότε, στράφηκε προς τα δυτικά κι επανέλαβε: «Komyo Henjo Jippo Sekai, Nembutsu Shujo Sesshu Fusha. Ω, Amida Nyorai, που ρίχνεις το φως της παρουσίας σου δια μέσου των δέκα σημείων του κόσμου, μάζεψε στον απαστράπτοντα ουρανό σου όλους όσοι επικαλούνται τ’ όνομά σου!» Και όταν τελείωσε η προσευχή, ο Tadazumi του πήρε το κεφάλι.
Μη αμφιβάλλοντας ότι είχε σκοτώσει έναν εχθρό υψηλής καταγωγής, αλλά αγνοώντας παντελώς ποιος θα μπορούσε να είναι, έψαχνε την αρματωσιά του, όταν βρήκε τυχαία ένα κομμάτι χαρτί στερεωμένο στη φαρέτρα του· πάνω του ήταν γραμμένη μια στροφή με τίτλο «Του ταξιδιώτη πανδοχέας, ένας λουλούδι»:
Τώρα πεθαίνει το φως της μέρας
κι ενός δέντρου η σκιά
είναι για μένα πανδοχείο.
Για πανδοχέας να με καλοδεχτεί
ένα λουλούδι μοναχά παράμερο του δρόμου.
Μετά απ’ αυτό, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να είναι κανένας άλλος παρά ο Satsuma-no-kami.
Τότε, σήκωσε το κομμένο κεφάλι και φώναξε με δυνατή φωνή: «Ο Satsuma-no-kami Dono, ο δαίμονας-πολεμιστής από το Nippon, σφαγμένος από τον Okabe-Rokuyata Tadazumi από το Musashi!» Και όταν τον άκουσαν, φίλοι και εχθροί ομοίως, ύγραναν τα μανίκια της αρματωσιάς τους με δάκρυα, αναφωνώντας: «Αλίμονο! Πόσο μεγάλος αρχηγός αυτός που πέθανε! Πολεμιστής, καλλιτέχνης και ποιητής· σε όλα ήταν έξοχος».
(Η μετάφραση είναι του Δ.Ι. Χατζόπουλου και βασίζεται στην αγγλική μετάφραση των ιστοριών Heike, από τον A.L. Sadler· τα δύο αφηγήματα δημοσιεύτηκαν στο περ. Το δέντρο, το 2000).
Κατά τις 8:21 μ.μ., homelessMontresor
Κατά τις 1:38 π.μ., Erwtas Stomaxhs
Κατά τις 10:30 π.μ., The Motorcycle boy
Πολεμιστής και ποιητής?! Οξύμωρο μου φαίνεται εκ πρώτης όψεως, από την άλλη κρύβει εναν βαθύ ιδεαλισμό που σε συγκινεί!