ήταν πραγματικά κροκόδειλος
και ψεύτικα κι απατηλά τα κλαύματά του
μες στη νύχτα;
Δεν τις μπορώ τις «φιλολογίες» – φυσικά, ούτε κι αυτές εμένα: δικαία εκδίκησις. Ή μάλλον δεν μπορώ αυτό που τον 19ο αι. το λέγανε «λογιωτατισμό». Δεν είναι φαινόμενο της καθαρεύουσας. Διότι, στην καθαρεύουσα γράφει και ο Ροΐδης – αλλά ακυρολεξίες και λογιωτατισμούς, μπουκώματα και ανασεμιές, δεν θα βρει κανείς στις σελίδες του όσο και να ψάξει. Στην καθαρεύουσα έγραψε και ο Γρηγόριος Παλαιολόγος: Μετά τινων μηνών προσδοκίαν, (λέει στο μυθιστόρημά του Ο πολυπαθής, το 1839) ιδούσα ότι ούτε ο Μορφεύς, ούτε ο Σατανάς δεν την στέλλουν άνδρα, απελπίσθη τόσον, ώστε απεφάσισε να κλεισθή εις μοναστήριον.
Βέβαια, τη ρετσινιά του «λογιωτατισμού» και της ρητορικότητας την κολλήσανε στους καθαρευουσιάνους οι δημοτικιστές, όταν το γλωσσικό ζήτημα είχε λάβει τη μορφή γλωσσικού πολέμου. Δεν είχαν άδικο – διότι έγραφε, ας πούμε, ο Αχιλλεύς Παράσχος:
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλη μου, ταχείαν
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην.
Έφταιγε μετά ο Δημητράκης ο Καμπούρογλου που του παρώδησε το ποίημα;
Θέλω την φίλην φθισικήν, άσωμον, στάκτην, κόνιν,
άνεμον, επιθάνατον, φάσμα, αθανασίαν,
αυτήν να έχω αδελφήν και αδελφήν μου μόνην,
αλλ’ όχι και νυμφίαν μου, αλλ’ όχι και νυμφίαν.
Φυσικά, τα πρωτεία στην παρωδία των ρομαντικών κενολογιών, τα κατέχει ο τρομερός κεφαλονίτης, ο Παναγιώτης Πανάς, που γράφει το ακόλουθο ποιηματάκι, με τίτλο «Ρωμαντική σχολή»:
Έλαμπε την νύκτα ταύτην ήλιος ακτινοβόλος
και εχύνετο το μαύρον πέριξ φως των αστεριών.
Εν σιγή βρονταί εβόων. Ήστραπτε της γης ο θόλος
και το έδαφος εν λύπη έχαιρε των ουρανών.
Όρθιος εν εγρηγόρσει εκοιμώμην εν τη κλίνη
ότε αίφνης έμπροσθέν μου έστη γέρων νεαρός,
κι εν ευγλώττω σιγή λέγει·τι ανήσυχος γαλήνη!
τι ακτινοβόλον σκότος! τι τερψίλυπος καιρός!
Εν πάση περιπτώσει, αντίστοιχες κενολογίες θα βρει κανείς και σε λάβρους δημοτικιστές, στον Παλαμά, ας πούμε – Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλη είν’ η μέρα/κι η Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι – το ηπιότερο παράδειγμα. Θα μου πεις, ποίηση είναι· ε, και λοιπόν; Ποίηση έγραψε κι ο Κάλβος: και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως όχι αντιμάμαλα και κραυγές και θρήνους και λιοπεριχύματα. Ποίηση έγραψε και ο Σολωμός (που δεν τον πολυαγαπώ κιόλας) – ακούσετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια – απλά πράγματα, όχι λέξεις κατά παράταξιν για να γεμίσουν οι αράδες. Ποίηση κι ο Καβάφης: βλάπτουν και οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. Καμία περιττή λέξη, καμία ρητορικότητα, όλα στη θέση τους, εκεί που πρέπει να ’ναι. Το διαβάζεις και δεν σε «καίει στο λαιμό» (όπως θα έλεγε σ’ άλλη περίπτωση ο φίλος μου ο Βαγγέλης), δεν πλαντάζεις από τις μυρωδιές και τα πολλά μπαχαρικά.
Ωραία, ας πούμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά – η υπερβολική έκφραση, η ρητορικότητα και τα παρόμοια – ήταν οι παιδικές αρρώστειες της ελληνικής γλώσσας και ότι με τον καιρό και με την καλλιέργεια θα εξαφανίζονταν. Εμένα μου λες; Δεν υπάρχει έντυπο που θέλει να ονομάζεται «σοβαρό», τηλεοπτική εκπομπή που θέλει να περνιέται για «επιπέδου», άνθρωπος που θέλει να λέγεται «καλλιεργημένος» που να μην χρησιμοποιεί περίτεχνες διατυπώσεις. Διότι, το να μιλήσεις απλά, είναι ασφαλώς τεκμήριο αγραμματοσύνης και ανοησίας· οι έξυπνοι και οι διαβασμένοι ξέρουν δύσκολες και σπάνιες λέξεις, τετρασύλλαβες και άνω, κυρίως δε λέξεις που δεν χρησιμοποιεί ο μπακάλης, ο περιπτεράς και ο χασάπης. Και, πέραν των λέξεων που πρέπει οπωσδήποτε να είναι «σοφιστικέ», σημασία έχει και η γενικότερη «αύρα» της φράσης: δεν θα ρωτήσεις, ας πούμε τον άλλον, ποιο είναι το νόημα της ζωής του· όχι, θα τον ρωτήσεις «Πώς νομίζετε ότι η ύπαρξή σας νοηματοδοτήθηκε κατά την πορεία σας σ’ αυτήν την οδυνηρή όσο και ιλαρή, την τερψίλυπη θα μπορούσαμε να πούμε, περιπέτεια, που ο πολύς κόσμος ονομάζει ζωή;» Ή αν θέλεις να εκφράσεις την επιθυμία σου για κάποιον ή κάποιαν, είναι απολύτως απαράδεκτο να χρησιμοποιήσεις την ευθεία οδό («μου αρέσεις»), ενώ αποκλείονται δια ροπάλου λεκτικές προσεγγίσεις του τύπου «μωρό μου σε γουστάρω, αλλά δεν ξέρω πώς να σ’ το πω». Όχι, όχι, και πάλι όχι. Εδώ χρειάζεται πάθος, να πέφτεις στα πατώματα (αλλά με εκφραστική αξιοπρέπεια), εδώ χρειάζονται όνειρα και όρκοι και πεθαμένα ηλιοβασιλέματα και ανάσες που σβήνουν και κατηγορικές προτάσεις της μορφής «είσαι η ψυχή μου, η ζωή μου, ο μόνος λόγος που γεννήθηκα» και «χωρίς εσένα μόνο ο θάνατος έχει νόημα» (κατά περίπτωσιν, ούτε κι αυτός) - Πάρε δυο σύγνεφα· μια λίτρ’ αγέρα·/ δροσιάς δυο γράνα και μια φλογέρα, που έλεγε ο Παναγιώτης Πανάς, σατιρίζοντας την ποίηση του Βαλαωρίτη. Πάρε λοιπόν μπόλικο συναίσθημα, με τις ανάλογες μελοδραματικές αποχρώσεις, απότομες βουνοπλαγιές ή φουρτουνιασμένες θάλασσες (διότι, πρέπει να πείσεις το αντικείμενο του πόθου σου να τρέξετε μαζί στους λόφους της ζωής ή να διαπλεύσετε ωκεανούς βασάνων), και προσοχή στις λέξεις: μια καλλιεργημένη ερωτική προσέγγιση, οφείλει να περιέχει τρεις τουλάχιστον από τις ακόλουθες λέξεις/φράσεις: σάρκα, κορμί, λάβα, πυρετός, κόλαση, μαγεία/μαγικό, θάνατος (και βρικόλακας για πιο σκληροπυρηνικές καταστάσεις), μόνοι οι δυο μας, μακριά από τον κόσμο, πεθαίνω κάθε ξημέρωμα (εδώ είναι αναγκαία κάποια ψυχραιμία, μην παρασυρθείς και αρχίσεις ν’ αραδιάζεις «μάνα γιατί με γέννησες», «η οδύσσεια ενός ξερριζωμένου», «το χώμα βάφτηκε κόκκινο» και λοιπούς τίτλους ελληνικών ταινιών).
Ως λαός ρέπουμε προς την υπερβολή; Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι κι έτσι, διότι, διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να διατυπωθεί από την αρχαιότητα ακόμη το ρητό «Μηδέν άγαν» (και ως γνωστόν, οι κώδικες απαγορεύσεων μας δείχνουν τι γίνεται σε μία κοινωνία, αφού δεν θα σκεφτόταν κανείς να πει «ου κλέψεις» αν η κλοπή ήταν μια άγνωστη δραστηριότητα – να, λοιπόν, τι σημαίνουν εν πολλοίς οι περίφημες «Δέκα Εντολές») – και, υποθέτω, δεν θα υπήρχε λόγος να κάτσει ο Αριστοτέλης και να γράψει τα λογικά του συγγράμματα. Διαβάζω για παράδειγμα κείμενα που θέλουν να εκφράσουν μιαν άσχημη ψυχολογική κατάσταση· κομμένες φλέβες, ματαιότητες, απελπισίες, δεν υπάρχει θεός (συμπτωματικά σωστό, αλλά άλλη υπόθεση), αυτοκτονικές σκέψεις – μπροστά τους ο νεαρός Βέρθερος ωχριά, σκέτος ερασιτέχνης, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης απλώς κλαυθμηρίζει και ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα. Αντιστοίχως, δεν έχω πετύχει ως τώρα κανένα κείμενο που να εκφράζει καλή ψυχολογική κατάσταση και να μην είναι α. βουκολικού χαρακτήρα (η φύση, τα προβατάκια, τα λουλουδάκια και οι μελισσούλες)· β. γλυκόπικρα ρομαντικό – δηλαδή ελαφρώς χαρούμενο, αλλά με τη λανθάνουσα υποψία ότι η ευτυχία είναι παροδική· γ. δοξαστικό, με πολλά επιφωνήματα και θαυμαστικά· δ. «γούτσου-γούτσου», δηλαδή γεμάτο υποκοριστικά, χαμογελάκια, τραγουδάκια (ψηφίζω το δ, πάντως, ασυζητητί: το θεωρώ εκφραστικώς γνησιότερο· όπως και να ’χει, τα χαρούμενα κείμενα που πέφτουν στα χέρια μου είναι σπανιότερα, καθόσον η ευτυχία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον και μετά από λίγο καθίσταται πληκτική – γιατί νομίζετε την κοπανήσανε οι άλλοι από τον κήπο της Εδέμ;)
Αν περάσουμε δε στο δημοσιογραφικό λόγο, η νευρική κρίση εξελίσσεται ραγδαία σε αμόκ. Ακούς, ας πούμε, ένα σχόλιο για τον καιρό και νομίζεις ότι σου διαβάζουν την Κόλαση του Δάντη· ακούς ειδήσεις για την γρίπη των πτηνών και νομίζεις ότι εμφανίζεται το θηρίο της Αποκαλύψεως με τα εφτά κεφάλια· ακούς ότι πέθανε ο τάδε, και το μόνο που λείπει από τη φρασεολογία είναι η πληροφορία ότι τα καταπέτασμα του ναού εσχίσθη. Σοκ, σου λένε, για τις εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων που βρίσκονται στη Μονή Φιλανθρωπηνών – σιγά, σε λίγο θα εκπλαγούμε που επάνω στο βράχο της Ακρόπολης βρίσκεται ένας ναός ονόματι Παρθενών. Χώρια οι υπεράνθρωπες προσπάθειες, το μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο (και ποτέ δεν φτάνει το ρημάδι), ο λευκός/πύρινος/απεργιακός κλοιός που ζώνει τη χώρα κάθε τρεις και λίγο – άλλη δουλειά δεν έχει κι αυτός – οι τελείες και οι άνω τελείες που καλούνται να βάλουν στον (προφορικό τους) λόγο οι φιλοξενούμενοι στα τηλεοπτικά παράθυρα, οι απουσίες που λάμπουν, οι παρουσίες με νόημα.
Κάπως το είχε πει ο Σεφέρης αυτό. Ότι όταν η ποίηση είναι ρητορική και ασαφής, τούτο συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει «συντονισμός της ευαισθησίας με το ποιητικό ρήμα», του συναισθήματος ή της διάθεσης με την έκφραση. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι από αυτά τα δύο παραβιάζει το σημείο ισορροπίας και στον σύγχρονο λόγο: ας πούμε επιλέγεται το ποιητικό ρήμα της τραγωδίας, ενώ το έργο που γράφεται είναι κωμωδία (το αντίστροφο παράγει αφ’ εαυτού κωμικό αποτέλεσμα). Ή πιο απλά, θέλοντας να μεγιστοποιήσουμε τα (συνήθως) ασήμαντα νοήματα, τα ντύνουμε με μεγάλα λόγια.
(Αν τουλάχιστον μας δίδασκε το παράδειγμα του Ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης…)
Ναι, συμφωνώ σε όλα.
Χαίρομαι που δεν έχω διαβάσει Παναγιώτη Πανά.
Και κάτι άλλο που μπορεί να λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά. Τελευταία με ενοχλούν οι ¨"περίτεχνες" διατυπώσεις, οι ρητορισμοί και οι "υπερβολικές" εκφράσεις σε σχόλια που έχω διαβάσει σε κάποια ελληνικά ιστολόγια. Ενώ δηλαδή κάποιοι εξαιρετικοί (πάντα για τα δικά μου δεδομένα) ιστολόγοι, γράφουν απλά και κατανοητά, πολλοί σχολιαστές (από ανασφάλεια; από τάση για επίδειξη; από μαλακία;) γράφουν τόσο "λόγια" που οι απόψεις τους δε βγάζουν νόημα. Το συζητούσα τις προάλλες με έναν φίλο μου και είχαμε ξεκαρδιστεί.
Λίτσα, εννοείται ότι είναι στη διακριτική σου ευχέρεια να διαγράψεις το παραπάνω σχόλιο. Ίσως λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά για τη συζήτηση που θα επακολουθήσει...
Κατά τις 2:18 π.μ., Erwtas Stomaxhs
και πως να είναι διαφορετικά Λίτσα μου όταν επί δεκαετίες ο φωσκολισμός (ή μήπως φοσκΩλισμός;) βλ. ρεπερτόριο της χρυσής επταετίας με Πρέκα και λοιπούς αλλά και τις σκυλομπαρόκ σαπουνόπερες των αρχών της δεκαετίας του '90 και δώθε σπάει τα μηχανάκια της AGB; Αφού αυτό θέλει ο κοσμάκης, αυτό παίρνει ή αλλιώς παίρνει ότι του αξίζει.
Μπά, ξενυχτάμε απόψε;
numb: Λοιπόν, ο Παναγιώτης Πανάς είναι έξοχος σατιρικός - ποιήματά του ίσως βρεις στις (παλιότερες) Ανθολογίες. Όσο ξέρω έβγαλε μία ποιητικής συλλογή με τίτλο "Έργα αργίας" 1883 - δεν ξέρω αν ανατυπώθηκε, μάλλον όχι.
Το σχόλιό σου φυσικά και δεν πρόκειται να το σβήσω (σβήνω μόνο τα υβριστικά και το έχω δηλώσει) - όποιος επιθυμεί μπορεί να σου απαντήσει συμφωνώντας ή διαφωνώντας. Υποθέτω ότι ανάλογα ισχύουν και για τα blogs, προσωπικώς διαβάζω ελάχιστα και ελάχιστους και πράγματι δεν ξέρω τι γίνεται. Αλλά η δική μου τοποθέτηση ήταν γενική, όχι ad hoc για τα blogs, άλλωστε στο blog του ο καθένας κάνει ό,τι θέλει και δεν έχει νόημα τέτοιου είδους κριτική.
erst: μωρέ και πριν τον Φώσκολο τα ίδια είχαμε - ο Φώσκολος, ο Πρέκας κλπ. προϊόντα αυτής της "κουλτούρας" είναι. Από παλιά χάλασε η σούπα. Πόσο παλιά δεν ξέρω .
Κατά τις 10:48 π.μ., Godot
Μ' αυτά και μ' αυτά βγήκε ο ΖουράρΙς βουλευτής, ο Βέλτσος αναγνωρίζεται από τον κόσμο(?) ως μεγάλη αυθεντία και οι 500 λέξεις-φράσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τα πάντα στην τηλεόραση, ορίζουν την καλλιεργημένη version της ελληνικής γλώσσας.
Εγώ στην θέση σου θα πήγαινα το θέμα όσο πάει και θα το έβγαζα έξω δημοσίως. (το θέμα ε;)
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και όλοι θα συμφωνήσουν κουνώντας πικρά το κεφάλι, ενώ θα σχολιάζουν περισπούδαστα διαπιστώνοντας πόσο δίκιο έχεις.
Κατά τις 6:20 μ.μ., divine mitsakos
Κατά τις 10:40 μ.μ., The Motorcycle boy
Προσπαθώ να θυμηθώ από πότε είχα να διαβάσω κείμενό σου που να μου φτιάχνει τον πρωινό καφέ ... κι αυτό ακόμα, βραδιάτικα το διάβασα!
Αγαπητή (οί) όλα ξεκίνησαν με τον Απόστολο του μεταμοντέρνου, τον Προφήτη του επικοινωνισμού, τον Θεϊκό (πάψε Μητσάκο) ΑΝΤΡΕΑ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ. Τον άνθρωπο που μπορεί να σου εξηγήσει πως είναι δυνατό να "επιβουλευτείς, να διυλίσεις, να αναλύσεις, να συμπλεύσεις, να υποκαταστήσεις και να αντικαταστήσεις το πραγματικό, το σύνηθες, το κενοφανές, το ίδιον με μια εξομολήγηση που βγαίνει κατευθείαν από την ψυχούλα σου". Έτσι μιλάει ο κόσμος ρε!
Ωραία μας τα λετέ, αγαπητή, και σωστά τα επισημάνετε.
Ξέρεις τι είναι πολύ κακή επίδραση; Αυτή η ρημάδα η "έκθεση ιδεών". Ποτέ δεν έχω γράψει τόσες μπούρδες στη ζωή μου με τόσο περισπούδαστο λεξιλόγιο.
Για την καθαρεύουσα, να πούμε πάντως ότι τον είχε η κακομοίρα στο DNA της το ρητορισμό. Και μόνο που το θέμα της ποιότητας σε ένα κείμενο γίνεται ζήτημα επιλογής κατάληξης και αρχαιοπρεπούς λέξης τι να περιμένει κανείς; (Καλά ο Ροΐδης ήταν εξαίρεση, one of the kind).
valentin - δεν θα διαφωνήσω για την "έκθεση ιδεών", επισημαίνω όμως ότι διδάσκεται έτσι όπως διδάσκεται επειδή υπάρχει η νοοτροπία την οποία περιγράφω. (πότε ας πούμε διδάχτηκε Λογική και Φιλοσοφία της Γλώσσας στη μέση εκπαίδευση - Φιλοσοφία της Γλώσσας ποτέ, και η Λογική διδάσκεται - αν διδάσκεται - ελάχιστα και από εγχειρίδια γεμάτα λάθη). Φαύλος κύκλος, εν ολίγοις.
Θα διαφωνήσω, όμως, με την άποψή σας περί καθαρεύουσας: ο Ροΐδης δεν ήταν καθόλου η εξαίρεση (σημείωσα ήδη τον Παλαιολόγο, μπορώ να προσθέσω Καλλιγά, Κουμανούδη, Ρενιέρη, Κων. Πωπ, Ειρηναίο Ασώπιο, Α.Ρ. Ραγκαβή και πλείστους όσους). Αν αναφέρεστε όμως στην καθαρεύουσα της επταετίας, εντάξει - μη λησμονείτε, ωστόσο, ποιοί ήταν αυτοί που τη μιλούσαν.
Κατά τις 11:24 π.μ., roidis
δύσκολο να σχολιάσω αυτό σου το ποστ. Ελικρινά. Η γλώσσα περνά κάθε εποχή από κάποιο process επεξεργασίας, τεχνηέντως ή όχι δεν έχει πολύ σημασία. Ο Λογιωτατισμός, αυτός ο δήθεν υπερβατικός, στομφώδης κ.α. άφησε πίσω τους μερικά σπουδαία συγγράμματα που δεν μπορούν να "διαβαστούν" γιατί προκαλούν αλλεργία .
π.χ. Κονδυλάκη δεν μπορώ να διαβάσω, ενώ Ροΐδη και Βυζυηνό, ναι.
για τα άλλα της χρήσης άστα καλύτερα τα σημερινά.
σημ: Δεν τα πάω και τόσο καλά με τα φιλολογικά, ποιοι άλλωστα τα πάνε εκτός από τους φιλόγους;
(το κραταω το άρθρο, ξέρεις εσύ γιατί...)
@ τίποτα - αν πρόσεξες, δεν κρίνω κείμενα ad hoc, αλλά ένα γενικότερο φαινόμενο, τα οποίο ακριβώς συνίσταται στο γεγονός ότι ο γράφων χρησιμοποιεί υπερβολική γλώσσα είτε επειδή δεν έχει "αλήθεια" αυτό που εκφράζει, είτε επειδή του έχουν μάθει ότι για να θεωρηθεί καλό το γράψιμό του πρέπει να είναι λογοτεχνίζον, φιλολογίζον κλπ.(αλλά με τη χειρότερη δυνατή έννοια των όρων). Και το φαινόμενο προκύπτει από την παιδεία που παρέχεται, το επίπεδο του τηλεοπτικού λόγου εν γένει, την κατανάλωση κακής λογοτεχνίας.
Σημείωσα επίσης σε σχόλιο ότι δεν αναφέρομαι στα blogs, επειδή πρόκειται για απολύτως προσωπικά κείμενα, σκέψεις κλπ., ημερολογιακού χαρακτήρα, στο ημερολόγιό του καθένας γράφει ό,τι θέλει, και η ανάγνωσή τους δεν είναι υποχρεωτική. Δεν συμβαίνει το ίδιο, όμως, με το δημοσιογραφικό λόγο - αλλά ούτε και με τη λογοτεχνία: ως αναγνώστης/δέκτης και των δύο έχω, θεωρώ, το δικαίωμα να εκφέρω κρίση σε καυστικό ή ανάλαφρο ύφος.
Να επισημάνω, ακόμη, ότι μίμηση δεν προκαλεί πάντα γέλιο: δια της μιμήσεως μπορεί κανείς να παρωδεί και αν η πρώτη αναγνωστική αντίδραση είναι το γέλιο, η δεύτερη θα πρέπει να είναι κάτι άλλο. Επίσης, δια της μιμήσεως συχνά βρίσκει κανείς το προσωπικό του ύφος. Η μίμηση δεν προκαλεί το γέλιο ούτε όταν δι' αυτής προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
Σας καλησπερίζω.
Κατά τις 11:54 π.μ., Λίτσα
Δεν το διάβασα ακόμη. Το διαβάζω και επανέρχομαι.