Με αφορμή ένα post του Ροΐδη
Το βρήκα εξαιρετικά διασκεδαστικό. Διότι, η λαϊκή παράδοση θεωρείται, από τους διαφωνούντες με τον Ροΐδη, ως το νάμα της φυλής, το απολύτως αληθές, σωστό και ωραίο. Αποκαλύπτει την ταυτότητά μας, τη μοναδικότητά μας και «άλλα ηχηρά παρόμοια». Και φυσικά, όποιος κατηγορεί τη λαϊκή παράδοση, ουσιαστικά είναι ανθέλλην.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Και αυτά τα πράγματα είναι πολλά: κατ’ αρχάς, πότε μας προέκυψε (και εν Ελλάδι και διεθνώς) αυτή η ιστορία με τη λαϊκή παράδοση; Ποιος ήταν ο ρόλος της; Σε τι μπορεί να χρησιμεύει; Πώς μπορούμε να τη χειριστούμε – πέραν του να διοργανώνουμε φολκλορικού τύπου αναπαραστάσεις παλαιών εθίμων; Πλείστα όσα ερωτήματα, και δεν ξέρω αν χωράνε σ’ ένα post.
Η λαογραφία, η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, συνδέθηκε στην Ευρώπη με δύο παραμέτρους – το ρομαντισμό και τη δημιουργία εθνικών κρατών. Οι ρομαντικοί βρήκαν στα δημοτικά τραγούδια, λ.χ., την καλύτερη επιβεβαίωση των θεωριών τους περί εμπνεύσεως, γλώσσας, γνησιότητας και ορμητικής έκφρασης συναισθημάτων. (Είναι δε ειρωνικά ενδιαφέρον ότι οι μπαλλάντες του Ossian, ενός κέλτη βάρδου, που λατρεύτηκαν από τους άγγλους ρομαντικούς, αποδείχτηκαν αργότερα πλαστές, επινοημένες από τον «εκδότη» τους, τον James Macpherson). Ωστόσο, η γένεση του λαογραφικού ενδιαφέροντος δεν είναι προϊόν του ρομαντισμού. Παράγεται από την αλληλεπίδραση ποικίλων παραγόντων που διαρκεί αρκετά χρόνια και εκδηλώνεται για πρώτη φορά στα 1774, όταν εκδίδεται η δίτομη ανθολογία του γερμανού διαφωτιστή Herder, με τίτλο «Παλαιά λαϊκά τραγούδια». Ο Isaiah Berlin έχει αναλύσει με εξαιρετική σαφήνεια τούτο το παράδοξο: αν και διαφωτιστής, ο Herder υποστηρίζει πως κάθε λαός έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία, τα δικά του νοοτροπικά, κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, τα οποία διαμορφώνονται από μια σειρά αντικειμενικών παραγόντων, όπως το κλίμα και η γεωγραφική θέση. Αυτός ο ισχυρισμός όμως αντιστρατεύεται τη θεμελιώδη αρχή του Διαφωτισμού ότι υπάρχουν καθολικές αρχές, που ισχύουν για όλους τους ανθρώπους· αν μη τι άλλο, ο Herder επιμένει ότι το γούστο, η συγκίνηση, η έκφραση συναισθημάτων δεν υπόκεινται σ’ αυτήν την αρχή.
Είναι γνωστό ότι ο Herder αργότερα θεωρήθηκε πρόδρομος του ναζισμού. Στην πραγματικότητα, ασχολήθηκε με τον προσδιορισμό του «γερμανικού έθνους» (δεν τον ονομάζω «εθνικιστή», επειδή σήμερα ο όρος έχει φορτιστεί αρνητικά – όμως στην πραγματικότητα του 18ου-19ου αι., η υποστήριξη της δημιουργίας εθνικών κρατών ήταν μια επιλογή προοδευτική, αν αναλογιστεί κανείς ποιο ήταν το κυρίαρχο πολιτικό-πολιτειακό μοντέλο και τι ακριβώς επεδίωκε η Ιερά Συμμαχία). Και, δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορία αυτή ξεκίνησε από τη Γερμανία, που με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας είχε διασπαστεί σε μικρά κρατίδια· έτσι, ο εντοπισμός των κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών θα αποσαφήνιζε ποιο είναι το γερμανικό έθνος, συνεπώς θα όριζε εκ των πραγμάτων τα εδάφη που αυτό θα έπρεπε να περικλείει (αντίστοιχη εξέλιξη είχαμε και στην Ιταλία, επίσης διασπασμένη σε μικρά κρατίδια, που φτάνει στην ενοποίησή της στα μέσα περίπου του 19ου αι.)
Η λαογραφία, λοιπόν, ακόμη κι αν γεννήθηκε από το γνήσιο και αμερόληπτο ενδιαφέρον για τον προσδιορισμό των κοινών χαρακτηριστικών ενός λαού, συνδέθηκε άμεσα με πολιτικές και γεωπολιτικές ανάγκες και επιλογές. Τούτο δεν καθιστά ύποπτο το περιεχόμενό της (επιμένω στη διάκριση μεταξύ «ουσίας/περιεχομένου» και «χρήσης», για να συνεννοούμαστε), όμως καταδεικνύει μια πραγματικότητα: αν προορίζεις μια δραστηριότητα για συγκεκριμένο σκοπό, τότε θα υπερτονίσεις κάποια στοιχεία της και θα παραβλέψεις άλλα.
Για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, όπου συμβαίνουν διάφορα παράδοξα. Η λογική προσδοκία είναι ότι ανάλογος θα ήταν ο ρόλος του λαογραφικού ενδιαφέροντος και στην περίπτωση της Ελλάδας, αφού ισχύουν και οι δύο προϋποθέσεις: η κυριαρχία του ρομαντισμού και η δημιουργία ενός εθνικού κράτους. Όμως, δεν έγινε έτσι ή τουλάχιστον δεν ξεκίνησε έτσι το πράγμα. Ο σταθερός ιδεολογικός άξονας αναφοράς, τόσο της ελληνικής επανάστασης όσο και του ελληνικού κράτους, ήταν η αρχαιότητα (κυρίως δε, η περίοδος από τους περσικούς πολέμους μέχρι τα χρόνια του Αλεξάνδρου· είναι γνωστό ότι ο νεοελληνικός Διαφωτισμός θεωρούσε τον Αλέξανδρο ως καταστροφέα της αρχαίας δημοκρατίας). Έτσι, παρ’ όλο που υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον για τα δημοτικά τραγούδια στα προεπαναστατικά χρόνια, η παράμετρος της λαϊκής παράδοσης δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την ίδρυση του κράτους. Η ελληνική ρομαντική ποίηση, αν και ξεκινά από διαφορετική αφετηρία, καταλήγει να είναι καθαρολογική και συντηρητική αισθητικά και ιδεολογικά, εφόσον, μέσω των πανεπιστημιακών ποιητικών διαγωνισμών, συνδέεται άμεσα με την πολιτική αναγκαιότητα.
Η θεωρία του Fallmerayer, ο οποίος απέρριψε την ιδέα της καταγωγής των νεότερων Ελλήνων από τους αρχαίους, ανακίνησε βέβαια το ζήτημα, αλλά οι πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων λογίων κινήθηκαν επίσης στον άξονα της αρχαιότητας. Μετά το 1850 άρχισε να διευρύνεται το πεδίο ώστε να περιλάβει και τη λαϊκή παράδοση. Ήταν φυσικό, επειδή εκείνη την εποχή ο Κων. Παπαρρηγόπουλος διατυπώνει το περίφημο σχήμα της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας από την αρχαιότητα, δια του Βυζαντίου, στη σύγχρονη εποχή. Έτσι, με δεδομένο πλέον το ιδεολογικό πλαίσιο, η λαογραφία εκλήθη να παράσχει τις απαιτούμενες αποδείξεις (βλ., λ.χ., τη Μελέτη επί του βίου των νεωτέρων Ελλήνων του Ν. Γ. Πολίτη το 1871, όπου οι παρούσες παραδόσεις των νεοελλήνων ανάγονται σε αντίστοιχες των αρχαίων, ενώ εξετάζεται και η επιβίωσή τους στα βυζαντινά χρόνια). Ο Ν. Γ. Πολίτης, όμως, δεν ήταν ο πρώτος: ήδη από το 1852 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (που εισήγαγε τον όρο «ελληνοχριστιανικός») προβάλλει τα δημοτικά τραγούδια ως ασφαλέστερα τεκμήρια της ταυτότητας του νεοέλληνα και θεωρεί ότι αυτά μπορούν να σώσουν το έθνος (και τη λογοτεχνία του) από τις ολέθριες δυτικές επιδράσεις, ιδίως δε από την επίδραση του «ανήθικου» ρομαντισμού (σημειώνω εδώ το ελληνικό παράδοξο: η δημοτική ποίηση χρησιμοποιήθηκε ως αντίδοτο στον ρομαντισμό, σε αντίθεση με ό.τι συνέβη στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία). Παρόμοια γράφει το 1869 και το 1873, ο (πρώην ρομαντικός) ποιητής Σπ. Βασιλειάδης, και το 1877 ο Εμμ. Ροΐδης (στο περίφημο δοκίμιό του «Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως», όπου υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, την προκλητική για την εποχή του θέση ότι ο χριστιανισμός ελάχιστα επέδρασε στην ελλ. δημοτική ποίηση: «Μόνα αυτού ίχνη ανακαλύπτωμεν εν τη δημοτική ημών ποιήσει ολίγα τινά ράσα, κηρία, κόλλυβα, λιβάνια και κατακλείδια».) Με εξαίρεση τον Ροΐδη, ο Ζαμπέλιος και ο Βασιλειάδης καταφέρονται εναντίον του ρομαντισμού και προτείνουν τη δημοτική ποίηση ως βάση για τη δημιουργία «αληθώς ελληνικής λογοτεχνίας», προκειμένου το έθνος να συγκεντρώσει τις υγιείς και ηθικές του δυνάμεις και να επιτελέσει τον προορισμό του στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας. Έστω και αργά, λοιπόν, η λαογραφία στην Ελλάδα εντάσσεται σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο και σαφές πολιτικό πλαίσιο.
Νομίζω πως τα ιστορικά παραδείγματα είναι αρκετά για αποκαλύψουν το είδος και την έκταση της ιδεολογικής χρήσης ενός υλικού, που αν κανείς το χειριζόταν διαφορετικά θα οδηγούσε σε άλλα δεδομένα. Για παράδειγμα, ήδη από τον 19ο αι. είχε διαπιστωθεί ότι κάποια δημοτικά τραγούδια (όπως «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού») υπήρχαν σε παραλλαγές σε όλο το βαλκανικό χώρο μέχρι τα εδάφη της σημερινής Γερμανίας· σε αντίστοιχα πορίσματα κατέληξε η έρευνα του Samuel Baud-Bovy για «Της Άρτας το γιοφύρι» (ακολουθώντας, όμως, αυτή τη γραμμή σκέψης, για ποια μοναδικότητα αισθήματος και λαϊκής δημιουργίας θα ομιλούσαμε); Αλλά, δεν είναι μόνο τα δημοτικά τραγούδια: οι εθνολόγοι και οι ανθρωπολόγοι μιλούν για κοινούς μυθολογικούς πυρήνες που ανευρίσκονται λ.χ. στους μεσογειακούς λαούς, οι οποίοι επίσης έχουν παρόμοιες συνήθειες, έθιμα και παραδοσιακές πρακτικές (δεντρολατρία, λ.χ., λαϊκές αντιλήψεις για το ψωμί, το κρασί και το λάδι κ.ο.κ.) Από μιαν άλλη σκοπιά, λοιπόν, η λαογραφία, η μελέτη του λαϊκού πολιτισμού, εκτός του να προσδιορίσει την ταυτότητά μας σε αντιδιαστολή με τους άλλους (καταδεικνύοντας τις διαφορές), μπορεί επίσης να αποκαλύψει ποια είναι τα κοινά μας στοιχεία με τους άλλους – και αυτό είναι το σύγχρονο αίτημα των μελετητών του γεωπολιτισμού σε διεθνές επίπεδο, ως αντίδραση στη «νέα παγκόσμια τάξη».
Πέρα από την ιδεολογική/πολιτική της χρήση, όμως, η λαογραφική έρευνα έδειξε ότι όντως η συντριπτική πλειονότητα των παραδόσεων και των εθίμων μπορεί ν’ αναχθεί στην αρχαιότητα – σχεδόν όλα τα ευετηριακά έθιμα παραπέμπουν σε διονυσιακές τελετές· ομοίως τα περισσότερα ταφικά έθιμα (σε μερικές περιοχές της Ελλάδας, βάζουν, λ.χ., ένα μεταλικό νόμισμα στα δάχτυλα του νεκρού – για να μη μιλήσω τώρα για το κρασί που ρίχνουν στο χώμα πριν ξεκινήσει ένα γλέντι «για τους θεούς και για τους πεθαμένους», όπως λένε)· ομοίως οι αιματηρές θυσίες (ο κόκορας που σφάζεται στη θεμελίωση του σπιτιού ή ο «Μπέης», στη Θράκη, όπου σφάζεται ένας κριός μπροστά στο άροτρο). Λογικό δεν είναι; υπήρχε ζωή πριν από το χριστιανισμό. Αρκετά από τα προϋπάρχοντα έθιμα, η εκκλησία τα αφομοίωσε, επανερμηνεύοντάς τα (λ.χ., η πρακτική της δεντρολατρίας δεν εξέλιπεν, ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι κρεμάνε τάματα σε «ιερά δέντρα», μόνο που αυτά τα ιερά δέντρα συνδέονται πλέον με κάποιον άγιο, φύονται σε περιβόλους ναών κλπ.), άλλα δεν κατάφερε να τα καταπολεμήσει και απλώς τα ανέχθηκε (λ.χ. το καρναβάλι, την πρωτομαγιά).
Φυσικά, όσοι τηρούν αυτά τα έθιμα, σπανίως γνωρίζουν την προέλευση και την ιστορία τους – τα τηρούν διότι έτσι έμαθαν από τους παπούδες τους. Όσοι όμως ανάγουν τη λαϊκή μας παράδοση σε θέσφατο, γνωρίζουν άραγε το πραγματικό της περιεχόμενο; Αναρωτιέμαι - ο Ροΐδης θα δεχόταν τα επικριτικά σχόλια που δέχτηκε, αν λ.χ. αντί για τους θρύλους που παρέθεσε, επέλεγε να αναφερθεί σε παραδόσεις/έθιμα όπου είναι εμφανής η πίστη στη μαγική λειτουργία των αντικειμένων (κυρίως στα αποτροπαϊκά έθιμα); Φαντάζομαι ότι αυτά θα καταδικάζονταν συλλήβδην ως ανόητες προλήψεις. Και τι συμβαίνει με συνήθειες που εμπλέκουν χριστιανικά σύμβολα; Όταν, λ.χ., ζυμώνεις ψωμί, πρέπει «σταυρώσεις» το ζυμάρι, δηλ. να «χαράξεις» επάνω του με το χέρι σου το σημείο του σταυρού, και μετά να το αφήσεις να φουσκώσει· επίσης, λένε ότι αν θέλεις να φτιάξεις προζύμι, πρέπει να βουτήξεις στο νερό ένα κλωνί βασιλικό που θα τον έχεις πάρει από την εκκλησία στις 14 Σεπτεμβρίου, διαφορετικά το προμύμι δεν φουσκώνει (φυσικά, φουσκώνει, χημική αντίδραση γίνεται, το έχω δοκιμάσει άπειρες φορές): λοιπόν, αυτά είναι επίσης ανόητες προλήψεις ή όχι;
Οι παραδόσεις, οι μύθοι, οι θρύλοι, ό,τι τέλος πάντων περιλαμβάνεται στον όρο «λαϊκή παράδοση», αντανακλούν τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις, τις πεποιθήσεις περασμένων εποχών. Ακολουθώντας το μίτο τους, μπορείς να κινηθείς μέσα στο λαβύρινθο του παρελθόντος για να διαπιστώσεις συνέχειες ή ασυνέχειες, σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Πρωτίστως είναι υλικό για μελέτη (το αν κανείς τις τηρεί ή όχι είναι προσωπική υπόθεση), και ως τέτοιο υπόκειται επίσης σε κριτική, σε ανάλυση, σε αξιολόγηση. Το γεγονός ότι κάποιος επισημαίνει πώς χρησιμοποιήθηκε μια αντίληψη, μια ιδέα, μια θεωρία, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι περιφρονεί ή απορρίπτει αυτήν την ιδέα. Αυτονόητο, θα μου πείτε. Ναι, αυτονόητο. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.
Κατά τις 10:15 π.μ., Godot
Κατά τις 2:21 μ.μ., Eu-aggelos
Έχω μια απορία...όλα αυτά τα θυμάσαι και τα γράφεις με τη μία ή φρεσκάρεις τη μνήμη σου ανοίγοντας βιβλία;κατα τα αλλά θα χαρώ να ακούσω και την δια ζώσης συνομιλία σου με τον godot όταν βρεθούμε μπας και μάθουμε και τίποτα παραπανω (αρκει να τα θυμόμαστε την επόμενη μέρα):).καλησπέρα και καλό μεσημέρι κι απο μένα
Για το ποστ δεν έχω να πω παρά μία λέξη: άψογο.
Όπότε σημειώνω μόνο την αντίδρασή μου σε τρία σημεία, έτσι, όπως μου προέκυψε καθώς το διάβαζα.
"ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος (που εισήγαγε τον όρο «ελληνοχριστιανικός»)": ώστε αυτός μας την έκανε τη δουλειά που πληρώνουμε έκτοτε...
«σημειώνω εδώ το ελληνικό παράδοξο»: νά'ταν το μόνο...
«υπήρχε ζωή πριν από το χριστιανισμό»: για μετά δεν είμαι σίγουρος...
Tο δε ωραιότατο σχόλιο του Godot μου ξανάφερε στο νου το δικό μου αγαπημένο: το τραγούδι του νεκρού αδελφού...
Χα, χα, ΕΥ-ΑΓΓΕΛΕ, το συγκεκριμένο το έγραψα σχεδόν από μνήμης, επειδή με το θέμα έχω ασχοληθείς αρκετές φορές (ήλεγξα πάντως τη φράση του Ροΐδη, μη τυχόν τη θυμόμουν λάθος). Αλλά για τα περισσότερο, φυσικά ανοίγω βιβλία.
Godot - την Πέμπτη έρχομαι και μένω μέχρι και Σάββατο, άρα λογικά προλαβαίνουμε να καλύψουμε και τους δύο τόμους των δημωδών ασμάτων. Θα ανεβάσω post αύριο. (Μα υπάρχει κάτι πιο βαθύ που με λερώνει, έτσι;)
Montresor - νομίζω ότι κάποια στιγμή πρέπει να οργανώσουμε κάτι αντίστοιχο στο βορρά. Να δούμε πώς θα το κανονίσουμε.
π - δηλώνω κολακευμένη, γέλασα με τα σχόλια, και έχουμε το ίδιο αγαπημένο τραγούδι.
έξαιρετικό και περιεκτικό το άρθρο σου Λίτσα και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από γνωστούς αρθρογράφους σε ΜΜΕ...
Ο καθένας στο είδος του. Εγώ π.χ. μ'αρέσει να φτάνω στο ψητό αφήνοντας το πράμα σε ανοιχτή συζήτηση, όπως και προσπάθησα να κάνω, στο ποστ μου, και στο οποίο αναφέρεσε.
--
ο Godot εδώ έκανε ένα σπουδαίο σχόλιο μπαίνοντας επίσης στην καρδιά της ουσίας, και συμφωνώ μαζί σου ότι πρέπει να το κάνει ποστ.
Αυτοί οι προβληματισμοί, τέτοια κείμενα, δίνουν και το μέτρο της ποιότητας που χρειάζεται ένα διαδικτυακό μέσο...
"Π" με συγχωρείς, δεν ήθελα να υποτιμήσω σε καμία περίπτωση την αγαπητή Λίτσα, λέγοντας "αρθρογράφους"... γιατί υπάρχουν κάποιοι από αυτούς που είναι άξιοι μελετητές και δεν έχουν σχέση με τ'αφεντικά τους. Τους αναφέρω επειδή η Λίτσα γράφει αυτά τα εξαιρετικά της κείμενα, όχι σε βιβλίο (που πρέπει οπωσδήποτε να εκδόσει) αλλά σε ένα μέσο επικοικωνίας, σε ιστολόγιο (Μπλογκ)...
αν ακόμη δεν σε κάλυψα, τότε να ανακαλέσω ευχαρίστως.
Κατά τις 10:30 π.μ., Λίτσα
Έλα, βρε, τι κάθεστε και λέτε; Δεν πήρα αρνητικά το σχόλιο του Ροΐδη, ο δε π είμαι βέβαιη ότι κάνει πλάκα.
Ροΐδη, τα βιβλία δεν διαβάζονται, δυστυχώς. Δεν ξέρω πια πού γίνεται ανοιχτός διάλογος για οτιδήποτε.
Πιο πιθανό είναι να μιλήσεις με ενδιαφέροντες ανθρώπους μέσω του διαδικτύου - κι όσο έχω δει ως τώρα, εκεί μπορεί ν' αναπτυχθεί και διάλογος και ανταλλαγή απόψεων, παρ'όλο που μερικοί μας "ψήνουν το συκώτι", όπως λέει ο π.
Την καλημέρα μου.
Κατά τις 3:29 μ.μ., homelessMontresor
Hi :) L.
exw kalyfthei plirws apw tous prolalisantes.mongodot akoma gelaw:))
ithela apla na parathesw enan agapimeno syggrafea pou asxoleitai me antistoixa themata,ton R.Graves.O R.G. analyei tous yparktous mythous(Hraklis,Xristos,klp)erevnwntas to ekastote koinwnikopolitiko plaisio
tous.Xontrika,anaferetai sto pws i epikairotita kwdikopoiito,mesw symvolwn prokeimenou na katagrafei.
kat'aftin tin ennoia ta afeli-ews-endiaferonta "laografika" i thriskeftka kok mythevmata einai mi emperistatwmena kryptografimena kommatia istorias,& prepei-se kathe periptwsi-na erevnwntai
Κατά τις 5:49 μ.μ., Τελευταίος
Κατά τις 10:57 μ.μ., Λίτσα
to sygekrimeno de mou arese,alla to diavasa se metafrasi=>poly megali pithanotita na to katestrepsan oi kaloi "eppagelmaties" pou aneferan oi π & cyrus se post tous=>nainai,theloume "erasitexniki"mtfrsi"
KALIMEEEEEEEEERAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAAA:))))))))
Κατά τις 11:29 π.μ., cyrus
Κατά τις 10:22 π.μ., Π
Λογικός ων κατά τα τρία τέταρτα και ιδιότροπος κατά τα τέσσαρα, όπως θα έλεγεν προσφιλής μας συγγραφεύς, οφείλω να επανέλθω εναποθέτων νέον σχόλιον ως αι όρνιθες το ημερήσιον ωόν των (όπως θα ηδύνατο να έχει είπει ο αυτός συγγραφεύς). Aντιλαμβάνεστε βεβαίως το πεπλανημένον του συλλογισμού σας, ευγενεστάτη μας Λίτσα: μεμονωμένον κατόρθωμα συγκεκριμένου τινός ερασιτέχνου δεν συνεπάγεται, φευ, ότι άπαντες οι ερασιτέχναι χαρακτηρίζονται υπό ικανοτήτων αναλόγου εμβελείας... (ειδάλλως, και αυτήν ταύτην την Aτλαντίδα έμελλον ανακαλύψει).
Κατά τις 10:33 π.μ., Λίτσα
Ορθοτάτη παρατήρησις, φίλτατε π. Δύναμαι να συνεπιφέρω το υπό του Αριστοτέλους ρηθέν, ότι η μελέτη του άπαξ συμβάντος δεν συνιστά επιστήμην. Πλην, ει και μεμονωμένον τι περιστατικόν επιτυχίας ερασιτέχνου δεν συνεπάγεται ότι άπαντες οι ερασιτέχναι ομοίως επιτυχήσουσιν, ουδόλως όμως αποκλείει ότι εις εξ αυτών δύναται να σημειώσει τοιαύτην επιτυχίαν.
Χαίρε.
Συμφωνω και επαυξάνω. Ενδιαφέρον έχουν επίσης τα μυστικιστικά στοιχεία στην δημοτική ποίηση στην πλοκή, στην χρήση αντικειμένων και στις εικόνες που χρησιμοποιούνται.
Το έγκλημα είναι ότι η ελληνική Παιδεία (λέμε τώρα) έχει πριμοδοτήσει την Δημοτική Ποίηση με στοιχεία φολκλόρ απομακρύνοντάς μας με το μοναδικό μίτο που οδηγεί απευθείας στο σύμπαν της αρχαίας Τραγωδίας.
Το σύμπαν αυτό είναι υπόδειγμα αφαίρεσης και αντίθετα με την κρατούσα αντίληψη δεν έχει ίχνος μελό.
Έχει πλάκα δε, να απαγγέλλεις σε heavymetalάδες ένα απλό μικρό απόσπασμα:
"Στην άκρην άκρη επήγαινα,
στην άκρη το ποτάμι.
Βλέπω του Νάσσου τα μαλλιά,
του Νάσσου το κεφάλι.
- Μαλλιά πού το κεφάλι σας,
κεφάλι το κορμί σας;
- Μαύρα πουλιά το πήρανε."
Το Κοράκι δεν είναι απλώς ο Κωνσταντής;
Τρομερό δε δείγμα τελετουργίας και σύνδεσης με αυτό το Σύμπαν είναι η Μάνα η Φόνισσα η οποία τελειώνει ως εξής:
Το συκωτάκι τού βαλε 'ς ένα ασημένιο πιάτο.
(το συκώτι του παιδιού τους - σε ασημένιο πιάτο παρακαλώ. Έχει σημασία)
Πρώτη μπουκιά νοπού βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
(Όλα μιλάνε άμα χρειάζεται ακόμη και τα συκωτάκια. Εδώ όμως το σφαγμένο παιδί γίνεται το μέλος του και λύνει την πλοκή)
"Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι' Οβριός άπέταξέ με,
κι' αν είσαι κι' ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με."
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κυττάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός, κ' έκόντεψε να πέση.
(Κάποιοι ίσως το πουν μελό αυτό αλλά πώς, όταν είναι τόσο πυκνό, με αντίστιξη ρεαλισμού με το προηγούμενο;)
Μα ναντρεϊώθη κ' έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και 'ς το λαιμό της το βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, 'ς τον ήλιο την απλώνει,
(λιανά λιανά την έκοψε! τελετουργικά;)
κι' από τον ήλιο 'ς το σακκί, κι' απ'το σακκί 'ς το μύλο.
Κι' ο μύλος εξεράλεθε κ' η φτερωτή ετραγούδα.
"Άλεθε, μύλο μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε ταλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για νά ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
(για να γράφουν όλα αυτά βέβαια)
για νά ρχουνται κ' οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι."
(το πρώτο to be continued-repeated στην ιστορία της λογοτεχνίας. Να παίρνουν κοκκινάδι να γίνονται όμορφες και να συμβαίνει η ίδια ιστορία ξανά και ξανά σαν την κυκλική κίνηση του Μύλου).