Στα ώπα-ώπα τον είχε η Κλειώ το Βαγγέλη. Είκοσι χρόνια γάμου και δεν του είχε δώσει το δικαίωμα για το παραμικρό παράπονο. Σκοτωνόταν όλη τη μέρα να έχει το σπίτι στην εντέλεια, να μαγειρέψει, να πλύνει, να σιδερώσει, να έρθει ο Βαγγέλης να τα βρει όλα έτοιμα: να κάνει το μπάνιο του, να φάει, να ξαπλώσει λιγουλάκι που ο καημένος ήταν στο πόδι από τις 6.00, κι ύστερα, τ’ απόγεμα, να φορέσει το φρεσκοσιδερωμένο του πουκάμισο και να πάει μια βόλτα στο καφενείο να πει καμιά σαχλαμάρα με τους φίλους του – δηλαδή, τι θα καθόταν να κάνει στο σπίτι, με την κυρα-Κλειώ να παλεύει να διαβάσει τα παιδιά και να ετοιμάζει το βραδινό.
Δεκαπέντε χρονών ήταν η Κλειώ όταν στάθηκε δίπλα στο Βαγγέλη στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Τα γράμματα δεν τα ’θελε· σπρωχτή το τέλειωσε το γυμνάσιο και για το λύκειο ούτε λόγος. Είδαν κι απόειδαν οι δικοί της, είπαν να την παντρέψουν, να τακτοποιηθεί στο σπίτι της αντί να κάνει την υπηρέτρια στο μαγαζί του ενός και του άλλου – αφού την ήθελε ο Βαγγέλης… Κι έτσι, η Κλειώ μπήκε στα βάσανα του έγγαμου βίου και πριν καλά-καλά μεγαλώσει η ίδια, βρέθηκε να μεγαλώνει τα δυο της παιδιά και να νταντεύει τον άντρα της. Δεν τα πήγε άσχημα – καλή νοικοκυρά, καλή μάνα κι όσο για σύζυγος, όλοι τον ζηλεύανε το Βαγγέλη που η γυναίκα του τον είχε κορόνα στο κεφάλι της και «κιχ» δεν έβγαζε ούτε όταν ο κύριος γύρναγε στο σπίτι του τα ξημερώματα της Κυριακής, τύφλα στο μεθύσι, να βρωμοκοπάει φτηνά αρώματα. Ρε μπαγάσα, λαχείο πέτυχες με την κυρα-Κλειώ, του λέγανε και τον χτυπούσανε στον ώμο. Το μυστικό, φίλε μου, είναι να βάλεις τη γυναίκα σου απ’ την αρχή στο λούκι, να καταλάβει μέχρι πού μπορεί ν’ απλώσει το πάπλωμά της· και να την κρατάς απασχολημένη, με παιδιά, σκυλιά, και νοικοκυριό – απαντούσε εκείνος αυτάρεσκα κι έρριχνε λάγνες ματιές απέναντι, στη γκόμενα με το ξώπλατο και το πλατινέ μαλλί.
Χρόνια ολόκληρα ήταν απασχολημένη η Κλειώ. Αλλά όταν περάσανε τα παιδιά στο πανεπιστήμιο και φύγανε για τη Θεσσαλονίκη, βρέθηκε με άφθονο ελεύθερο χρόνο. Μόνο γιορτές και διακοπές ξανάβρισκε τους παλιούς της ρυθμούς – να έχει του κόσμου τις δουλειές και να μην τις προλαβαίνει. Όλο τον άλλο καιρό, τριγύριζε στο άδειο σπίτι, και τρωγόταν με τα ρούχα της. Την έβλεπε ο Βαγγέλης να μαραζώνει και την παρακινούσε να βρει κάτι να κάνει.
Το σκέφτηκε η Κλειώ, κάτι μουρμούρισε, αλλά τελικά πείστηκε και πήγε. Τι το ’θελε; Τα παιδιά λείπανε όλη τη μέρα στη σχολή, εκείνη δεν τολμούσε να βγει έξω μόνη της – φοβόταν μη χαθεί στην άγνωστη πόλη – και βρέθηκε πάλι κλεισμένη μέσα στο διαμέρισμα. Άσε που όταν γύρισε, το σπίτι ήτανε καράβι να κινήσει! Άνω-κάτω το ’χε κάνει ο Βαγγέλης, μέχρι και τη ντουλάπα με τα καλοκαιρινά είχε ανακατέψει για να βρει, λέει, τις κάλτσες και τα σώβρακά του – χριστιανέ μου, στη ντουλάπα τα ’ψαχνες; Τόσα χρόνια, στη σιφονιέρα τα βάζω τα εσώρουχα! Πού να το ξέρει ο Βαγγέλης; Σάμπως χρειάστηκε ν’ ανοίξει ποτέ του συρτάρια και ντουλάπες; Μια ζωή έβρισκε τα ρούχα του έτοιμα, επάνω στο κρεβάτι.
Θα ’χε περάσει κανένας μήνας από εκείνο το ταξίδι, όταν στο διπλανό διαμέρισμα ήρθε καινούρια ένοικος. Ακούει ένα πρωί το κουδούνι της πόρτας η Κλειώ, ανοίγει και βρίσκεται απέναντι σε μια κοπέλα, στην ηλικία της κόρης της πάνω-κάτω. Καλημέρα σας, μένω δίπλα, μόλις χτες ήρθα και… συγγνώμη που σας ενοχλώ αλλά θα μπορούσα να δανειστώ ένα σφυρί; Θέλω να καρφώσω μερικά καδράκια στον τοίχο και το δικό μου ποιος ξέρει σε ποιο κουτί είναι…
Την καλωσόρισε η Κλειώ, της πρόσφερε καφεδάκι, ύστερα πήγε μαζί της στο διαμέρισμα να τη βοηθήσει και το μεσημέρι την κάλεσε να φάνε όλοι μαζί. Το καημένο το κορίτσι, μόνο του, ανάμεσα σε αγνώστους, μακριά από την οικογένειά του… Δε χάθηκε ο κόσμος να το βοηθήσουμε λιγάκι, παιδιά έχουμε κι εμείς… Ο Βαγγέλης δεν είχε αντίρρηση, ίσα-ίσα χάρηκε κιόλας. Η Λίνα φαινόταν καλό κορίτσι, ήσυχο, νοικοκυρεμένο, είχε έρθει από το χωριό της στην Αθήνα για να σπουδάσει, ας την έπαιρνε το λοιπόν η κυρα-Κλειώ υπό την προστασία της, έτσι θα ’χε κι απασχόληση. Τι τον ένοιαζε; Αρκεί να μη χάλαγε η σειρά του σπιτιού.
Αλλά, δεν πέρασε πολύς καιρός και η σειρά του σπιτιού άρχισε να χαλάει. Γύρναγε ο Βαγγέλης το μεσημέρι στο σπίτι κι έβρισκε ένα σημείωμα: «Είμαι έξω με τη Λίνα. Το φαγητό σου είναι σκεπασμένο στο τραπέζι». Ετοιμαζότανε το απόγευμα για την καθιερωμένη βόλτα του στο καφενείο και έβλεπε την Κλειώ σημαιοστολισμένη στο χωλ. Για πού το ’βαλες; Πάω με τη Λίνα σε μια εκδήλωση. Τι εκδήλωση; Στην παρουσίαση ενός βιβλίου. Έξυνε το κεφάλι του ο Βαγγέλης. Δηλαδή τι θα κάνετε εκεί; Θα μαζευτείτε και θα σας δείχνουνε το βιβλίο; Έρριχνε η Κλειώ μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη – όχι, βρε Βαγγέλη· θα είναι κάποιοι άνθρωποι εκεί και θα μας μιλήσουν για το βιβλίο, αν είναι καλό, και τέτοια.
Τη μια στην παρουσίαση ενός βιβλίου, την άλλη σε μια έκθεση ζωγραφικής, την παράλλη στην Πινακοθήκη, ύστερα αρχίσανε οι νυχτερινές εξορμήσεις – στο σινεμά, στο θέατρο, σε μια συναυλία – καμιά φορά έπεφτε εκείνος για ύπνο και η Κλειώ δεν είχε γυρίσει ακόμη. Βρε μπελά που βάλαμε στο κεφάλι μας, σκέφτηκε ο Βαγγέλης, καιρός να λάβω μέτρα, έτσι όπως πάμε θα το διαλύσουμε το μαγαζί· πού ακούστηκε παντρεμένη γυναίκα να παρατάει τον άντρα της και να γυρνάει στους δρόμους - άντε να μην αρχίσω να κατεβάζω καντήλια, γιατί πολύ λάσκα της το άφησα το σκοινί. Κι εκεί που ήταν έτοιμος να κάτσει την κυρα-Κλειώ απέναντί του και να της το ξεκόψει, πρόλαβε εκείνη και του το ’σκασε το παραμύθι: ξέρεις, Βαγγέλη, αποφάσισα να τελειώσω το λύκειο. Κεραμίδα του ’ρθε. Είσαι, μωρή, στα καλά σου; Στα σαράντα σου θα ξανακάτσεις στα θρανία; Τριαντα-πέντε στα τριαντα-έξι, του πέταξε. Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου· τα πέντε χρόνια σε μαράνανε. Κι ύστερα, όταν έπρεπε δεν έβρεξε και το Μάη θα χιονίσει; μωρή, σπρωχτή το ’βγαλες το γυμνάσιο! Ήμουν μικρή τότε, άμυαλη, είπε εκείνη· τώρα έπηξε το μυαλό μου. Λογομαχήσανε εκείνη τη μέρα, και τελικά η Κλειώ την κέρδισε τη μάχη, είχε βλέπεις και την υποστήριξη των παιδιών. Γράφτηκε στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, άρχισε να κουβαλάει στο σπίτι βιβλία και τετράδια, κι ο Βαγγέλης το πήρε απόφαση, τουλάχιστον δεν θα ξεπορτίζει τώρα η κυρία, αφού στρώθηκε στη μελέτη.
Πράγματι, η Κλειώ δεν έβγαινε και πολύ από το σπίτι. Η μελέτη δεν της απορροφούσε πολύ χρόνο, δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο τα μαθήματα, λίγο να πρόσεχες στην παράδοση και να διάβαζες, μια χαρά τα ’βγαζες πέρα. Και μόλις τέλειωνε, καταπιανόταν με άλλα πράγματα – διάβαζε τα βιβλία που της συνιστούσε η φιλόλογος, έβλεπε ταινίες, άκουγε μουσική κι ένιωθε μια τέτοια πληρότητα που της έκανε κι εκείνης εντύπωση. Βρε, για κοίτα τι έχανα τόσα χρόνια, αναλογιζότανε, και δος του να κουβαλάει στο σπίτι αγκαλιές τα βιβλία και τα dvd. Μέχρι και τη Λίνα την έβλεπε πιο αραιά· δεν μπορούσε πια να την ακολουθεί στις εξορμήσεις της, είχε βαλθεί να κερδίσει το χαμένο χρόνο.
Δεν είχε καταλάβει τι γινόταν γύρω της, μέχρι εκείνο το απόγευμα που χτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε στην πόρτα η μάνα της. Άνοιξε η Κλειώ, κλαμένη, γιατί μόλις είχε τελειώσει την ταινία Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα. Παραξενεύτηκε· η μάνα της δεν συνήθιζε να της κάνει επισκέψεις. Δεν έχασε καιρό η κυρα-Ερμιόνη. Ήπιε βιαστικά δυο-τρεις γουλιές καφέ και πέρασε στο θέμα: τι ρεζιλίκια είναι αυτά και τι σ’ έπιασε στην ηλικία σου, τώρα το θυμήθηκες να ξεστραβωθείς, όταν σου φωνάζαμε, εγώ κι ο πατέρας σου αγρόν ηγόραζες, έτσι που πας θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο, τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι, που δεν έχω μούτρα πια να βγω στη γειτονιά… Άναυδη έμεινε η Κλειώ. Τι λες, καλέ μαμά; Ούτε εξώλης και προώλης να ’μουνα. Καλύτερα, φώναξε η Ερμιόνη, τουλάχιστον αυτό θα το καταλάβαινα, κι ύστερα ούτε η πρώτη θα ’σουνα ούτε η τελευταία. Άρχισε να φουντώνει η Κλειώ – προσπάθησε να της εξηγήσει, αλλά τι να εξηγήσεις; Βρε καλή μου, βρε κακή μου, δεν κάνω κάτι επιλήψιμο, γράμματα θέλω να μάθω, βαρέθηκα να ζω στη στραβωμάρα μου, θέλω να έχω επιλογές (πολύ της άρεσε η φράση, την είχε ακούσει στην ταινία λίγο πριν). Γούρλωσε τα μάτια της η Ερμιόνη: καλά το ’λεγα εγώ ότι πήραν τα μυαλά σου αέρα, τι επιλογές και κολοκύθια μου τσαμπουνάς, πιάνεις τα σαράντα όπου να ’ναι, τα παιδιά σου σε λίγο θα παντρευτούν, θα γίνεις γιαγιά, μήπως λογαριάζεις να αρχίσεις καινούρια ζωή; Εκεί απάνω ήταν που έχασε η Κλειώ τον έλεγχο. Βρε δεν πάτε στο διάβολο, βαλθήκατε να με γεράσετε, 36 χρονώ γυναίκα, άλλες στην ηλικία μου δεν έχουνε ακόμη παντρευτεί κι εσείς κοντεύετε να μου πείτε «καλή ψυχή», και στο κάτω-κάτω τι σας κόφτει τι θα κάνω εγώ στον ελεύθερο χρόνο μου. Είπε, είπε και τι δεν είπε, την κοίταζε η μάνα της και δεν την αναγνώριζε, και με τα πολλά σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και πήγε στην πόρτα. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, μουρμούρισε. Εγώ μια φορά σε προειδοποίησα. Αν τραβούσες τα μάτια σου από τις φυλλάδες, θα ’βλεπες πως στα θεμέλια του σπιτιού σου σιγοκαίει δυναμίτης. Κι όχι τίποτ’ άλλο, το φυτίλι το άναψες εσύ με τα ίδια σου τα χέρια. Ε, τότε, φρόντισε να είσαι μακριά όταν γίνει η έκρηξη να μη σε πάρουνε τα σκάγια, είπε κι η Κλειώ και βρόντηξε την πόρτα.
Ήταν ακόμη φουντωμένη όταν γύρισε ο Βαγγέλης. Του ’βαλε να φάει και πήγε στο σαλόνι να συνεχίσει την ταινία που έβλεπε· Ο λόρδος Τζιμ ήτανε κι έπαιζε ο Πήτερ Ο’Τουλ. Μετά από κανένα τέταρτο έρχεται κι εκείνος, θρονιάζεται δίπλα της και χωρίς να πει κουβέντα παίρνει το τηλεκοντρόλ και γυρίζει το πρόγραμμα στην τηλεόραση. Ρε Βαγγέλη, παρακολουθούσα ταινία, του λέει. Ε, καλά, τη βλέπεις αύριο, άσε να κάνω ένα ζάπινγκ – και δος του να πατά το PROG+. Έσφιξε εκείνη τα χείλη της για να μη μιλήσει, αλλά θες το απογευματικό με τη μάνα της, θες η γρήγορη εναλλαγή εικόνων και ήχων από την τηλεόραση, τα νεύρα της τεντώθηκαν. Μήπως θα έπρεπε να ρωτήσεις αν εγώ θα ήθελα να διακόψω την ταινία μου; Καλέ τι μας λες, σιγά που θα σου παίρνω και την άδεια τι θα κάνω σπίτι μου.
Αυτό ήταν. Σηκώνεται η Κλειώ, αρπάζει το τηλεκοντρόλ από τα χέρια του Βαγγέλη, το πετάει στο πάτωμα και το ποδοπατάει, και πριν προλάβει εκείνος να κάνει «κιχ», βουτάει το κρυστάλλινο βάζο και το εκσφενδονίζει στον τοίχο απέναντι, μετά το τασάκι, τη φοντανιέρα… Ήσυχα, μεθοδικά, χωρίς να βγάζει λέξη, κι ο Βαγγέλης να την κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Κάποια στιγμή, σαν να ’ρθε στα λογικά του, την αρπάζει από το χέρι και την ταρακουνάει – τι έπαθες, μωρή, στα καλά καθούμενα;
Στα καλά καθούμενα; Άνοιξε το στόμα της η Κλειώ κι άφησε να ξεχυθούνε από μέσα της όλα όσα μάζευε είκοσι χρόνια. Που ήμουν δούλα για όλους σας εδώ μέσα, που μη νομίζεις ότι δεν καταλάβαινα τι γινότανε, πως γύριζες με τη μια και με την άλλη, και που ό,τι έκανα το έκανα μόνη μου, που ποτέ δεν έδωσες δεκάρα για τα παιδιά, αν διαβάζουνε, αν αρρωσταίνουμε, που δεν ήξερες ούτε σε ποιο σχολείο πάνε και που αν σε ρωτήσουνε τι σπουδάζουνε δεν θα ξέρεις ν’ απαντήσεις και που από τότε που άρχισα ν’ ασχολούμαι με τον εαυτό μου – και να πεις ότι κάνω τίποτα κακό – τριγυρνάς εδώ μέσα σαν την Μεγάλη Παρασκευή, κι όχι μόνο αυτό, αλλά μου ’στειλες και την κυρα-Ερμιόνη να με συνετίσει, δεν ντρέπεσαι, ε λοιπόν, βάλτο καλά στο μυαλό σου, εγώ θα τελειώσω το λύκειο και μετά θα πάω στο Πανεπιστήμιο, να σπουδάσω, αν σ’ αρέσει, αν δε σ’ αρέσει κάνε το κουμάντο σου, μια φορά τα ψέματα τελειώσανε, την Κλειώ που ήξερες να την ξεχάσεις, και μη νομίζεις ότι είμαι καμιά ηλίθια, τα σούρτα-φέρτα σου με τη Λίνα τα ξερω από καιρό.
Κοντοστάθηκε ο Βαγγέλης, δεν ήξερε τι να κάνει. Να της αστράψει κανένα χαστούκι να ’ρθει στα ίσα της ή να την πάρει με το καλό; Μωρέ σιγά που θα την παρακαλάει κιόλας, δεν πάει να κουρεύεται! Άρπαξε τα τσιγάρα του και τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι εξαφανίστηκε. Μου θες σπουδές και μεγαλεία; Ωραία, βγάλτα πέρα μόνη σου. Ο Βαγγέλης δεν θα ’ναι το κορόιδο να δουλεύει και να σου κουβαλάει στο σπίτι τον ιδρώτα του. Τώρα θα δεις, κυρά μου, πόσα απίδια βάνει ο σάκος.
Έκανε μέρες να πατήσει στο σπίτι. Άστην να ζοριστεί λίγο, να καταλάβει τι είχε και τι έχασε. Θα την κάνω εγώ να με παρακαλάει, να συρθεί στα πόδια μου. Ήταν σίγουρος ότι πριν περάσει βδομάδα, η Κλειώ θα τον έπαιρνε τηλέφωνο ή θα του έστελνε μεσολαβητές με κλάδο ελαίας και είχε σχεδιάσει τους όρους της συνθηκολόγησης. Αλλά κόντευε μήνας και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Την παλιοπατσαβούρα, θέλει να μου σπάσει τα νεύρα, σκέφτηκε και ένα απόγευμα αποφάσισε να πάει στο σπίτι. Τι δηλαδή, θα τη φοβότανε; Ή μήπως δικό της ήτανε το σπίτι;
Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και μόλις η πόρτα υποχώρησε, τον πήρε από τη μύτη η σκόνη και η κλεισούρα. Μπήκε μέσα μουδιασμένος. Άναψε ένα φως, περπάτησε στα δωμάτια, η κουζίνα τακτοποιημένη, στο σαλόνι όλα εντάξει, η Κλειώ είχε μαζέψει τα σπασμένα γυαλιά και δίπλα στην τηλεόραση ήταν αφημένο ένα καινούριο τηλεκοντρόλ, το κρεβάτι στρωμένο. Μηχανικά άνοιξε τη ντουλάπα – λείπανε τα ρούχα της, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά – και το κομοδίνο της ήτανε άδειο, ούτε βιβλία απάνω ούτε τίποτα. Μόνο η βέρα της και τα κλειδιά του σπιτιού, αφημένα πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί – «Φεύγω. Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω. Έχω ενημερώσει τα παιδιά ότι χωρίζουμε, μάλλον ότι σε εγκατέλειψα. Τους εξήγησα τους δικούς μου λόγους – μόνο σ’ αυτά, γιατί μόνο σ’ αυτά όφειλα μια εξήγηση. Έκανα αίτηση διαζυγίου, δεν έχω καμία απαίτηση». Ούτε αντίο, ούτε τίποτα. Ο Βαγγέλης τσαλάκωσε το χαρτί, βρίζοντας μέσα από τα δόντια του.
Την Κλειώ δεν την ξανάδε. Όλες οι διατυπώσεις για το διαζύγιο γίνανε μέσω των δικηγόρων τους. Τα παιδιά δεν ανακατεύτηκαν στην υπόθεση – του δήλωσαν πως ό,τι συνέβαινε ανάμεσα σ’ εκείνον και στη μάνα τους ήταν δικό τους θέμα και πως θα εξακολουθούσαν να έχουν σχέσεις και με τους δυο. Ο Βαγγέλης κράτησε το σπίτι και γλίτωσε και τη διατροφή. Λίγο μετά το διαζύγιο, παντρεύτηκε τη Λίνα και απέκτησαν ένα παιδί.
Αρκετά χρόνια αργότερα, εφτά ή οχτώ, του φάνηκε πως την είδε στο δρόμο. Διέσχιζε την Ακαδημίας με σίγουρα βήματα, και μετά χάθηκε στην Ομήρου. Ήταν καλοντυμένη, και κρατούσε στο χέρι της ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα. Είχε μάθει πως τέλειωσε τη Νομική και δούλευε στο γραφείο του δικηγόρου που της έβγαλε το διαζύγιο. Έκανε να τη φωνάξει, αλλά το μετάνιωσε. Μπορεί και να μην ήταν η Κλειώ, αλλά κάποια που της έμοιαζε.
Κατά τις 10:29 π.μ., Eu-aggelos
Κατά τις 11:25 π.μ., Unknown
Κατά τις 11:31 π.μ., Epsilon
Υπέροχη ιστορία!
.. κόλλησα σε κάποιες φράσεις, στις γράφω:
1)"Ήμουν μικρή τότε, άμυαλη, είπε εκείνη· τώρα έπηξε το μυαλό μου"
2)"Άνοιξε η Κλειώ, κλαμένη, γιατί μόλις είχε τελειώσει την ταινία Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα"
3)"την Κλειώ που ήξερες να την ξεχάσεις"
4)"Ήταν σίγουρος ότι πριν περάσει βδομάδα, η Κλειώ θα τον έπαιρνε τηλέφωνο"
5)"Μηχανικά άνοιξε τη ντουλάπα – λείπανε τα ρούχα της, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά"
6)"του φάνηκε πως την είδε στο δρόμο"
Και τώρα που τις απομόνωσα, κατάλαβα γιατί...ήταν οι απεγνωσμένες της προειδοποιήσεις. Αυτός όμως δεν το κατάλαβε γιατί δεν την αγάπησε ποτέ, όχι! Αλλιώς θα ήξερε αν ήταν αυτή στην Ακαδημίας.
Κατά τις 12:43 μ.μ., Unknown
ΕΥ-ΑGGELE - καλέ αφού το ξέρετε πια ότι είμαι πρωινή (συνήθως).
Cherry - οι περισσότερες. Μερικές προσπάθησαν να γεμίσουν το χρόνο τους με εξωσυζυγικές σχέσεις και τα τοιαύτα, άλλες έπαθαν κατάθλιψη.
Epsilon - thnx. Συμφωνώ με την ανάγνωσή σου. Ως προς το τέλος, να προσθέσω, εναλλακτικά ότι προτίμησε να πιστεύει ότι δεν ήταν η Κλειώ, για να παραμείνει στην πλάνη του.
tomboy - μην ανησυχείτε, βρε, εδώ θα είναι όταν θα γυρίσετε.
Κατά τις 1:47 μ.μ., Elemental_Nausea
Κατά τις 11:58 π.μ., roidis
Κατά τις 10:07 μ.μ., Mari-R1
Κατά τις 10:03 π.μ., Λίτσα
Χαιρετώ!Εχθές άφησα ένα σχόλιο αλλά για κάποιο λόγο δεν εμφανίζεται.Κάποια βλακεία θα έκανα!
Αυτό που θέλω να πω είναι οτι εχω χάσει πολλά!Και βέβαια να σου πω ωραιο το κείμενο και η ιστορία!Εχει ενδιαφέρον να ξεκινας τη ζωή σου κάπως έτσι.Δηλαδή να κάνεις μικρός παιδια και γύρω στα 35 να αποφασίζεις να αφιερώνεις χρόνο για τον εαυτό σου ή να ξυπνας.Συγχαρητήρια στην Κλειώ και σε όλους όσους το πήραν απόφαση λοιπόν.
Κατά τις 1:54 μ.μ., Θεριό Ανήμερο
Κατά τις 9:09 μ.μ., Τελευταίος
Συγγενικό μου πρόσωπο ισχυρίζεται ότι τα βιβλία όλα λένε ψέματα, όλα πλην της Αγίας Γραφής! Δεν έχει διαβάσει ποτέ του τίποτα, σαν την Κλειώ στα νιάτα της, αλλά δυστυχώς αυτός δεν έχει προοπτικές για βελτίωση. Θα τυπώσω το κείμενό σου να του το δώσω να το διαβάσει, αν το διαβάσει, μπας και καταλάβει τίποτα, μήπως ξυπνήσει κάποτε.
Πάντως, μόνο μέσα από την παιδεία ελευθερώνεται ο άνθρωπος από τα δεσμά του. Και δυστυχώς το καταλαβαίνουν λίγοι κι ακόμα λιγότεροι είναι διατεθειμένοι να τον ακολουθήσουν…
Όχι δεν ήταν κάποια άλλη...η Κλειώ ήταν!
Καλημέρα πρωινή μου Λίτσα...Απίστευτα όμορφη ιστορία.