Σάββατο, Μαΐου 27, 2006
Η ιστορία με την Άννα

Η Άννα δεν ήταν από τις γυναίκες που τις προσέχεις με την πρώτη ματιά – ούτε και με τη δεύτερη, εδώ που τα λέμε, αν ήταν στην παρέα καμιά από εκείνες τις εντυπωσιακές. Αλλά, αν την πετύχαινες την ώρα που μιλούσε, βρε δεν πα’ να ’ταν κι η Σκλεναρίκοβα δίπλα της, όλα τα βλέμματα καρφώνονταν πάνω της. Λες κι η φωνή της είχε τη δύναμη να υπνωτίζει· την κοιτούσες και τότε ανακάλυπτες ότι ήταν όμορφη με τον τρόπο της, ότι είχε κάτι ιδιαίτερο, που δεν μπορούσες να εντοπίσεις στα χαρακτηριστικά της ή στον αέρα της ή στα χέρια της που τα κουνούσε διαρκώς όταν μιλούσε.

Αυτό το «κάτι» ήταν που έκανε το Γιώργο να νευριάσει όταν την πρωτογνώρισε. Γιατί, τον κράτησε καθηλωμένο στη θέση του και δεν του έδωσε και ιδιαίτερη σημασία. Του χαμογέλασε βέβαια ευγενικά όταν τους σύστησαν, αλλά τα μάτια της πέρασαν από πάνω του χωρίς να σταματήσουν ούτε για τους τύπους.

Ο Γιώργος σε τέτοια δεν ήταν συνηθισμένος. Ομορφόπαιδο στα νιάτα του, και στα 47 του διεκδικούσε επαξίως τον τίτλο του «γόη». Είχε και κάτι το μάγκικο επάνω του, όχι υπερβολές, ίσα να φαίνεται ότι είναι παιδί της πιάτσας κι όχι κανένας φλώρος. Παιδί μάλαμα, έξω καρδιά, κιμπάρης που λέγανε οι παλιοί. Παντρεμένος από χρόνια, με δυο παιδιά στην εφηβεία, αλλά η αδυναμία, αδυναμία· μόλις έβλεπε γυναίκα εμφανίσιμη, έτρεχε πίσω της ο μπαγάσας. «Έτρεχε» - τρόπος του λέγειν. Δεν χρειαζόταν να κυνηγήσει γυναίκες ο Γιώργος, γιατί τον κυνηγούσανε αυτές. Έτσι να έρριχνε μια ματιά τριγύρω, έτοιμες να πέσουνε στα πόδια του. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να διαλέξει με ποια θα πέρναγε τη νύχτα του – ή τις νύχτες του, αν τύχαινε να του αρέσει η ιστορία κι αν τα βρίσκανε και στο κρεβάτι. Από τότε που άρχισε να κυκλοφορεί στην πιάτσα, ζήτημα να ’μεινε μόνος του ένα-δυο μήνες συνολικά. Μπα, και πολύ λέω. Άσε, που αν λογάριαζες τον καιρό που ήτανε με δυο ή τρεις συγχρόνως (χώρια τη γυναίκα του), και ξεδίπλωνες το χρόνο γραμμικά, θα ’βγαινε πως ο Γιώργος ήταν μπλεγμένος στα ερωτικά πριν ακόμη γεννηθεί.

Αλλά, αν τον καλορωτούσες, το σκηνικό στο βάθος δεν του πολυάρεσε. Ναι, εντάξει, καλά περνούσε, όμως τον πείραζε που δεν ήτανε εκείνος ο κυνηγός. Δηλαδή, θα ’θελε να ’βρισκε καμιά «δύσκολη», κάποια που να μην του κάτσει με την πρώτη – να την πολιορκήσει, εκείνη να του αρνηθεί, αυτός πάλι να ξαναδοκιμάσει, να υπάρχει μια τελετουργία, βρε αδερφέ, ένα παιχνίδι, κι ύστερα, όταν εκείνη πια θα υπέκυπτε στην ερωτοτροπία, να έχει ο Γιώργος την αίσθηση ότι κέρδισε ένα τρόπαιο. Τη φάση «σε βλέπω-μου κάνεις-πηδιόμαστε» την είχε βαρεθεί. Και, κατά καιρούς, ονειρευόταν μια άλλη φάση, πιο «παλιομοδίτικη» - κουβεντούλα, αντιπαράθεση, να δείξει και η γκόμενα ότι αξίζει κάτι τι πέρα από το πήδημα, έτσι κι αλλιώς αυτό μπορούσες να το κάνεις με οποιαδήποτε («λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή ομοία» συνήθιζε να λέει ο Γιώργος, γιατί του άρεσαν οι αρχαίοι), αλλά με πόσες μπορούσες να έχεις μια επικοινωνία ουσιαστική; Μάταια. Όσο κι αν έψαχνε, τέτοια γκόμενα δεν έβρισκε. Αλλά μπορεί και να ’φταιγε που κυκλοφορούσε σε λάθος κύκλους.

Σε τέτοιον υπαρξιακό προβληματισμό βρισκότανε, την εποχή που μπλέχτηκε με την Άννα - 33 χρονών εκείνη, με πτυχία, διδακτορικά και ξένες γλώσσες δίδασκε σ’ ένα πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Κοντοστάθηκε ο Γιώργάκης όταν το έμαθε – πού πάς να μπλέξεις, του είπανε κι οι άλλοι, ετούτη σε μασάει και σε φτύνει πριν προλάβεις ν’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, καμία σχέση με τις χαζογκόμενες που τραβιέσαι. Να το ακούσει πείσμωσε – ρε δεν πα’ να λέτε! Ποια γυναίκα μου αντιστάθηκε εμένα;

Η Άννα πάντως όχι. Δεν είχαν κλείσει βδομάδα γνωριμίας και ξύπνησε στην αγκαλιά του σε σουΐτα πολυτελούς ξενοδοχείου στο Σούνιο. Μόνο που έγινε κάπως περίεργα όλη η φάση. Γιατί η Άννα μπορεί να μην στάθηκε το «δύσκολο» κάστρο που ονειρευότανε ο μοιραίος εραστής, από την άλλη όμως «εύκολη» με την τρέχουσα σημασία του όρου δεν την έλεγες. Το ότι έπεσε στο κρεβάτι του, ήταν το λιγότερο, το ένιωθε ο Γιώργος. Εκεί που δεν μπορούσε να την πιάσει ήταν στην κουβέντα: όλο και του ξέφευγε, όλο και τον αποστόμωνε κι εκεί που νόμιζε ότι την είχε κατατροπώσει, του ’βγαινε από τ’ αριστερά και με δυο λέξεις τον αποτέλειωνε. Και το πιο παράξενο – σαν να ’τανε μέσα στο μυαλό του, λες κι ήξερε τι χορδές ν’ αγγίξει, τι λέξεις να ξεστομίσει για να τον κάνει να κρέμεται από τα χείλη της. Βρέθηκε, λοιπόν, ο Γιωργάκης εξαρτημένος από φιλολογικές συζητήσεις και αναλύσεις περί έρωτος και φιλοσοφίας.

Τυχεράκια, αυτή τη φορά σου ’φεξε, του λέγανε οι φίλοι του. Κοίτα μόνο μην αρχίσεις τις μαλακίες, γιατί η κοπέλα είναι εντάξει. Άμα τη γουστάρεις, να είσαι κύριος, ειδαλλιώς πες της το να τελειώνει το παραμύθι. Κύριος; Μόνο κύριος δεν ήταν ο Γιώργος, που μόλις η Άννα πήρε το αεροπλάνο για τη Γαλλία, ξαναγύρισε στις παλιές του συνήθειες – τσάρκες, γκομενίτσες, ξενύχτια και κραιπάλη. Και το καλοκαίρι που ξαναγύρισε εκείνη, το άλλαξε το ποίημα: είσαι εξαιρετική, της είπε, αλλά εγώ ρεμάλι, δεν σου αξίζω, δεν μπορώ να είμαι μονογαμικός. Η Άννα τον κοίταξε ανέκφραστη. «Και ποιος σου ζήτησε αποκλειστικότητα;» τον ρώτησε σιγανά, ανάβοντας με ήρεμες κινήσεις το τσιγάρο της. Έπαθε μπλακ-άουτ ο Γιωργάκης. «Ορίστε;» έκανε να ψελίσει, αλλά κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμος. «Ναι, αλλά είμαι και της παλιάς σχολής», της είπε, «εγώ μπορώ να γυρίζω με άλλες, αλλά αυτό δεν ισχύει και για σένα· αν είμαστε μαζί, θα είσαι μόνο μαζί μου». Δεν μπορεί, τώρα θ’ αντιδράσει, σκέφτηκε. Αλλά η Άννα τον κοίταξε ίσα μες στα μάτια· «ωραία, βάλε εσύ τους όρους», του χαμογέλασε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, τους έβαλε τους όρους. Να μείνουμε φίλοι, της ζήτησε. Τα μάτια της σκοτείνιασαν, μπορεί να βούρκωσαν κιόλας, αλλά πάλι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά. Εντάξει, φίλοι. Η Άννα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Του τηλεφωνούσε συχνά να μάθει νέα του (εκείνος πάλι, ποτέ δεν ανταπέδωσε) και όποτε βρισκόταν στην Ελλάδα, βγαίνανε και τα λέγανε σαν να είχαν κάνει μαζί φαντάροι. Ο Γιώργος ένιωθε άνετα μαζί της, την εμπιστευόταν, της έλεγε τα πάντα, ακόμη και τα ερωτικά του κι εκείνη τον άκουγε, αστειευόταν, τον πείραζε, προσπαθούσε να του βρει λύση στα προβλήματά του. Περνούσαν ώρες και ώρες μαζί – όλα ήρεμα κι ωραία, αλλά ο Γιώργος δεν ήταν και πάλι ευχαριστημένος. Κατά καιρούς τον έτρωγε τι κάνει στη Γαλλία, αν είναι μόνη της ή με κάποιον (γιατί η Άννα ποτέ δεν του μιλούσε για τέτοια), και σκεφτόταν μήπως βιάστηκε να ορίσει τη σχέση τους ως φιλική – αλλά, βέβαια, τις παλιές του τις συνήθειες δεν τις άφηνε.

Πέρασαν έτσι σχεδόν δυο χρόνια. Γενάρης του 2002, παραμονή που η Άννα θα έφευγε ξανά, βγήκανε για φαγητό με μια παρέα κι ύστερα, ενώ την πήγαινε στο σπίτι της –«ρε, δεν πάμε στο “Διόνυσο” να πιούμε ένα ουϊσκάκι;» Η Άννα δεν είχε αντίρρηση. Βρεθήκανε, λοιπόν, καθισμένοι με θέα τον Παρθενώνα κι ενώ μιλούσανε περί ανέμων και υδάτων, δεν αντέχει ο Γιώργος και της λέει ότι είναι η μόνη γυναίκα στη ζωή του. Έχασε το χρώμα της εκείνη, κόντεψε να λιποθυμήσει και τον κοίταξε προσπαθώντας να μαντέψει τη συνέχεια.

Αλλά συνέχεια δεν υπήρξε – τουλάχιστον όχι στα λόγια. Η σχέση ξαναέγινε ερωτική – ο θεός να την κάνει σχέση, αφού η Άννα έλειπε κι ο Γιώργος ξενοπηδούσε. Και ο άτιμος, δεν παρατούσε τις άλλες ούτε όταν εκείνη ερχόταν (κι ερχόταν συχνά, Κολιάτσου-Παγκράτι το ’χε κάνει το «Ντε Γκωλ»-«Βενιζέλος»). Κύλησε έτσι ένας χρόνος, και αρχές του 2003 του λέει η Άννα ότι θα έχει εκπαιδευτική άδεια για ένα εξάμηνο και θα είναι στην Αθήνα. Χάρηκε εκείνος, «ωραία, έτσι θα βλεπόμαστε σαν άνθρωποι» - σχετικό κι αυτό, γιατί πάνω στο τρίμηνο, άρχισαν τα επαγγελματικά ταξίδια και οι ανειλημμένες υποχρεώσεις και τα «δεν μπορώ, η γυναίκα μου κάτι υποψιάζεται κι έχει βάλει να με παρακολουθούν». Έκανε υπομονή η Άννα, δε βαριέσαι η κρίση της μέσης ηλικίας είναι, θα του περάσει, αλλά ο Γιώργος γινόταν όλο και πιο απόμακρος. Όταν βρίσκονταν οι δυο τους και συζητούσαν ήταν όλα μέλι-γάλα, μόλις πήγαινε το σκηνικό να γίνει πιο ερωτικό, εκείνος κουμπωνόταν. Ωραία, σκέφτηκε η Άννα, καιρός να τελειώνει το αστείο. Κανονίζει να βγούνε το βράδι για να τα ξεκαθαρίσουν σε ουδέτερο έδαφος και με τα πολλά ο Γιώργος της λέει ότι θέλει να χωρίσουν – θέλω να τα ξαναβρώ με τη γυναίκα μου, είναι και τα παιδιά στη μέση, βλέπεις, και εντάξει, έκανα ό,τι έκανα, αλλά δεν είμαι και κανένα τζόβενο, έφτασα στα 50, καιρός να σοβαρευτώ. Εντάξει, κατανοητό, του λέει κι αυτή, δεν υπήρχε λόγος να γίνει όλη αυτή η παράσταση, γιατί δεν το έλεγες, έτσι κι αλλιώς πρωτίστως είμαστε φίλοι. Ναι, φίλοι, λέει κι ο Γιώργος και θα ήθελα να παραμείνουμε, αν αυτό δεν σου είναι δύσκολο, βέβαια.

Δύσκολο της ήταν, αλλά δεν του το αρνήθηκε. Είτε επειδή του είχε αδυναμία είτε επειδή επέμενε να βλέπει μόνο τα καλά του στοιχεία, ξανάγινε η «καλύτερή του φίλη». Οι συναντήσεις τους αραίωσαν, αλλά κρατούσαν επαφή. Κι αυτή τη φορά, ο Γιώργος ήταν που την αναζητούσε πιο συχνά καθώς, μετά το χωρισμό τους, πέρασε μια μεγάλη περίοδο κρίσης. Δεν μπορούσε να ξαναγυρίσει στην παλιά του ζωή, δεν μπορούσε να είναι μόνος, είχε ξεμείνει από φίλους, δεν ήξερε τι ήθελε, τι ζητούσε και πού θα κατέληγε. Στάθηκε πλάι του η Άννα, μιλούσανε πάλι με τις ώρες στο τηλέφωνο, του τράβηξε και κανα-δυο βρισίδια που πέρασε τη ζωή του μέσα στην επιπολαιότητα και στο χαβαλέ για να κρύβεται από τα προβλήματά του κι ύστερα έρριχνε τις ευθύνες στους άλλους, μέχρι που μεσήλικα πλέον τον πιάσανε τα υπαρξιακά περί νοήματος ζωής. Θες οι κατσάδες της, θες ότι άρχισε το μυαλό του να πήζει, ήρθε κι έστρωσε ο Γιώργος. Πήρε μεγάλες αποφάσεις, έκανε τις επιλογές του, σοβαρεύτηκε με δυο λόγια και ανέλαβε τις ευθύνες του και τον έλεγχο των καταστάσεων. Με τη γυναίκα του χώρισε (έτσι κι αλλιώς, ο γάμος ήταν συμβατικός σχεδόν από τον πρώτο χρόνο, άλλο που εκείνος είχε βολευτεί), έπιασε δικό του σπίτι και εδήλωσε έτοιμος να ζήσει στο εξής ουσιαστικά. Και καθώς αναθεωρούσε εκ βάθρων τη ζωή του, έπεσε και στο κεφάλαιο «Άννα». Μετά από καμιά δεκαριά μέρες εθελούσιου αποκλεισμού στους τέσσερις τοίχους και αυστηρής αυτοκριτικής, κατέληξε ότι ήταν ο μεγαλύτερος μαλάκας του κόσμου που την έχασε. Και αποφάσισε να επανορθώσει. Την παίρνει τηλέφωνο – μεθαύριο θα είμαι στην Αθήνα, του λέει, έρχομαι για ένα συνέδριο και θα τα πούμε από κοντά.

Μετρούσε ο Γιώργος τις ώρες και τα δευτερόλεπτα και αργά το απόγευμα της Κυριακής γυαλίζει το αμάξι, ντύνεται, στολίζεται, και γραμμή για την «Αίγλη». Βλέπει πως το τραπέζι που συνήθως κάθονταν δεν ήτανε πιασμένο – καλό σημάδι. Κάνει ν’ ανάψει το τσιγάρο του και με την άκρη του ματιού τη βλέπει. Της γνέφει «εδώ είμαι», τον χαιρετά κι αυτή χαμογελώντας και κάτι λέει σ’ έναν ψηλό που βαδίζει δίπλα της. Ποιος διάολος είναι πάλι αυτός, αναρωτιέται ο Γιώργος και σύντομα η απορία του λύνεται: από δω ο Κόλιν, συνάδελφος από την Αγγλία και καλός φίλος, από δω ο Γιώργος, ο φίλος μου που σού ’λεγα. Δεν του καλάρεσε του Γιώργου η εξέλιξη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. Είπε να φερθεί πολιτισμένα, στο κάτω-κάτω, ξένος ήταν ο τύπος, συνάδελφος της Άννας, ας του δείξουμε το καλό μας πρόσωπο. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο, εδώ που τα λέμε, γιατί ο Κόλιν μόνο Άγγλος δεν έμοιαζε. Καστανά μαλλιά, σκούρα πράσινα μάτια, ωραίος άντρας ακόμη και για τα ξινισμένα μάτια του Γιωργάκη, μιλούσε τα ελληνικά άπταιστα (η προγιαγιά μου ήταν ελληνίδα, του εξήγησε, και όλοι στο σπίτι ξέρουμε ελληνικά, η μάνα μου τα ’μαθε από τη μάνα της κι ο πατέρας μου σπούδασε κλασική φιλολογία) και το ταμπεραμέντο του ήταν μεσογειακό. Με δυο λόγια, αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, ο Γιώργος επιστήθιο φίλο θα τον έκανε τον Άγγλο. Όμως, ήταν στη μέση η Άννα. Και παρ’ όλο που οι δυο τους φέρονταν διακριτικά, ο Γιώργος κατάλαβε πως κάτι έτρεχε μεταξύ τους. Κάποια στιγμή που ο Κόλιν τους άφησε για να μιλήσει στο τηλέφωνο, δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό και τη ρώτησε· κι η Άννα του είπε πως ναι, ήταν μαζί εδώ και δυο μήνες.

Μαρτύριο ήταν η βραδιά. Γύρισε ο Γιώργος στο σπίτι τσακισμένος. Έβαλε μπροστά του τη μπουκάλα το ουΐσκι κι έγινε λιώμα. Κι εκεί γύρω στα ξημερώματα ρίχνει ένα κλάμα, και δος του να βρίζει τον εαυτό του που είχε την Άννα και την έχασε για να του την πάρει ο Άγγλος ο ξενέρωτος κι άλλες τέτοιες ασυναρτησίες. Ξύπνησε αργά το απόγευμα με ένα κεφάλι πιο βαρύ από το φορτίο που σήκωνε στους ώμους του ο Άτλαντας και στην καρδιά του να χάσκει το Γκραν Κάνυον. Κι όχι τίποτε άλλο, είχανε κανονίσει να βρεθούν για φαγητό το βράδι, μετά το συνέδριο. Α, όλα κι όλα: ό,τι κι αν ένιωθε, έπρεπε να σταθεί κύριος – αυτό της το χρωστούσε.

Ήταν όντως κύριος, εκείνο το βράδι. Πήρε μαζί του και μια γνωστή του, να μη χαλάει η αρμονία της εικόνας. Και έπεισε τον εαυτό του ότι διασκέδαζε, ότι όλα ήταν όπως παλιά, που βγαίνανε με φίλους για μπυρίτσα και κουβέντα. Μόνο λίγο πριν να χωρίσουνε, βρήκε την ευκαιρία και την ξεμονάχιασε την Άννα για δυο λεπτά και της είπε πως όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε πάψει να τη σκέφτεται και να την αγαπάει. Εκείνη του έρριξε ένα βλέμμα παράξενο – οίκτος ήταν; απογοήτευση; δεν μπορούσε να πει – τράβηξε το χέρι της και μπήκε στο ταξί, χωρίς να πει κουβέντα. Ο Γιώργος έμεινε να κοιτάζει τα φώτα του αυτοκινήτου να σβήνουν μες στο σκοτάδι· ύστερα άναψε ένα τσιγάρο και γύρισε στο τραπέζι του.
 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:45 μ.μ. | Ενθύμιον |


16 Σημειώσεις:


Κατά τις 6:25 μ.μ., Blogger Godot

den exw na pw tipota...
eytyxws pandws pou akoma eimai sta 30s
(malakies lew? - to xerw)
mono thumisou ki alles Annes...
paw sto gamo enos filou twra.
filia.

 

Κατά τις 6:39 μ.μ., Blogger The Motorcycle boy

Φτιάχνεις κλίμα κυρία μου. Το ξέρεις;

 

Κατά τις 7:26 μ.μ., Blogger Dellaporta

Ο Γιώργος είναι ένας καλοπερασάκιας που μόνο για την πάρτη του νοιάζεται! Στο τέλος πήρε αυτό που του άξιζε.

Η Άννα είναι βλαμένη που δεν τον σουτάρισε απο τους 6 πρώτους μήνες. Να τα βράσω τα πτυχία της που της πήρε τόσο καιρό να καταλάβει σε τι κουμάσι έπεσε.

 

Κατά τις 7:39 μ.μ., Blogger Tasis Plisis

Προβληματιστηκαν οι μισοι αντρες που το διαβασαν ή νομιζω?

 

Κατά τις 8:28 μ.μ., Blogger Λίτσα

Να μας πούνε οι άντρες, dcd.
Godot, ξέρεις, αν βάλεις τα κουφέτα κάτω από το μαξιλάρι σου θα δεις και ποια θα παντρευτείς, βρε! (sorry, το σωστό είναι νυμφευτείς, βέβαια)
Mboy - και κλίμα και αγιόκλημα άμα λάχει.
Maria - σωστή αντίδραση μόνο που τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ούτε τόσο ξεκάθαρα συνήθως. Α, και τα πτυχία καμία σχέση δεν έχουν με τέτοια ζητήματα, εννοείται.

 

Κατά τις 8:32 μ.μ., Blogger Unknown

έχω ακούσει κι εγώ παρόμοιες ιστορίες..εντάξει..υπάρχουν και χειρότερα;βλακεία είπα τώρα μάλλον αλλά αυτό μπορώ να σκεφτώ.

 

Κατά τις 9:36 μ.μ., Blogger Unknown

Οι περισσόττεροι μας ξέρουμε μια δυό τέτοιες ιστορίες. Το μόνο που καταλαβαίνω από αυτές είναι ότι οι άνθρωποι σπανίως ξέρουν ακριβώς
τι θέλουν στη ζωή τους (τουλάχιστόν στο τομέα των σχέσεων)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η συμπεριφορά του Γιώργου μου φάνηκε κοινότυπη. Όσο για την Αννα απλά φάνηκε να άργησε να καταλάβει τι θέλει αν και δε με έπεισε ότι όντως κατάλαβε. Δείχνει μια έλλειψη αποφασιστικότητας. Τέλος μου είναι απεχθές το παιχνίδι "τώρα φύγε, τώρα έλα, ναι αλλά, μόνο αν, πρέπει να το σκεφτώ". Ευτυχώς για μένα πάντα ήταν πολύ εύκολο να μπορώ να ξεκαθαρίσω τις θέσεις μου και τα αισθήματά μου σε τέτοια θέματα. Sorry για το μόνοσέντονο Λίτσα.
αα και κάτι άλλο, η Nelly's είναι πολύ όμορφη αλλά κάνει αδύνατη την ανάγνωση του κειμένου.

 

Κατά τις 1:16 π.μ., Blogger reservoirdogs

Είπε η Λίτσα,εμείς διαβάσαμε,κάναμε αναγωγές,παραβολές,παρομοιώσεις,μεταφορές και λοιπά καλολογικά στοιχεία που μας έλεγαν και στο δημοτικό και ύστερα ήρθαν οι μυρωδιές και τα βήματα έξω απ το Διόνυσο και μας στείλαν αδιάβαστους!Ζωή...Ζωή!ΖΩΗ.

 

Κατά τις 1:19 π.μ., Blogger reservoirdogs

Καλημέρα

 

Κατά τις 6:28 π.μ., Blogger Λίτσα

Καλημέρες, καλημέρες. Ρε σεις, τι πειράζει η φωτό αφού μένει σταθερή; Ωραία, ωραία, θα την αφήσω κανα-δυο μέρες και μετά θα την αλλάξω, αμάν πια η γκρίνια σας.

 

Κατά τις 11:44 π.μ., Blogger Unknown

οοοχι μη την αλλάξεις!
μπορείς να την κάνεις λίγο πιο διάφανη στο κομμάτι που πέφτουν τα γράμματα.
Ή να την βάλεις σταθερή στο κάτω δεξιά μέρος της οθόνης.

 

Κατά τις 1:24 μ.μ., Blogger Λίτσα

Τελικά την άλλαξα - βρήκα έναν πίνακα του Caspar David Friedrich, Ο περιπλανώμενος πάνω από τη θάλασσα, που μ' αρέσει περισσότερο.
Enjoy!

 

Κατά τις 9:03 μ.μ., Blogger homelessMontresor

Αυτό είναι το λυπηρό, οτι κάποιοι άνθρωποι μαθαίνουν όταν είναι πλέων αργά! Μιλάω και για τους "Γιώργηδες" και για τις "Άννες" Προσωπικά τους ηρωές σου τους βρήκα πολύ ανθρώπινους και μου άρεσε. Το γεγονός οτι όλους μας θύμισε κάτι ή οτι όλοι νομίζουμε οτι είναι σαν να μιλάς για τη δική μας γνωστή ιστορία-γιατί και εγώ έτσι αισθάνθηκα- νομίζω πως λέει πολλά!

 

Κατά τις 1:22 π.μ., Blogger Τελευταίος

Προσπαθώ να καταλάβω ποιος από τους δυο είναι ο πιο δυστυχισμένος. Ο Γιώργος ή η Άννα; Σίγουρα πάντως δυστυχισμένα είναι τα παιδιά του. Πάντα αυτά την πληρώνουν και πάντα χωρίς να φταίνε. Ο Γιώργος νομίζω, είναι κλασσική περίπτωση ανασφαλούς ανθρώπου που προσπαθεί να φανεί μεγάλος και τρανός, πιθανόν μόνο και μόνο για να εντυπωσιάζει τους γνωστούς του, αλλά με την πρώτη καλή ευκαιρία προσπαθεί να γαντζωθεί εκεί που νιώθει σιγουριά. Η δε Άννα είναι από εκείνες τις γυναίκες που είναι ικανές να ωθήσουν έναν άντρα στα άκρα απλά και μόνο αν αδιαφορήσουν γι’ αυτόν. Η ικανότητα πάντως να παίζεις με το μυαλό του άλλου είναι συνάμα χάρισμα και δυστυχία γιατί αφενός μπορείς να καθοδηγείς τις καταστάσεις εκεί που θες αλλά αφετέρου συνειδητοποιείς ότι παίζεις χωρίς αντίπαλο, το έπαθλο με άλλα λόγια είναι κίβδηλο. Αξίζει;

 

Κατά τις 11:05 π.μ., Blogger mmg

kalimera:)))
kako pragma to skwtseziko ntous.
paremiapsyxrolousia se antapodosi

 

Κατά τις 11:15 π.μ., Blogger Λίτσα

Montresor, το αργά και το νωρίς δεν ξέρω αν έχει σημασία τελικά. Καμιά φορά, μία και μόνη μέρα makes the difference.
Lamiotis - σωστά. Ιδίως η τελευταία παρατήρηση. Αν αξίζει, κατ'εμέ, όχι. Εκτός αν αρέσουν σε κάποιον τέτοια φτηνά παιχνίδια εξουσίας.
mmg - χα,χα, ναι, αυτή η ψυχρολουσία χρειαζόταν.