Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007
Μεσημεριάτικα
Και τι μεσημέρι – φωτιά και λάβρα, εντός και εκτός (και επί τα αυτά, μπορώ να σου πω). Πέρασε περίπου ένας μήνας, χωρίς να καταλάβω πώς. Εξαφανισμένη σε χαρτιά, τηλέφωνα, συναντήσεις, γραψίματα, διαβάσματα – και να μην έχω και Ίντερνετ για ένα διάστημα. Δεν είναι κι άσχημα. Θυμήθηκα πώς είναι όταν ζούσα χωρίς αυτό.
Διαλειμματάκι, ένας αηδιαστικός καφές έχει απομείνει, τελευταία φτιάχνω αηδιαστικούς καφέδες, για να πίνω λιγότερους (είχαμε σπάσει το φράγμα των πέντε την ημέρα), έλα όμως που τους συνήθισα και δεν μου φαίνονται πια αηδιαστικοί – μήπως να έριχνα μέσα λίγο κώνειο; Χρειάζομαι επιπλέον δόσεις δηλητηρίου, διότι εσχάτως τα αποθέματα μειώθηκαν, είναι που γνώρισα πολλούς ανόητους μαζεμένους.
Ναι, βρε, έχω κέφια. Αλλά τα δικά μου κέφια, τα ιδιότροπα. Αυτά που με πιάνουν όταν βαριέμαι την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την πραγματικότητα, το παρελθόν και το παρόν, για το μέλλον δεν έχω άποψη, δεν χρειάζεται. Έχω κέφια, επειδή μου αρέσει η δουλειά μου, επειδή με εκνευρίζουν οι συνεργάτες μου και καταλήγουμε να γκρινιάζουμε όλοι μαζί, επειδή εκτός από το να δουλεύεις μόνος σου, στην ησυχία σου, και να βρίζεις τον εαυτό σου για τις ηλιθιότητες που κάνει ενίοτε (ή και πολύ συχνά), είναι ωραίο επίσης να δουλεύεις μαζί με άλλους τρελούς∙ έχω κέφια, επειδή ξέρω ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με σκέφτονται – μετρημένοι είναι, αλλά ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με την πολυκοσμία – και με βρίζουν που έχω εξαφανιστεί. Δηλαδή, με βρίζουν νοερώς, αλλά όταν τα πούμε από κοντά θα το ξεχάσουν, επειδή θα έχουν να μου πουν πολλά, κι εγώ επίσης.
Τώρα ποιον αφορούν όλα αυτά που κάθομαι και γράφω; Κανέναν, φυσικά. Αλλά γιατί θα έπρεπε; (Γιατί, σάμπως ποιον αφορούν τα άλλα που γράφω;) Αποφάσισα όμως να παίξω λιγάκι: είπαμε, έχω κέφια. Να παίξω, όχι μελόδραμα, αλλά κωμωδία ή επιθεώρηση – δεν μου πάει το μελόδραμα, άσε που συγκινούμαι κιόλας και χαλάει το μακιγιάζ. Κι έτσι, αντί να γράψω κανένα βαθυστόχαστο πάλι ή κανένα λογοτεχνίζον, σκέφτηκα να μη γράψω τίποτα, δηλαδή τίποτα συγκεκριμένο, «ελεύθερο θέμα», βρε παιδάκι μου, αρκεί να μην είναι θλιβερό, βαρύ, ασήκωτο και με πολλές φουσκάλες.
Από την άλλη, και τα «χαρούμενα» δεν μου βγαίνουν. Είναι παράξενο που ενώ επιδιώκουμε τη χαρά ή την ευτυχία, δεν γράφουμε γι’ αυτά τα πράγματα. Τουναντίον, γράφουμε για τις λύπες μας (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο). Μια φίλη μου έλεγε ότι με τη χαρά μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της, στη λύπη της είναι που χρειάζεται στήριγμα. Μπορεί, δεν ξέρω, εμένα το ίδιο μου κάνει: μπορεί να τηρήσω σιγήν ιχθύος και για τα δύο. Ή μπορεί και όχι. Αναλόγως τη στιγμή, τη διάθεση και τον συνομιλητή. Οι σπηλιές μου αρέσουν περισσότερο από τις ανοιχτές πεδιάδες.
Τελειώνει το διάλειμμα. Λέω να μην το παρατείνω περισσότερο. Διακινδυνεύω να βγει σαχλότερο το κείμενο ή και να σοβαρέψει απότομα. Άσε που όσο γράφω, με πιάνει η διαβολεμένη ειρωνική διάθεση (σιγά που δεν θα μ’ έπιανε με όσα βλέπω και διαβάζω). Εν τούτοις, μέχρι ν’ αρχίσει η λήψη του κωνείου, όσο δηλητήριο έχω μου χρειάζεται.

 
Από τη Λίτσα κατά τις 4:41 μ.μ. | Ενθύμιον | 24 σημειώσεις