Με αφορμή το χθεσινό post του Mboy
Γύρω στο 50 μ.Χ., γεννήθηκε στην Ιεράπολη της Φρυγίας, ο Επίκτητος. Οι γονείς του ήταν δούλοι, πράγμα που καθόριζε εν πολλοίς και τη δική του μοίρα. Ήρθε στη Ρώμη, έζησε για ένα διάστημα ως δούλος, αλλά κάποια στιγμή ο αφέντης του τον ελευθέρωσε. Από τότε, άρχισε να διδάσκει τη στωική φιλοσοφία – λεπτομέρειες για τη ζωή του δεν ξέρουμε, οπότε είναι άγνωστο πότε έμαθε γράμματα, πού και πώς ήρθε σ’ επαφή με τους στωικούς κλπ. Τέλος πάντων, όταν εγκατέλειψε τη Ρώμη, εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη της Ηπείρου και ίδρυσε τη φιλοσοφική του σχολή· από τους πιο γνωστούς οπαδούς της διδασκαλίας του ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, ο «φιλόσοφος-αυτοκράτορας» (και πολλοί αναρωτιούνται πώς από έναν τέτοιο πατέρα, βγήκε το βλαστάρι ονόματι Κόμμοδος – πλην, η λαϊκή σοφία έχει λύσει τέτοιες απορίες, θυμοσοφικώς δηλούσα ότι «από ρόδο βγαίνει αγκάθι» και τανάπαλιν). Ο Επίκτητος δεν άφησε τίποτα γραπτό· οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις καταγράφηκαν από τον μαθητή του Αρριανό (Διατριβαί και Εγχειρίδιον). Κι αν τον θυμήθηκα σήμερα, είναι επειδή έδωσε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ορισμούς της ελευθερίας: ελεύθερος εστι ο ζων ως βούλεται.
Ο ορισμός μπορεί να ληφθεί με δύο τρόπους – περιγραφικώς και κανονιστικώς. Ας ξεκινήσουμε από τον περιγραφικό, αφήνοντας κατά μέρος αντιρρήσεις του τύπου: «και τι συμβαίνει αν αυτός ο ζων βούλεται να κλέψει τη σοδειά του γείτονά του;» Λοιπόν, αν το δούμε εμπειρικά, πράγματι ελεύθερος είναι αυτός που κάνει ό,τι θέλει – διαθέτει τα χρήματα, την εξουσία, το θράσος, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό και ό,τι άλλη αρνητική ποιότητα προτιμάτε, και ενεργεί κατά τα γούστα και τις επιθυμίες του.
(Φυσικά, εδώ χρειάζεται μια διάκριση: η βούληση δεν μπορεί να υπερβεί τους φυσικούς περιορισμούς, διότι κάποιος επιθυμεί να ζήσει 435 χρόνια, πλην με την επιθυμία θα μείνει. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι από το πεδίο της βούλησης εξαιρούμε το φυσικώς αδύνατον – τουλάχιστον με την υπάρχουσα έννοια, διότι σε παλαιότερες εποχές φυσικώς αδύνατον μπορεί να ήταν ένα ταξίδι στο διάστημα).
Περνώντας στο κανονιστικό περιεχόμενο του ορισμού, βρισκόμαστε ενώπιον ποικίλων αντιρρήσεων – ένα παράδειγμα έδωσα ήδη. Όμως, ο συγκεκριμένος ορισμός δόθηκε στο πλαίσιο μιας ορισμένης φιλοσοφικής αντίληψης (ή φιλοσοφίας της ζωής), σύμφωνα με την οποία το επιδιωκόμενο ιδανικό είναι ένας βίος «απάθειας» και «αταραξίας» (με θετική νοηματοδότηση οι όροι)· γι’ αυτό, λ.χ., σου λέει ο Επίκτητος, περιόρισε τις επιθυμίες σου, μη στενοχωριέσαι για πράγματα που δεν εξαρτώνται από τη βούλησή σου (τα ουκ εφ’ ημίν), μην περηφανεύεσαι για πράγματα που επίσης δεν απέκτησες με τη βούληση και τις πράξεις σου (λ.χ., ομορφιά) και τα παρόμοια. Μέσα σ’ ένα τέτοιο φιλοσοφικό πλαίσιο, το να ζεις ως βούλεσαι ασφαλώς δεν θα παραβλάψει τη ζωή και τη βούληση των άλλων. Με τους ίδιους φιλοσοφικούς περιορισμούς, λαμβάνεται και μία ακόμη ρήση του Επικτήτου – «Κανένας δεν είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του», που μπορεί να αναφέρεται στη δουλεία ή και στον έλεγχο των επιθυμιών/βουλήσεων του ατόμου.
Και ποια είναι η χρησιμότητα του ορισμού; – θ’ αναρρωτηθεί κανείς. Και για ποια ελευθερία μιλάμε όταν περιορίζουμε τη βούλησή μας; Και πώς καθορίζεται η βούληση; Και πώς ξέρουμε ότι η βούλησή μας είναι πραγματική και όχι επιβεβλημένη; Πολλές ερωτήσεις. Το αν μπορούμε να τις απαντήσουμε είναι μεγάλη ιστορία.
Κατ’ αρχάς, ο ορισμός του Επικτήτου έχει τις «χρησιμότητές» του: η πρώτη είναι πως πράγματι περιγράφει (επαναλαμβάνω, περιγράφει, δεν κανονίζει) το τι είναι ελευθερία και μάλιστα περιλαμβάνει και τις δύο ειδικότερες έννοιες: «ελευθερία από» και «ελευθερία να» (αυτά τα δύο είναι διακριτά – δεν είμαι ελεύθερη από τα δεσμά μου, αλλά είμαι ελεύθερη να σκέφτομαι). Η δεύτερη είναι πως κατ’ ουσίαν (και μέσω της διάκρισης που προανέφερα) υπαινίσσεται ότι αυτό που ονομάζουμε «απόλυτη ελευθερία» δεν υπάρχει. Η τρίτη είναι πως μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο ορισμός της ελευθερίας δεν είναι ανεξάρτητος από το φιλοσοφικό, θεωρητικό ή και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου απαντά: αλλιώς εννοεί την ελευθερία ο καπιταλισμός και αλλιώς ο σοσιαλισμός και για ν’ αποφασίσουμε ποια από τις δύο σημασίες είναι ορθή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη κι άλλες παραμέτρους, αν φυσικά λειτουργούμε έξω από ιδεολογικές δεσμεύσεις.
Αν μου άρεσαν τα ρητορικά τερτίπια, θα έλεγα ότι, εφόσον οι φυσικοί νόμοι περιορίζουν τη βούλησή μας, έχει απαντηθεί και η δεύτερη ερώτηση. Αλλά, ας το πάρουμε πιο αναλυτικά, χρησιμοποιώντας την εμπειρική μέθοδο και τον κοινό νου. Αν αποφασίσεις, λοιπόν, να ζήσεις εντός κοινωνίας δεσμεύεσαι να περιορίσεις εκείνες τις επιθυμίες σου που θα ενοχλούσαν ή θα έβλαπταν τους άλλους και παίρνεις ως αντάλλαγμα την αντίστοιχη δέσμευση εκ μέρους των άλλων. Έτσι, δεν μπορείς να πας να μαζέψεις τη σοδειά του γείτονά σου επειδή είναι καλύτερη από τη δική σου, και παρομοίως δεν κινδυνεύεις να χάσεις τη δική σου σοδειά από έναν αρπακτικό γείτονα. Απλοϊκό παράδειγμα, αλλά κάπως έτσι ξεκίνησαν οι άγραφοι νόμοι της κοινωνικής συμβίωσης στις πρωτόγονες λεγόμενες κοινωνίες· και, πέρα από τις ατομικές ευθύνες, υπήρχαν και οι συλλογικές: η κοινότητα όφειλε να σεβαστεί κάποιους κανόνες – λ.χ., να μην κόψει τα δέντρα του διπλανού δάσους ή να μη βοσκήσει τα κοπάδια της σε μια συγκεκριμένη περιοχή· αυτές οι συλλογικές απαγορεύσεις συνήθως ανάγονται σε απολύτως ορθολογικά σχήματα (αν κόψουμε τα δέντρα, τον επόμενο χειμώνα ο χείμαρρος θα πάρει τις σκηνές μας) αλλά στα μέλη της κοινότητας προβάλλονταν συσχετισμένες με ιερούς τόπους, θεϊκές επιθυμίες, εντολές και τα παρόμοια, η δε παράβαση των απαγορεύσεων εθεωρείτο ότι θα επέφερε τη θεϊκή οργή, η οποία φυσικά θα ελάμβανε τη μορφή συλλογικής τιμωρίας.
Ο πρώτος κύκλος περιορισμού είναι λοιπόν οι φυσικοί νόμοι· ο δεύτερος, ο κοινωνικός βίος. Αλλά τα πράγματα στενεύουν ακόμη περισσότερο. Καθώς μετατοπιζόμαστε από απλούστερους σε συνθετότερους κοινωνικούς σχηματισμούς, οι δομές είναι πιο περίπλοκες. Αντί για άγραφους κανόνες, έχουμε θεσπισμένους νόμους, αντί για θεϊκές τιμωρίες έχουμε αστυνομία, δικαστήρια και φυλακές και αντί για το φύλαρχο και το μάγο έχουμε το κράτος. Στα δημοκρατικά καθεστώτα, το κράτος εγγυάται και προστατεύει τις ελευθερίες των πολιτών (και σύμφωνα με την αρχή της πολιτικής ανυπακοής, αν δεν το κάνει, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να μη συμμορφώνονται και κατ’ επέκταση να επαναστατήσουν – όχι, η πατρότητα της ιδέας δεν ανήκει στον Μαρξ αλλά στον αμερικανό φιλόσοφο Henry David Thoreau)· στα αυταρχικά καθεστώτα, το κράτος περιστέλλει τις ελευθερίες των πολιτών, αλλά ισχυρίζεται ότι το κάνει για την επίτευξη ενός υψηλότερου αγαθού (της ασφάλειας, λ.χ. – κι έτσι μπορούμε πολύ εύκολα να διαπιστώσουμε τι είδους καθεστώς επικρατεί κατ’ ουσίαν στις Η.Π.Α.) Φυσικά, αν το ψάξουμε σε βάθος, θα δούμε ότι και στις δημοκρατικές κοινωνίες η εγγύηση της ελευθερίας μπορεί να είναι εν τέλει πλασματική, η δε πραγμάτωση ή κατάκτηση της ελευθερίας εξαρτάται και από άλλες παραμέτρους: θέλω να σπουδάσω, λ.χ., αλλά αν δεν έχω ένα συγκεκριμένο ετήσιο εισόδημα δεν θα τα καταφέρω, διότι ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν πληρώνω δραχμή για βιβλία, δίδακτρα, φροντιστήρια κλπ., αν περάσω σε μια σχολή μακριά από το σπίτι μου, θα μείνω μεν στη φοιτητική εστία, αλλά θα χρειάζομαι χρήματα για τα καθημερινά μου έξοδα (περιγράφω τις πλέον ιδανικές καταστάσεις) – οπότε η ελευθερία πρόσβασης στα αγαθά της παιδείας, την οποία υποτίθεται ότι μου παρέχει το κράτος (και μάλιστα ισότιμα) εν τέλει ακυρώνεται, και αναλύοντας αυτήν την κατάσταση φτάνουμε σε διαπιστώσεις που επίσης μας οδηγούν σε άλλα πεδία. Συνεπώς, ο περιορισμός της ελευθερίας, την οποίαν υφίσταται (εκουσίως) ο πολίτης εφόσον ζει σε μια κοινωνία, δύναται να καταλήγει χωρίς αντάλλαγμα: και να ο τρίτος περιοριστικός κύκλος, η ανεπάρκεια ή η ανηθικότητα ή η κακή λειτουργία του κράτους.
(Ας επισημανθεί, όμως, ότι το ίδιο το δημοκρατικό καθεστώς σου επιτρέπει –θεωρητικά – να διεκδικήσεις εκείνα τα δικαιώματα που κρίνεις ότι δεν γίνονται σεβαστά. Δεν είναι άσχημο, ενίοτε καταλήγει ουτοπικό, στην πραγματικότητα και αυτή σου η δυνατότητα ακυρώνεται μέσα από άλλες διαδικασίες - οι «μάζες» σήμερα ελέγχονται πολύ αποτελεσματικά και ανέξοδα μέσα από τα πρότυπα της μαζικής κουλτούρας, χωρίς να έχουν ατονήσει οι παλαιότεροι μηχανισμοί ελέγχου, όπως η θρησκεία –αλλά είναι σημαντικό που υπάρχει).
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, ο εντός κοινωνίας βίος ισορροπεί (σε ιδανικές συνθήκες) ανάμεσα σε περιορισμούς και σε ελευθερίες. Αλλά η ζυγαριά δεν βρίσκεται πάντα σε κατάσταση ακινησίας. Ο κοινωνικός βίος δίνει ένα γενικό πλαίσιο ελευθερίας και περιορισμού, αλλά από εκεί και πέρα τα πάντα μεταφέρονται και μεταφράζονται σε ατομικό επίπεδο. Η ελευθερία της έκφρασης, λ.χ., είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και ως έσχατο όριο έχει την προσβολή των πεποιθήσεων του άλλου· τούτο αποδεικνύεται αρκούντως ασαφές, ιδίως σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία ή τη σάτιρα. Από την άλλη, συχνά αυτοπεριορίζεσαι και δεν λες τη γνώμη σου, ακολουθώντας μια τακτική που ονομάζεται «σωφροσύνη»: παρ’ όλο που θεωρείς ότι ο προϊστάμενός σου ενεργεί ανοήτως ή ότι οι συνάδελφοί σου παραβιάζουν την αρχή του δικαίου, αποφασίζεις να μην πεις κουβέντα, εκτός αν είσαι πρόθυμος να χάσεις τη δουλειά σου ή να γίνεις το μαύρο πρόβατο. Φυσικά, αν είχες περισσότερη εξουσία, δεν θα χρειαζόταν να είσαι σώφρων· επομένως, ο αυτοπεριορισμός, στην προκειμένη περίπτωση, δεν απορρέει από τον κοινωνικό βίο ad hoc αλλά από τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα και κατ’ ουσίαν δεν είσαι σώφρων, είσαι ανελεύθερος: ιδού ο τέταρτος περιοριστικός κύκλος – η ανελευθερία που απορρέει από το ίδιο το σύστημα, από ατομικές περιστάσεις του βίου, από τον χαρακτήρα. Εδώ όμως υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: ενώ η κοινωνική ζωή ενέχει περιορισμούς της ελευθερίας (τις οποίες υποχρεούσαι να δεχτείς, εφόσον ζεις εντός της κοινωνίας), η προαναφερθείσα ανελευθερία (ή σωφροσύνη, δεν απορρίπτω τον όρο) είναι υπόθεση επιλογής. Με άλλα λόγια, θυσιάζεις ένα μέρος της ελευθερίας σου, επειδή επιλέγεις ένα άλλο αγαθό (την ασφάλεια, την εργασία, το εισόδημά σου κλπ.) Φυσικά, μπορείς να επιλέξεις διαφορετικά, και να ιεραρχήσεις υψηλότερα το αγαθό της ελευθερίας σου (που, εν προκειμένω, και πάλι συσχετίζεται με άλλες παραμέτρους – τον κοινό νου, τον ορθολογισμό, το δίκαιο κλπ.) Χάνεις τη δουλειά σου, απομονώνεσαι, γίνεσαι φαιδρός, χαρακτηρίζεσαι άφρων (διότι, δεινόν προς κέντρα λακτίζειν) αλλά έχεις διατηρήσει ένα μέρος της ελευθερίας σου – πληρώνοντας βεβαίως το τίμημα. Και θα επιμείνω σε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: στο συσχετισμό της ελευθερίας με άλλα στοιχεία. Θεωρητικά, είσαι ελεύθερος να υποστηρίξεις ότι 1+1=3 όπως και ότι 1+1=2· ομοίως, είσαι ελεύθερος να υποστηρίξεις ότι είναι σωστό να αδικούμε, όπως και ότι δεν είναι σωστό να αδικούμε. Επιπλέον, μπορείς να επιλέξεις να τα πεις αυτά ή να μην τα πεις: παρ’ όλο που η επιλογή σου να μην τα πεις θα είναι αυτοπεριορισμός (και ανελευθερία) ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των λεγομένων σου, η βαρύτητα και η συνέπεια αυτής της ανελευθερίας είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση. Κοντολογίς, και για να το θέσω απλά, η ελευθερία συσχετίζεται με ένα σύστημα ηθικών αξιών και επί τη βάσει αυτού αξιολογείται.
Ας περάσουμε, τώρα, στο θέμα της βούλησης. Ο Επίκτητος δεν καθορίζει ακριβώς τι είναι βούληση και πώς διαμορφώνεται – λέει, όμως, ότι οι άνθρωποι εκ φύσεως διαθέτουν κάποιες γενικές έννοιες («προλήψεις») που είναι κοινές σε όλους (λ.χ., γνωρίζουν ότι το αγαθό είναι συμφέρον και πρέπει να το επιλέγουν έναντι του κακού, ότι το δίκαιο είναι αγαθό και πρέπει να το επιδιώκουν κλπ.) Κι άλλοι φιλόσοφοι υπεστήριξαν παρόμοιες αντιλήψεις (μου έρχεται στο μυαλό ο Rousseau), αλλά δεν ξέρω αν έχουν δίκιο· ας περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη. Στη ρήση του Hippolyte Taine, «η αρετή και η κακία είναι επίσης προϊόντα όπως η ζάχαρη και το βιτριόλι» - θα προσέθετα και τη βούληση. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που τη διαμορφώνουν: οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, τα λεγόμενα «πρότυπα» (δηλ. οι φορείς που διαμορφώνουν νοοτροπίες – παλαιότερα, το κράτος, η εκκλησία, η εκπαίδευση, σήμερα και τα ΜΜΕ), το οικονομικό σύστημα, ακόμη και ο τόπος που γεννιέσαι. Ας πούμε, πόσο ελεύθερο ν’ αποφασίσει τι θα γίνει μεγαλώνοντας, ήταν ένα παιδί βοσκού, που γεννήθηκε έναν αιώνα πριν σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή; Πιθανότατα θα ήθελε να γίνει βοσκός – εκεί θα το ωθούσε η βούλησή του· αλλά τούτο, όχι επειδή θα είχε υπόψη του όλες τις πιθανές (ή δυνατές) εναλλακτικές. Πόσο ελεύθερα αποφασίζει σήμερα μια δεκαπεντάχρονη νεαρή να γίνει μοντέλο, τραγουδίστρια ή ηθοποιός; Φυσικά, το θέλει. Και το κάνει. Άρα, ζει ως βούλεται. Επομένως, είναι ελεύθερη. Αλλά, μήπως αυτή της η βούληση είναι κατευθυνόμενη; (Στο σημείο αυτό, θα εντόπιζα και έναν πέμπτο κύκλο περιορισμού – μολονότι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ουσιαστικά ανάγεται στον τρίτο κύκλο: το κράτος δεν κάνει καλά τη δουλειά του).
Θα έπρεπε, κάπου εδώ, να συνοψίσω: για μένα, η ελευθερία είναι κάτι πολυσύνθετο. Εμπεριέχει, συνδυασμένα, τη βούληση, τη δυνατότητα επιλογής, το σύστημα ηθικών αξιών – και παρ’ όλο που δύνανται να περιληφθούν στις ηθικές αξίες, τον σεβασμό στον άλλον, τη γνώση του άλλου, την έννοια των ορίων και των όρων (δεν μιλάω για το κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, όπου αυτά είναι θεσμοθετημένα, αλλά για το ατομικό: σε μια συζήτηση, θέτω στον εαυτό μου όρια και όρους, λ.χ. να μιλάω με επιχειρήματα και να μην προσβάλλω τον συνομιλητή μου· αν είναι στενός μου φίλος μπορώ να τον περιλούσω με βρισιές, αλλά οφείλω να δεχτώ το ίδιο και από εκείνον – μην τα πολυαναλύω, παραπέμπω στο χθεσινό post του Mboy). Επιπλέον, εμπεριέχει κάτι που ονομάζεται ατομική ευθύνη (οι «συλλογικές», στην εποχή μας, μοιάζουν περισσότερο με την απουσία ευθύνης): επέλεξα να μην είμαι ανελεύθερη με την έννοια που περιέγραψα στον τέταρτο κύκλο, άρα αναλαμβάνω τις ευθύνες της επιλογής μου, μένω χωρίς δουλειά, περνάω στο περιθώριο και ζω ελαχίστως εντός και κυρίως εκτός. Το να αρχίσω τα παράπονα και τις μιζέριες το θεωρώ τουλάχιστον ανέντιμο: ήξερα τι έκανα, διότι ήξερα πώς λειτουργεί το σύστημα, πάει και τελείωσε.
Ωραία, ας πούμε ότι όλα αυτά είναι σωστά, αποδεκτά και ως ένα βαθμό εφαρμόσιμα. Τι συμβαίνει με τους άλλους; Δηλαδή, εγώ έχω κερδίσει, κατακτήσει, όπως θέλετε πέστε το, το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ελευθερίας (με όλους τους ανωτέρω κοινωνικούς και εννοιολογικούς περιορισμούς) – δεν πρέπει να αναγνωρίζω και την ελευθερία των άλλων; Εδώ, λοιπόν, έρχεται και κολλάει το σύνθημα του γαλλικού Μάη: «Όχι συμπόνοια στους εχθρούς της συμπόνοιας και όχι ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας». Που θα πει, ότι αν οι άλλοι λειτουργούν με βάση τα όρια, τους όρους, τις δεσμεύσεις και όλα τα συμπαρομαρτούντα, ναι, οφείλω να αναγνωρίσω την ελευθερία τους. Αλλά, αν εκείνοι εννοούν την ελευθερία με τρόπο εντελώς διαφορετικό, που δεν πληροί καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε, όχι, δεν οφείλω να το κάνω. Τους βγάζω από τη ζωή μου, δεν με αφορά η ύπαρξή τους, δεν έχω καμία σχέση μαζί τους – είναι τόσο απλό. Διότι, έχω το δικαίωμα της επιλογής και έχω πληρώσει το τίμημα της δικής μου ελευθερίας. (Αν μεταφέρουμε το σχήμα σε πολιτικο-κοινωνικό επίπεδο, οφείλω επίσης να τους εμποδίσω να εξαπλωθούν σαν μολυσματική ασθένεια – αλλά εδώ μπαίνουμε σε άλλη συζήτηση).
ΥΓ. Ο φίλος μου ο Ξυλουργός συνηθίζει να λέει ότι γεννιόμαστε εξαρτημένοι και από μέρα σε μέρα εξαγοράζουμε, λίγη-λίγη, κομμάτι-κομμάτι, την ανεξαρτησία μας. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλός ορισμός, αλλά νομίζω ότι περιγράφει με ακρίβεια την πραγματικότητα.