Υπάρχουν στιγμές που δεν μπορείς να γράψεις παρά μόνο σε τρίτο πρόσωπο – η φωνή του γηραιού καθηγητή τρύπωσε στ’ αυτιά της, ενοχλητικά έρρινη, με τον υπόκωφο ασθματικό συριγμό της. «Ως ίππος ασθματικός», σκέφτηκε χαμογελώντας, ενώ τα δάχτυλά της δοκίμαζαν έναν καινούριο χορευτικό ρυθμό στα πλήκτρα της παλιάς Remington. Έτσι ένιωθε κάθε φορά που ετοιμαζόταν να γράψει: πως έκανε εξάσκηση σε νέες χορευτικές φιγούρες και η μελωδία του κειμένου προσδιόριζε το είδος του χορού – ή αντίστροφα.
Περπάτησε τα δάχτυλά της πάνω-κάτω στα πλήκτρα, σαν να έπαιζε πιάνο, όμως ο ήχος έμοιαζε περισσότερο με κοφτό πυροβολισμό. Ναι, κι αυτή η εικόνα της άρεσε. Στόχος, σημάδι, οπλίζεις, πυροβολείς. Μια παλιά Remington είχε ο πατέρας της. Το ξύλινο κοντάκι με βαθιές καρυδένιες αποχρώσεις· η κάνη κρατούσε τη μυρωδιά του μπαρουτιού πολλή ώρα μετά τον πυροβολισμό – ήθελε καθάρισμα και λάδωμα για να μη διαβρωθεί το μέταλλο. Κάθε γράμμα μια σφαίρα, κάθε λέξη ένας πυροβολισμός, ύστερα, πυρά καταιγιστικά, αν ο ρυθμός επιταχυνόταν.
Μόνο σε τρίτο πρόσωπο. Έκλεισε τα μάτια της. Η παλιά Remington είχε βρεθεί πεταμένη πιο πέρα. Τα δάχτυλα κινήθηκαν στα πλήκτρα.
Ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου
Το όνειρο ανοίγει τον ασκό του id, όπου καραδοκούν τα ένστικτα, id, αν το γράψεις με κεφαλαία ID, Ι.D., δελτίο ταυτότητος, στην πραγματικότητα είσαι αυτό που δεν επιτρέπεται. Αλλά το όνειρο αυτό δεν είναι το όνειρο της πρώτης του έτους του δυστυχισμένου Ιωάννη Παύλου, που ο πανούργος Κάρολος έκαμε χριστουγεννιάτικο, υπόσχεση σωτηρίας δια της στενής ατραπού της μετανοίας, «Μετανοείτε! Μετανοείτε!», δηλαδή «μετα-νοείτε», «μετά νοείτε», «μετά καταλαβαίνετε», κι εκείνη η τρελή μάγισσα έφτιαξε ένα αρχαιοπρεπές ρητό «Μετανοείτε κάλλιον ή παρανοείτε», που θα πει «καλύτερα να μετανιώνεις, παρά να καταλαβαίνεις λάθος», αλλά εκείνο που έλεγε στ’ αλήθεια ήταν «καλύτερα να καταλαβαίνεις μετά, παρά να καταλαβαίνεις λάθος». Και καταπιάστηκε γελώντας χαιρέκακα να φτιάξει ένα ποίημα που να μην το καταλαβαίνουν παρά μόνο τέσσερις άνθρωποι σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε ήρθαν αυτοί με τους εκτυφλωτικούς προβολείς και την άρπαξαν – Τι σημαίνει ο κώδικας, ζητούσανε να μάθουν, και ποιοι είναι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, το ξέρουμε ότι συνωμοτείτε, ποια είσαι εσύ, ποια. Εκείνη είπε, κι αυτοί ξαναρώτησαν – Ποια είσαι στ’ αλήθεια ποιο είναι το ID σου, I am nobody, είπε τότε αυτή, και πάλι δεν την πίστεψαν και ο όχλος από κάτω φώναξε She is a witch, burn her! Αλλά τότε πετάχτηκε ένας – Περιμένετε, εκραύγασε, πρέπει να περιμένουμε, δεν είπε ποιον, όμως όλοι κατάλαβαν και σταυροκοπήθηκαν στη μνήμη του προφήτου Σαμουήλ, που είχε γράψει για τον αναμενόμενο και μη ποτε ερχόμενο, αυτός ο Σαμουήλ έπρεπε να γίνει άγιος και όχι ο άλλος ο συνονόματός του ο Θωμάς που τονε σφάξανε στην εκκλησιά τα τσιράκια του Ερρίκου Β΄. Ο ένας ήταν ιρλανδός και κάποτε μια άλλη μάγισσα, με γαμψή μύτη, του είχε πει πως στην προηγούμενη ζωή του δεν ήταν παρά ένας αγύρτης από τη Γάνδη, που εξαπατούσε τον κόσμο με ψέματα, αλλά τον πίστευαν, τι παράξενο, ενώ την Κασσάνδρα που έλεγε πάντα αλήθεια δεν την πίστευε κανείς, όμως η Κασσάνδρα προφήτευε θάνατο, ενώ ο ιρλανδός την έλευση κάποιου που δεν θα ερχόταν, μα δεν είναι το ίδιο, δεν είναι το ίδιο;
Η παλιά Remington είχε βρεθεί πεταμένη πιο πέρα. Ο πατέρας χωρίς πρόσωπο, δεν μπορεί παρά να ήταν νεκρός, κανείς ζωντανός δεν θα βρισκόταν τόση ώρα σ’ αυτή τη θέση. Έμοιαζε με βροντή. Έτσι νόμισε. Οι καταιγίδες εκεί ήτανε μανιασμένες. Είχε τραβήξει την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι της, είχε κλείσει τα μάτια της σφιχτά, Γιαλό-γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε, τραγουδούσε να μην ακούει τις βροντές, η φωνή της να τις σκεπάζει, αλλά ήταν ησυχία, τόση ησυχία που άρχισε να τραγουδάει όλο και πιο δυνατά, κι όταν το τραγούδι τέλειωσε, άρχισε να προσεύχεται, ας βρέξει θεέ μου, ας ρίξει κεραυνούς, μέχρι που πετάχτηκε ξυπόλυτη και βγήκε στο διάδρομο, και μετά στο σαλόνι και είδε τον πατέρα της δίχως πρόσωπο, πεσμένο στο χαλί, το χαλί είχε γίνει κόκκινο, κόκκινο χαλί είχε στρώσει η Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα, σημείο που προετοιμάζει την τελετουργία του φόνου, αχ, εγώ έπρεπε να σε σκοτώσω, εγώ έπρεπε να σε σκοτώσω πατέρα, τα παιδιά σκοτώνουν τους γεννήτορες, και η παλιά Remington πεταμένη πιο πέρα.
Και τότε η μάγισσα ξέφυγε από το πλήθος που είχε γονατίσει και προσευχόταν περιμένοντας, και μ’ ένα κροτάλισμα των δαχτύλων χάθηκε από ανάμεσά τους, ένας καπνός την έκρυψε και βρέθηκε στην κορφή του Χαρτς, που ήταν μαζεμένες όλες οι μάγισσες και φτιάχνανε τα φίλτρα τους για να τρελάνουν τους ανθρώπους, τι μοχθηρό γένος, δεν καταλάβαιναν πόσο εύθραυστο πράγμα ήταν ο νους, και την καημένη την Κλάρα την κλείσανε σ’ ένα δωμάτιο τρελοκομείου, ένα γαλάζιο δωμάτιο, εκεί την είδε ο Γιωργής, και κατάλαβε, όλα τα κατάλαβε, όχι δεν είχε πεθάνει η Κλάρα, είχε τρελαθεί, όπως τρελάθηκε κι εκείνος κι ο Μιχαήλ κι ο Ρώμος κι ο Φρειδερίκος, πολλοί, πολλοί ακόμη, τα φίλτρα των μαγισσών ήτανε δυνατά εκείνον τον καιρό. Αλλά, πόσοι και πόσοι δεν θεραπεύτηκαν μ’ αυτά από τη νόσο του αιώνος, πόσοι γλιτώσανε, όσοι δεν πρόλαβαν να πιουν σκοτώθηκαν στον πόλεμο, όμως όσοι προλάβανε, ταξίδεψαν στα τέσσερα σημεία, στα πέρατα της οικουμένης, κι είδαν πράματα θαυμαστά κι όταν γυρίσανε, τα λέγανε, σαν παραμύθι, σαν όνειρο
Τα δάχτυλα αιωρήθηκαν μιαν ανάσα πάνω από τα πλήκτρα. Σαν το αρπακτικό που ζυγιάζεται στον αέρα καραδοκώντας τη λεία του. Η δική της λεία θα ήταν η τελευταία πρόταση.
- Ακόμη δεν ξάπλωσες, καλή μου;
Ο γηραιός καθηγητής πλησίασε χαμογελώντας. Είχε αλλάξει το συνηθισμένο σκούρο σακάκι, με τα πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες, τα πέτα τριμένα, όμως πάντα έδενε τη γραβάτα του πολύ προσεκτικά, τέλειος κόμπος, και στο τσεπάκι έβαζε ένα σκούρο βυσινί μαντίλι, διπλωμένο τριγωνικά, παρ’ όλα αυτά απόψε φορούσε άσπρη στολή νοσοκόμου, μαλακά δερμάτινα παπούτσια, για να μην ακούγονται τα βήματά του, της έτεινε ένα μικρό πλαστικό ποτηράκι, «Ώρα για τη ροζ καραμελίτσα», της είπε τρυφερά, τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω, «Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, δεν τελείωσα», κι εκείνος είπε «Δεν πειράζει, αύριο, αύριο πάλι» - τα δάχτυλά της όρμησαν κάθετα στα πλήκτρα, καταιγισμός πυρών, η καταιγίδα που δεν είχε ξεσπάσει εκείνη τη νύχτα –
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Ο καθηγητής έρριξε μια ματιά στο κείμενο.
-Δεν νομίζεις πως τελειώνει κάπως απότομα; ρώτησε σουφρώνοντας τα φρύδια του, όμως εκείνη στριφογύριζε κιόλας τη ροζ καραμελίτσα ανάμεσα στα δόντια της – «Αύριο, αύριο πάλι», μουρμούρισε και σύρθηκε στο κρεβάτι.
Η νοσοκόμα τράβηξε το κάλυμμα της Remington. Δεν ήταν παρά μια ξεχαρβαλωμένη γραφομηχανή, άχρηστη, αφού εδώ και χρόνια είχε σπάσει το έλασμα που συγκρατούσε το χαρτί πάνω στον κύλινδρο.
Κατά τις 10:38 π.μ., ZissisPap
Κατά τις 11:46 π.μ., zero
Κατά τις 1:32 μ.μ., homelessMontresor
Κατά τις 3:29 μ.μ., The Motorcycle boy
Υπουργέ, μου έλειψες - ευχαριστώ.
mmg - eides ti kanoune ta diktya kai ta diktywta. E, nai, gi' aftous tous 4.
sigmund - με τέτοια ζέστη σήμερα, η παρομοίωση περισσότερο από ευπρόσδεκτη.
Ζero - φτου ξελευτερία!
montresοr :-)) denkako, telika.
artemis - hello there!
Mboy - ΚΙ ΕΓΩ σου κρατάω μούτρα. (ΥΓ. Ναι, ρε, μην ανησυχείς)
Tomboy - it's nice to be back.
Κατά τις 6:20 μ.μ., Eu-aggelos
Κατά τις 10:05 μ.μ., Mari-R1
H γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο
κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε
κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι
έξω ακουγόνταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:
O ι μ έ ρ ε ς π ε ρ ν ο ύ ν
τ ο χ ι ό ν ι μ έ ν ε ι
(Mίλτος Σαχτούρης)