Τρίτη, Φεβρουαρίου 13, 2007
Cato censor

Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων (234-149 π.Χ.) έμεινε στην ιστορία για δύο φράσεις του: «Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί» και «Ω καιροί, ω ήθη». Η πρώτη, συνέβαλε στη διεξαγωγή του Τρίτου Καρχηδονιακού πολέμου (149-146 π.Χ.), που οδήγησε στην καταστροφή της Καρχηδόνας. Η δεύτερη, όμως, δεν υπήρξε το ίδιο «αποτελεσματική»· διότι, ο Κάτων μπορεί να καυτηρίαζε τη Ρώμη του καιρού του, επιδιώκοντας την επαναφορά των παλαιών αυστηρών ηθών, πλην οι Ρωμαίοι ουδόλως ενοχλήθηκαν.

Από τότε, πολλοί εζήλωσαν τη δόξα του, αλλά λίγοι κατάφεραν να παραμείνουν στην ιστορία για παρόμοιους λόγους· μεταξύ αυτών, ο δομινικανός μοναχός Girolamo Savonarola (1452-1498), ο οποίος συμπεριεφέρθη όπως ο Κάτων, όχι στη Ρώμη αλλά στη Φλωρεντία, και τα κατάφερε κάπως καλύτερα· διότι, με τα πύρινα κηρύγματά του, επέτυχε να πείσει τους Φλωρεντινούς ότι η πολυτέλεια και η τρυφή μέσα στην οποία ζούσαν, ήταν η οδός προς την αιώνια Κόλαση – για να γλιτώσουν λοιπόν την πυρά στη μεταθάνατον ζωή, απεφάσισαν να κάψουν στην παρούσα βιβλία, πίνακες, έργα τέχνης και οτιδήποτε συντελούσε στη διαφθορά των ηθών. Η τεχνική της δημόσιας αποτέφρωσης ανήθικων αντικειμένων υπήρξε εξαιρετικά προσφιλής· εκτός από μάγισσες, η ανθρωπότητα τη χρησιμοποίησε πλειστάκις για να καταστρέψει επίσης βιβλία (στη Νυρεμβέργη, λ.χ.) – ως γνωστόν η πυρά είναι ένα από τα (συμβολικά και πραγματικά) μέσα καθάρσεως.

Την προηγούμενη εβδομάδα, βγήκε στη δημοσιότητα ένα («συγκλονιστικό») θέμα: καθηγητής έδωσε σε μαθητές Γυμνασίου να διαβάσουν για τα Χριστούγεννα το μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου Η αγάπη άργησε μια μέρα. Οι συμμετέχοντες στη σχετική συζήτηση εξέφρασαν τη φρίκη τους, διότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει σκηνές βιασμού και σεξουαλικών πράξεων. Ο δημοσιογράφος εδήλωσε βέβαια ότι διαφωνεί με τη «δαιμονοποίηση» της λογοτεχνίας, αλλά εσημείωσε παραλλήλως ότι έχει καθήκον να δίδει βήμα στο λαϊκό αίσθημα και να «αφουγκράζεται» τις αγωνίες γονέων και κηδεμόνων. Δεν παρακολούθησα αν το θέμα πέρασε στα δελτία ειδήσεων (άλλωστε, η ειδησεογραφία ήταν αρκετά πλούσια, καθόσον το θέμα του «πολτού ελιάς» δεν είχε εξαντληθεί, προέκυψε δε και η δολοφονία εξέχοντος κρατικού παράγοντα)· έμαθα πάντως ότι ο καθηγητής απειλήθηκε με απόλυση, αλλά οι μαθητές, με τη σειρά τους, απείλησαν με επεισόδια και έτσι η υπόθεση σταμάτησε εκεί.

Το θέμα, όμως, επανήλθε (για λίγο) χθες το βράδι. Ενώπιον της διαφωνίας ενός των προσκεκλημένων του, ο δημοσιογράφος εδήλωσε ξανά ότι οι συνεργάτες του απεφάσισαν να δημοσιοποιήσουν την ιστορία, παρ’ όλο που ο ίδιος είχε διαφορετική γνώμη· προσέθεσε, πάντως, πως θεωρεί ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να προκαλεί τραύματα.

Δεν ξέρω τι άλλο ειπώθηκε και πώς εξελίχθηκε η συζήτηση (αν έγινε συζήτηση). Όσα άκουσα ήσαν αρκετά για να φέρουν στον μυαλό μου τον Κάτωνα· το Σαβοναρόλα δεν τον θυμήθηκα, διότι πυρές δεν έχουν ανάψει ακόμη.

Το θέμα της λογοκρισίας είναι παλαιό, τόσο παλαιό όσο και ο Πλάτων. Σε γενικές γραμμές, οι θέσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς είναι ακραία και διαμετρικά αντίθετες: αφενός υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν τη λογοκρισία (σε απόλυτο ή σχετικό βαθμό) και αφετέρου εκείνοι που κηρύσσονται εναντίον της. Το βασικό ερώτημα που εγείρεται, και που δεν έχει ακόμη απαντηθεί, έχει δύο σκέλη: πρώτον, ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε να ασκήσει λογοκρισία (όχι σε θεσμικό, αλλά σε ουσιαστικό επίπεδο), και δεύτερον, πώς θα είμαστε σίγουροι ότι ο ασκών τη λογοκρισία θα είναι πάντα αντικειμενικός και δεν θ’ αρχίσει να γράφει στη μαύρη λίστα οτιδήποτε φαίνεται αντίθετο προς τις εκάστοτε κυβερνητικές επιδιώξεις (άλλωστε, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια, από την εποχή που ο Αριστοφάνης και ο Πλάτων ήταν λογοκριμένοι). Οι υποστηρικτές της λογοκρισίας ψελίζουν διάφορα ιδεαλιστικά περί μιας ανεξάρτητης αρχής (σαν την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ένα πράμα), στην οποία θα συμμετέχουν πνευματικοί άνθρωποι, με βεβαιωμένη παιδεία, ορθή κρίση και τα παρόμοια. Οι πολέμιοι της λογοκρισίας εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί και επιμένουν ότι, προκειμένου να διακινδυνεύσουμε την περίφημη ελευθερία του λόγου, της έκφρασης κλπ., είναι προτιμότερο να αφήσουμε την επιλογή στους πολίτες.

Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι διόλου απλό – τουναντίον, καταλήγει σε φαύλο κύκλο. Σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, λ.χ., δεν μπορεί να υπάρχει λογοκρισία, διότι παραβιάζεται η ελεύθερη έκφραση· τούτο σημαίνει ότι ακόμη και οι φασιστικές ιδέες θα πρέπει να διακινούνται ελεύθερα· αλλά, μ’ αυτόν τον τρόπο, υπάρχει ο κίνδυνος να ανατραπεί το δημοκρατικό πολίτευμα – αν όμως απαγορευτεί η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τότε το πολίτευμα δεν θα είναι δημοκρατικό. Τι γίνεται λοιπόν σ’ αυτήν την περίπτωση; Αφήνουμε τους πολίτες ν’ αποφασίσουν (περιττό να υπομνήσω ότι ο Χίτλερ άκρως δημοκρατικά εξελέγη). Από την άλλη, αν κανείς εξετάσει ενδελεχώς την πραγματικότητα, θα διαπιστώσει ότι η «ελεύθερη έκφραση» είναι κατ’ ουσίαν νεκρό γράμμα. Διότι, μπορεί να μην υπάρχει επιτροπή λογοκρισίας, αλλά η κοινή γνώμη ελέγχεται με πιο «διακριτικούς» και δημοκρατικούς τρόπους (λ.χ., τα ΜΜΕ, την έννοια του «πολιτικώς ορθού» κ.ά.), κυρίως δε υπάρχει η πρακτική της «ετικέτας» (κοινώς ταμπελίτσας): αν βγεις και μιλήσεις εναντίον της Εκκλησίας είσαι «άθεος», αν επικρίνεις την εθνική πολιτική είσαι «εθνικιστής» ή «εθνικός μειοδότης» (κατά περίπτωσιν) – γνωστά είναι αυτά, δεν χρειάζεται η επανάληψη.

Το θέμα είναι τεράστιο και, όσο διευρύνεται, τόσο περιπλέκεται. Ακόμη κι αν το περιορίσουμε στη λογοτεχνία, πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα αχανές πεδίο, εφόσον η συζήτηση πάλι από τον Πλάτωνα θα ξεκινούσε. Εν προκειμένω, μάλιστα, ο προβληματισμός έχει περάσει και στο πεδίο της αισθητικής θεωρίας: έτσι, η θεωρία του ηθικισμού μας λέει ότι ένα έργο τέχνης οφείλει να παρέχει ηθικά διδάγματα, ενώ η θεωρία του αισθητισμού επιμένει ότι η τέχνη δεν είναι θεραπαινίδα της ηθικής και ότι η αισθητική απόλαυση δεν πρέπει να υποτάσσεται στην ηθική αναγκαιότητα. Ατυχώς, καμία από τις δύο θεωρίες δεν έλυσε το πρόβλημα: υπάρχουν χιλιάδες προσεγγίσεις και διάφορα κριτήρια (υποκειμενικά και μη) που υπεισέρχονται προκειμένου να μιλήσει κανείς για ένα έργο τέχνης. Μια στενά ηθικιστική ανάγνωση θα καθιστούσε την Παλαιά Διαθήκη ανήθικο βιβλίο· μα, σου λένε οι πιστοί, όλα αυτά που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι αλληγορίες ή πάντως προβάλλονται ως παραδείγματα προς αποφυγήν. Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο οι ίδιο αυτοί άνθρωποι που υπερασπίζονται την ηθικότητα της Π.Δ., ρίχνουν στην πυρά βιβλία που θεωρούν ανήθικα· προφανώς, επειδή οι συγγραφείς τους δεν είναι θεόπνευστοι. Υπ’ αυτό το πρίσμα, όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο στην παγκόσμια λογοτεχνία που θα άξιζε να διασωθεί από την πυρά – διότι, σε όλα τα λογοτεχνικά έργα υπάρχει το θέμα του κακού με τη μία ή την άλλη μορφή (στο κάτω-κάτω, η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της εν ψυχρώ, ο Ρασκόλνικοφ πετσόκοψε τη γριά, η Άννα Καρένινα απάτησε τον άντρα της, άσε πια τι γίνεται στον Άμλετ – για ποιους «καταραμένους» ποιητές καθόμαστε και συζητάμε, εδώ ο Άντερσεν και οι Γκριμ ωθούν τα παιδάκια στο δρόμο της απωλείας και κατ’ ουσίαν ούτε βίους αγίων δεν μπορείς να διαβάσεις, εφόσον αρκετοί από τους πειρασμούς των πρωταγωνιστών είναι σεξουαλικού χαρακτήρα).

Αφήνοντας κατά μέρος κανόνες και θεωρίες, σημειώνω ότι για τις προσωπικές μου προτιμήσεις, ένα λογοτεχνικό κείμενο πρέπει κάτι να έχει να πει: αυτό το «κάτι» το ονομάζω «ηθική θέση» και φυσικά δεν ταυτίζεται ούτε με τη φτηνή ηθικολογία ούτε (κατ’ ανάγκην) με την τρέχουσα ηθική· η τρέχουσα ηθική μπορεί λ.χ. να θεωρεί ότι η επιβεβλημένη και υποχρεωτική στάση είναι αυτή της υποταγής, όμως, κατ’ εμέ, ένα έργο που θα προέβαλλε τη θέση ότι πρέπει κανείς να αντιτάσσεται στην αυθαιρεσία οποιασδήποτε εξουσίας είναι απολύτως ηθικό. Φυσικά, υπάρχουν και βιβλία χωρίς θέση (όπως ο Κώδικας Ντα Βίντσι, ας πούμε) – αυτά τα διαβάζω για απλή διασκέδαση αντί να λύσω ένα σταυρόλεξο ή να παρακολουθήσω τις μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικής κριτικής· συχνά, η ανία γίνεται κακός σύμβουλος.

Επιπλέον, μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο αρκεί αυτό το «οτιδήποτε» να έχει οργανική σχέση με την πλοκή και να μην μπορείς να το αλλάξεις ή να το αφαιρέσεις διότι έτσι θα κατέστρεφες ολόκληρο το έργο. Είναι όπως στις ταινίες με τολμηρές ερωτικές σκηνές: σε μερικές, αυτές οι σκηνές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πλοκής, σε άλλες απλώς λειτουργούν ως «κράχτης» για να δει κανείς ένα κατά τα λοιπά μέτριο έργο και βέβαια υπάρχουν και οι ταινίες όπου η πλοκή εξυπηρετεί την καθαρή πορνογραφία (εν τούτοις, και η πορνογραφία έχει το ρόλο της – και υπό ορισμένες προϋποθέσεις συνιστά καλλιτεχνική ή και φιλοσοφική πρόταση· πρόχειρο παράδειγμα Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ, ο Μέγας Ανατολικός ή, παλαιότερα, τα έργα του de Sade).

Ωραία όλα αυτά, θα ρωτήσει κανείς· τι να δώσω στο παιδί μου να διαβάσει; Διότι, εν τέλει, περί αυτού πρόκειται. Εκ των πραγμάτων, όλα τα βιβλία δεν είναι κατάλληλα για όλες τις ηλικίες. Μαθαίνουμε ανάγνωση από τα αλφαβητάρια και όχι από τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλους. Αντιστοίχως, η λογοτεχνική καλλιέργεια δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει από τον Οδυσσέα του Joyce. Κι επειδή οι γονείς (επίσης εκ των πραγμάτων) δεν είναι πάντα σε θέση να επιμεληθούν τη λογοτεχνική καλλιέργεια των παιδιών τους, υπάρχει το σχολείο. Υποτίθεται, δε, ότι τελειώνοντας κανείς το Λύκειο θα είναι, ας πούμε, επαρκής αναγνώστης και θα έχει μάθει βασικά πράγματα για να κινηθεί σ’ ένα κείμενο· κι επειδή η μέση εκπαίδευση διαρκεί 6 χρόνια ενώ η απόκτηση λογοτεχνικής καλλιέργειας είναι περίπου ισόβια, υποτίθεται επίσης ότι θα έχει μάθει πού να ψάξει και τι να διαβάσει, προκειμένου να καλύψει όλα εκείνα που δεν ήταν δυνατόν να του καλύψει η εξαετής εκπαίδευση. (Εντάξει, το ξέρω ότι ζω σε άλλο κόσμο). Με απλά λόγια: καθώς διαμορφώνεται ένας νέος αναγνώστης, ασκείται ένα είδος «διακριτικής» λογοκρισίας (με την έννοια που περιέγραψα παραπάνω), η οποία όμως δεν έχει την έννοια της απαγόρευσης, αλλά την έννοια (ας μου επιτραπεί) της σταδιακής «μύησης» ή καλύτερα εξοικείωσης με την ιστορία της λογοτεχνίας, τη θεωρία της, τη φιλοσοφία της τέχνης, το περιεχόμενο των βασικών αισθητικών κινημάτων και όλα τα συναφή. Εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις αυτές, ο αναγνώστης μπορεί να πορευτεί μόνος του: μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κανένα βιβλίο δεν θα αποτελέσει ποτέ «εγχειρίδιο άσκησης στη διαφθορά». Το πρόβλημα, εν τέλει, δεν είναι δύσκολο να λυθεί αν κάνουμε τον κόπο να οργανώσουμε την εκπαίδευση με ορθολογικό τρόπο και να της θέσουμε ως στόχο τη διαμόρφωση πολιτών που θα μπορούν να σκέφτονται, να κρίνουν και να επιλέγουν.

Τέτοιοι πολίτες, όμως, δεν είναι το όνειρο της εξουσίας – τουναντίον, αποτελούν τον εφιάλτη της. Ως εκ τούτου, καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε συζητήσεις επί συζητήσεων περί λογοκρισίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας, αενάως ηθικολογούντες και ασκούμενοι περί τα δεοντολογικά. Ως εκ τούτου, λαμβάνει το δικαίωμα ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος να εκφέρει δημοσίως δεοντικές κρίσεις περί του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διδάσκεται, περί του οφείλει και τι δεν οφείλει να κάνει η λογοτεχνία. Και να αποφαίνεται, περισπούδαστα ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να προκαλεί τραύματα.

Ορίστε το κριτήριο: η λογοτεχνία δεν πρέπει να πληγώνει. Συνεπώς, ας ρίξουμε στην πυρά τους τραγικούς, τον Dante, τον Shakespeare, τον Ντοστογιέφσκι, τον Flaubert, τον Byron – τέλος πάντων, όλους όσοι τραυματίζουν τις βεβαιότητές μας και τις ευαισθησίες μας, όλους όσοι έρχονται να διαταράξουν την αρμονική και ανώδυνη ένταξή μας στην υπάρχουσα πραγματικότητα.

(Η Λιλή Ζωγράφου δεν είναι από τις αγαπημένες μου συγγραφείς. Αλλά τούτο δεν οφείλεται στην ελευθεροστομία της ούτε στις «τολμηρές» σκηνές που περιγράφει. Και, ναι, νομίζω ότι είχε δίκιο ο Oscar Wilde όταν είπε πως δεν υπάρχουν ηθικά ή ανήθικα βιβλία, αλλά μόνο καλογραμμένα ή κακογραμμένα – και, κατά σύμπτωσιν, τα πλέον «ανήθικα» είναι και κακογραμμένα).

 
Από τη Λίτσα κατά τις 9:25 π.μ. | Ενθύμιον | 18 σημειώσεις
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2007
Στα πρόθυρα νευρικής κρίσης
Ποιός ήταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς;
ήταν πραγματικά κροκόδειλος
και ψεύτικα κι απατηλά τα κλαύματά του
μες στη νύχτα;


Δεν τις μπορώ τις «φιλολογίες» – φυσικά, ούτε κι αυτές εμένα: δικαία εκδίκησις. Ή μάλλον δεν μπορώ αυτό που τον 19ο αι. το λέγανε «λογιωτατισμό». Δεν είναι φαινόμενο της καθαρεύουσας. Διότι, στην καθαρεύουσα γράφει και ο Ροΐδης – αλλά ακυρολεξίες και λογιωτατισμούς, μπουκώματα και ανασεμιές, δεν θα βρει κανείς στις σελίδες του όσο και να ψάξει. Στην καθαρεύουσα έγραψε και ο Γρηγόριος Παλαιολόγος: Μετά τινων μηνών προσδοκίαν, (λέει στο μυθιστόρημά του Ο πολυπαθής, το 1839) ιδούσα ότι ούτε ο Μορφεύς, ούτε ο Σατανάς δεν την στέλλουν άνδρα, απελπίσθη τόσον, ώστε απεφάσισε να κλεισθή εις μοναστήριον.

Βέβαια, τη ρετσινιά του «λογιωτατισμού» και της ρητορικότητας την κολλήσανε στους καθαρευουσιάνους οι δημοτικιστές, όταν το γλωσσικό ζήτημα είχε λάβει τη μορφή γλωσσικού πολέμου. Δεν είχαν άδικο – διότι έγραφε, ας πούμε, ο Αχιλλεύς Παράσχος:

Την θέλω ασθενή εγώ την φίλη μου, ταχείαν
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην.

Έφταιγε μετά ο Δημητράκης ο Καμπούρογλου που του παρώδησε το ποίημα;

Θέλω την φίλην φθισικήν, άσωμον, στάκτην, κόνιν,
άνεμον, επιθάνατον, φάσμα, αθανασίαν,
αυτήν να έχω αδελφήν και αδελφήν μου μόνην,
αλλ’ όχι και νυμφίαν μου, αλλ’ όχι και νυμφίαν
.

Φυσικά, τα πρωτεία στην παρωδία των ρομαντικών κενολογιών, τα κατέχει ο τρομερός κεφαλονίτης, ο Παναγιώτης Πανάς, που γράφει το ακόλουθο ποιηματάκι, με τίτλο «Ρωμαντική σχολή»:

Έλαμπε την νύκτα ταύτην ήλιος ακτινοβόλος

και εχύνετο το μαύρον πέριξ φως των αστεριών.

Εν σιγή βρονταί εβόων. Ήστραπτε της γης ο θόλος

και το έδαφος εν λύπη έχαιρε των ουρανών.

Όρθιος εν εγρηγόρσει εκοιμώμην εν τη κλίνη

ότε αίφνης έμπροσθέν μου έστη γέρων νεαρός,

κι εν ευγλώττω σιγή λέγει·τι ανήσυχος γαλήνη!

τι ακτινοβόλον σκότος! τι τερψίλυπος καιρός!

Εν πάση περιπτώσει, αντίστοιχες κενολογίες θα βρει κανείς και σε λάβρους δημοτικιστές, στον Παλαμά, ας πούμε – Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλη είν’ η μέρα/κι η Αθήνα διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι – το ηπιότερο παράδειγμα. Θα μου πεις, ποίηση είναι· ε, και λοιπόν; Ποίηση έγραψε κι ο Κάλβος: και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως όχι αντιμάμαλα και κραυγές και θρήνους και λιοπεριχύματα. Ποίηση έγραψε και ο Σολωμός (που δεν τον πολυαγαπώ κιόλας) – ακούσετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια – απλά πράγματα, όχι λέξεις κατά παράταξιν για να γεμίσουν οι αράδες. Ποίηση κι ο Καβάφης: βλάπτουν και οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. Καμία περιττή λέξη, καμία ρητορικότητα, όλα στη θέση τους, εκεί που πρέπει να ’ναι. Το διαβάζεις και δεν σε «καίει στο λαιμό» (όπως θα έλεγε σ’ άλλη περίπτωση ο φίλος μου ο Βαγγέλης), δεν πλαντάζεις από τις μυρωδιές και τα πολλά μπαχαρικά.

Ωραία, ας πούμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά – η υπερβολική έκφραση, η ρητορικότητα και τα παρόμοια – ήταν οι παιδικές αρρώστειες της ελληνικής γλώσσας και ότι με τον καιρό και με την καλλιέργεια θα εξαφανίζονταν. Εμένα μου λες; Δεν υπάρχει έντυπο που θέλει να ονομάζεται «σοβαρό», τηλεοπτική εκπομπή που θέλει να περνιέται για «επιπέδου», άνθρωπος που θέλει να λέγεται «καλλιεργημένος» που να μην χρησιμοποιεί περίτεχνες διατυπώσεις. Διότι, το να μιλήσεις απλά, είναι ασφαλώς τεκμήριο αγραμματοσύνης και ανοησίας· οι έξυπνοι και οι διαβασμένοι ξέρουν δύσκολες και σπάνιες λέξεις, τετρασύλλαβες και άνω, κυρίως δε λέξεις που δεν χρησιμοποιεί ο μπακάλης, ο περιπτεράς και ο χασάπης. Και, πέραν των λέξεων που πρέπει οπωσδήποτε να είναι «σοφιστικέ», σημασία έχει και η γενικότερη «αύρα» της φράσης: δεν θα ρωτήσεις, ας πούμε τον άλλον, ποιο είναι το νόημα της ζωής του· όχι, θα τον ρωτήσεις «Πώς νομίζετε ότι η ύπαρξή σας νοηματοδοτήθηκε κατά την πορεία σας σ’ αυτήν την οδυνηρή όσο και ιλαρή, την τερψίλυπη θα μπορούσαμε να πούμε, περιπέτεια, που ο πολύς κόσμος ονομάζει ζωή;» Ή αν θέλεις να εκφράσεις την επιθυμία σου για κάποιον ή κάποιαν, είναι απολύτως απαράδεκτο να χρησιμοποιήσεις την ευθεία οδό («μου αρέσεις»), ενώ αποκλείονται δια ροπάλου λεκτικές προσεγγίσεις του τύπου «μωρό μου σε γουστάρω, αλλά δεν ξέρω πώς να σ’ το πω». Όχι, όχι, και πάλι όχι. Εδώ χρειάζεται πάθος, να πέφτεις στα πατώματα (αλλά με εκφραστική αξιοπρέπεια), εδώ χρειάζονται όνειρα και όρκοι και πεθαμένα ηλιοβασιλέματα και ανάσες που σβήνουν και κατηγορικές προτάσεις της μορφής «είσαι η ψυχή μου, η ζωή μου, ο μόνος λόγος που γεννήθηκα» και «χωρίς εσένα μόνο ο θάνατος έχει νόημα» (κατά περίπτωσιν, ούτε κι αυτός) - Πάρε δυο σύγνεφα· μια λίτρ’ αγέρα·/ δροσιάς δυο γράνα και μια φλογέρα, που έλεγε ο Παναγιώτης Πανάς, σατιρίζοντας την ποίηση του Βαλαωρίτη. Πάρε λοιπόν μπόλικο συναίσθημα, με τις ανάλογες μελοδραματικές αποχρώσεις, απότομες βουνοπλαγιές ή φουρτουνιασμένες θάλασσες (διότι, πρέπει να πείσεις το αντικείμενο του πόθου σου να τρέξετε μαζί στους λόφους της ζωής ή να διαπλεύσετε ωκεανούς βασάνων), και προσοχή στις λέξεις: μια καλλιεργημένη ερωτική προσέγγιση, οφείλει να περιέχει τρεις τουλάχιστον από τις ακόλουθες λέξεις/φράσεις: σάρκα, κορμί, λάβα, πυρετός, κόλαση, μαγεία/μαγικό, θάνατος (και βρικόλακας για πιο σκληροπυρηνικές καταστάσεις), μόνοι οι δυο μας, μακριά από τον κόσμο, πεθαίνω κάθε ξημέρωμα (εδώ είναι αναγκαία κάποια ψυχραιμία, μην παρασυρθείς και αρχίσεις ν’ αραδιάζεις «μάνα γιατί με γέννησες», «η οδύσσεια ενός ξερριζωμένου», «το χώμα βάφτηκε κόκκινο» και λοιπούς τίτλους ελληνικών ταινιών).

Ως λαός ρέπουμε προς την υπερβολή; Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι κι έτσι, διότι, διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να διατυπωθεί από την αρχαιότητα ακόμη το ρητό «Μηδέν άγαν» (και ως γνωστόν, οι κώδικες απαγορεύσεων μας δείχνουν τι γίνεται σε μία κοινωνία, αφού δεν θα σκεφτόταν κανείς να πει «ου κλέψεις» αν η κλοπή ήταν μια άγνωστη δραστηριότητα – να, λοιπόν, τι σημαίνουν εν πολλοίς οι περίφημες «Δέκα Εντολές») – και, υποθέτω, δεν θα υπήρχε λόγος να κάτσει ο Αριστοτέλης και να γράψει τα λογικά του συγγράμματα. Διαβάζω για παράδειγμα κείμενα που θέλουν να εκφράσουν μιαν άσχημη ψυχολογική κατάσταση· κομμένες φλέβες, ματαιότητες, απελπισίες, δεν υπάρχει θεός (συμπτωματικά σωστό, αλλά άλλη υπόθεση), αυτοκτονικές σκέψεις – μπροστά τους ο νεαρός Βέρθερος ωχριά, σκέτος ερασιτέχνης, ο Σπυρίδων Βασιλειάδης απλώς κλαυθμηρίζει και ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα. Αντιστοίχως, δεν έχω πετύχει ως τώρα κανένα κείμενο που να εκφράζει καλή ψυχολογική κατάσταση και να μην είναι α. βουκολικού χαρακτήρα (η φύση, τα προβατάκια, τα λουλουδάκια και οι μελισσούλες)· β. γλυκόπικρα ρομαντικό – δηλαδή ελαφρώς χαρούμενο, αλλά με τη λανθάνουσα υποψία ότι η ευτυχία είναι παροδική· γ. δοξαστικό, με πολλά επιφωνήματα και θαυμαστικά· δ. «γούτσου-γούτσου», δηλαδή γεμάτο υποκοριστικά, χαμογελάκια, τραγουδάκια (ψηφίζω το δ, πάντως, ασυζητητί: το θεωρώ εκφραστικώς γνησιότερο· όπως και να ’χει, τα χαρούμενα κείμενα που πέφτουν στα χέρια μου είναι σπανιότερα, καθόσον η ευτυχία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον και μετά από λίγο καθίσταται πληκτική – γιατί νομίζετε την κοπανήσανε οι άλλοι από τον κήπο της Εδέμ;)

Αν περάσουμε δε στο δημοσιογραφικό λόγο, η νευρική κρίση εξελίσσεται ραγδαία σε αμόκ. Ακούς, ας πούμε, ένα σχόλιο για τον καιρό και νομίζεις ότι σου διαβάζουν την Κόλαση του Δάντη· ακούς ειδήσεις για την γρίπη των πτηνών και νομίζεις ότι εμφανίζεται το θηρίο της Αποκαλύψεως με τα εφτά κεφάλια· ακούς ότι πέθανε ο τάδε, και το μόνο που λείπει από τη φρασεολογία είναι η πληροφορία ότι τα καταπέτασμα του ναού εσχίσθη. Σοκ, σου λένε, για τις εικόνες των αρχαίων φιλοσόφων που βρίσκονται στη Μονή Φιλανθρωπηνών – σιγά, σε λίγο θα εκπλαγούμε που επάνω στο βράχο της Ακρόπολης βρίσκεται ένας ναός ονόματι Παρθενών. Χώρια οι υπεράνθρωπες προσπάθειες, το μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο (και ποτέ δεν φτάνει το ρημάδι), ο λευκός/πύρινος/απεργιακός κλοιός που ζώνει τη χώρα κάθε τρεις και λίγο – άλλη δουλειά δεν έχει κι αυτός – οι τελείες και οι άνω τελείες που καλούνται να βάλουν στον (προφορικό τους) λόγο οι φιλοξενούμενοι στα τηλεοπτικά παράθυρα, οι απουσίες που λάμπουν, οι παρουσίες με νόημα.

Κάπως το είχε πει ο Σεφέρης αυτό. Ότι όταν η ποίηση είναι ρητορική και ασαφής, τούτο συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει «συντονισμός της ευαισθησίας με το ποιητικό ρήμα», του συναισθήματος ή της διάθεσης με την έκφραση. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι από αυτά τα δύο παραβιάζει το σημείο ισορροπίας και στον σύγχρονο λόγο: ας πούμε επιλέγεται το ποιητικό ρήμα της τραγωδίας, ενώ το έργο που γράφεται είναι κωμωδία (το αντίστροφο παράγει αφ’ εαυτού κωμικό αποτέλεσμα). Ή πιο απλά, θέλοντας να μεγιστοποιήσουμε τα (συνήθως) ασήμαντα νοήματα, τα ντύνουμε με μεγάλα λόγια.

(Αν τουλάχιστον μας δίδασκε το παράδειγμα του Ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης…)

 
Από τη Λίτσα κατά τις 12:23 π.μ. | Ενθύμιον | 22 σημειώσεις
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 07, 2007
Έτη (και έτι)

Το σκεφτόμουν από μέρες – αλλά κάτι οι δουλειές, κάτι διάφορα ευτυχώς διατρέξαντα (που μεταφράζονται σε πολλά μπουκάλια ρακής, έναν Μποστ με τρεις αφιερώσεις κι ένα άδειο μπουκάλι λικέρ περγαμόντο) το ανέβαλλα. Σχεδίαζα κιόλας να κάνω ένα φρεσκάρισμα στο ρημαδο-blog, διότι άρχισα να βαριέμαι και το χρώμα και τον Μονέ (πώς λέει ο Καβάφης; «Έμεινε μαθητής του Αμμωνίου Σακκά δυο χρόνια / αλλά βαρέθηκε και την φιλοσοφία και τον Σακκά» - κάπως έτσι), πριν αποδυθώ σε νέους κύκλους γκρίνιας – ευτυχώς, οι αφορμές δεν λείπουν.

Εν τέλει, ως συνήθως, τίποτα δεν πήγε όπως το σχεδίασα – διότι, είδα το σημερινό post της unapatatras για το «Μη-έτος Καζαντζάκη» και πήγε περίπατο η επίμονη προσπάθεια των τελευταίων ημερών να αντιμετωπίσω το όλο θέμα με ψυχραιμία. Η ψυχραιμία μας τελείωσε, περισσεύει το δηλητήριο.

Πάμε από την αρχή: περί τα τέλη Οκτωβρίου, ξεκινά ένα μεγαλόπνοο σχέδιο από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υπουργείο Τύπου, αναφορικά με το 2007, που θα ήταν το «Έτος Καζαντζάκη» (και γιατί θα ήταν; διότι συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατό του· και γιατί θα έπρεπε να είναι; την απάντηση, υποθέτω, θα την βρει όποιος έχει το κουράγιο να διαβάσει το παρόν μέχρι τέλους). Αρχίζουν λοιπόν οι συνεννοήσεις με το Πανεπιστήμιο Κρήτης και λοιπούς φορείς, για να οργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις, εκθέσεις, συνέδρια κλπ., όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Παρενθετικώς, ας σημειώσω ότι η Διεθνής Εταιρία Φίλων Ν. Καζαντζάκη είχε ήδη προγραμματίσει εκδηλώσεις σε όλον τον κόσμο, βεβαίως χωρίς τη συνδρομή κανενός επίσημου φορέα και τούτο όχι από ολιγωρία ή λάθος της Εταιρίας.

Στο πλαίσιο αυτής της μεγαλόπνοης συνεργασίας των υπουργείων, ανεμένοντο πράματα και θάματα. Περνούν οι μήνες, τελειώνει το 2006, έρχεται θριαμβευτικώς το 2007 – πλην, ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Καμία εκδήλωση στον ορίζοντα, καμία αναγγελία σχετική, ούτε λόγος για το «Έτος Καζαντζάκη». Κόντευε να τελειώσει ο Ιανουάριος, όταν μαθαίνω ότι τελικά το 2007 δεν θα είναι έτος Καζαντζάκη, αλλά «Έτος Διαφόρων» (πρωτότυπο, ομολογώ) με προτεραιότητα σε «Έτος Μαρίας Κάλλας». Και τούτο, διότι, έμαθαν στο Υπουργείο Πολιτισμού ότι οι Ιταλοί είχαν την πρόθεση να ανακηρύξουν το 2007 «Έτος Μαρίας Κάλλας». Σου λένε λοιπόν: «τι λες που θ’ αφήσουμε τους Ιταλούς να μας κλέψουν τη δόξα; Στο κάτω-κάτω, η Μαρία Κάλλας ιταλίδα ήτανε; Όχι, ελληνίδα ήτανε, τι δουλειά έχει με τους μακαρονάδες;» Σπεύδουν λοιπόν να καπαρώσουν την ονομασία του έτους για να μάθουν οι Ιταλοί να μας κλέβουν την κληρονομιά μας· φυσικά, με όλα αυτά, ο Καζαντζάκης πέρασε στο περιθώριο.

Η υπόθεση θα ήταν τουλάχιστον αστεία αν δεν αποκάλυπτε για πολλοστή φορά τη γεωπολιτική αγνωσία των κρατούντων, την αγραμματοσύνη τους και την ανικανότητά τους. Καλή και άγια η Μαρία Κάλλας και ελπίζω μετά θάνατον να πήγε στον Παράδεισο του Δάντη, μαζί με τον Άγιο Βερνάρδο τον αρχιθαλαμηπόλο της Παναγίας. Μοναδική στο είδος της, τέλεια στον τομέα της κλπ. κλπ. (δεν μ’ ενδιαφέρει αν όντως είναι έτσι, αλλά σπεύδω να υιοθετήσω οποιαδήποτε επαινετική κρίση θέλετε, για χάρη της συζήτησης). Αφήνω κατά μέρος την πιθανότητα να συνδυάζαμε τις δύο επετείους· ας υποθέσουμε ότι έπρεπε να διαλέξουμε ή το ένα ή το άλλο: Καζαντζάκη ή Κάλλας· ποια θα ήταν η πιο ορθολογική (με την έννοια και της πολιτισμικής “realpolitik”) επιλογή;

Τα πράγματα είναι πολύ απλά: το Υπουργείο Πολιτισμού έπρεπε να εμμείνει στο «Έτος Καζαντζάκη» και να συμμετέχει, με επίσημο και ισότιμο τρόπο, στις εκδηλώσεις των Ιταλών για το «Έτος Μαρίας Κάλλας» - μπορούσε να το επιτύχει, αρκεί να έκανε σωστούς χειρισμούς.

Αλλά, γιατί Καζαντζάκης; Να ξεκαθαρίσω ότι οι λόγοι που θα συνηγορούσαν υπέρ αυτής της επιλογής δεν έχουν να κάνουν με φιλολογικές προτιμήσεις και τα παρόμοια: στο πεδίο της πολιτισμικής πολιτικής (και δη διεθνούς επιπέδου) συναισθηματικά κριτήρια και προσωπικές προτιμήσεις δεν (πρέπει να) έχουν θέση. Καζαντζάκης, λοιπόν, διότι η απήχησή του είναι πολύ μεγαλύτερη ποιοτικά και ποσοτικά από την απήχηση της Μαρίας Κάλλας: τα έργα του (ιδίως τα μυθιστορήματά του) τα έχουν διαβάσει άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων και των μορφωτικών επιπέδων. Έτσι, οποιαδήποτε πρωτοβουλία του Υπουργείου Πολιτισμού θα έχει, εξ ορισμού, πολύ μεγαλύτερο κύκλο δυνητικών αποδεκτών, πράγμα διόλου αμελητέο για μία χώρα που, διαρκώς μιλά για τις αρχαιοπρεπείς πολιτισμικές της δάφνες, αλλά στο σύχρονο πολιτισμικό στερέωμα έχει ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης και παρουσίας (και τούτο, από δική της ευθύνη). Καζαντζάκης, διότι, είναι ο πλέον πολυμεταφρασμένος Έλληνας και ένας από τους πλέον πολυμεταφρασμένους συγγραφείς σε παγκόσμιο επίπεδο (οι μεταφράσεις των έργων του δεν περιορίζονται μόνο στις ευρωπαϊκές γλώσσες· έχει μεταφραστεί επίσης στα αραβικά, στα τουρκικά, στα ισλανδικά, στα ιαπωνικά, στα κινέζικα, σε όλες τις βαλκανικές γλώσσες, σε όλες τις σκανδιναβικές γλώσσες, σε όλες τις γλώσσες των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στα afrikaans, στην ομιλουμένη του Λουξεμβούργου, στα ιρανικά – ελπίζω πως αρκούν αυτά για να πάρει κανείς μιαν εικόνα)· σημειωτέον, ότι δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που αποφάσισαν να μάθουν ελληνικά για να τον μεταφράσουν, κι αυτό ασφαλώς δεν είναι αδιάφορο, αν κανείς έχει κατά νου ένα από τα βασικά αξιώματα της γεωπολιτικής, ότι δηλαδή ο πολιτισμός είναι ένας από τους πυλώνες ισχύος. Καζαντζάκης, διότι το μήνυμά του, αυτό που βγαίνει από τα έργα του (αφηγηματικά, θεατρικά, ποιητικά, δοκίμια) είναι απολύτως επίκαιρο για την εποχή μας: διότι, διδάσκει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, αλλά ότι όλοι οι πολιτισμοί έχουν την πολύτιμη συνεισφορά τους στην ιστορία της ανθρωπότητας, στις αξίες της, στην πορεία και στην εξέλιξή της· διότι, αγαπάει τις διασταυρώσεις και τις επιμειξίες των πολιτισμών και απεχθάνεται τους εγκλεισμούς, τις απομονώσεις και τις «καθαρότητες»· αγαπάει την Ισπανία, επειδή βλέπει πώς την έχει μπολιάσει ο αραβικός πολιτισμός – και για τον ίδιο λόγο αγαπάει και την Κρήτη· διότι, διδάσκει ότι το Ένα (ο ένας Θεός, ας πούμε) μπορεί να είναι σύνθεση πολλών προσώπων και ότι είναι καλό να τα γνωρίσεις όλα αυτά τα πρόσωπα και να τα αγαπήσεις· διότι, βλέπει τον κόσμο σφαιρικά, δεν διαχωρίζει, αλλά ενοποιεί, δεν καταδικάζει, αλλά προσπαθεί να κατανοήσει.

(Φυσικά, δεν παραβλέπω και τα υπόλοιπα: ότι προβάλλει την ελευθερία ως υπέρτατη αξία, ότι προτείνει τη στάση του λεγόμενου «ηρωικού πεσσιμισμού» - που εν τέλει δεν είναι διόλου πεσσιμισμός – ότι διδάσκει ήθος σε μια εποχή που η λέξη έχει καταντήσει άγνωστη· επέλεξα τα παραπάνω επειδή επ’ αυτών μπορεί κάλλιστα να στηριχτεί μια σύγχρονη πολιτισμική-πολιτική πρόταση).

Και, Καζαντζάκης, για έναν ακόμη λόγο: το 2008 γίνονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Πεκίνο. Ο Καζαντζάκης είχε επισκεφθεί την Κίνα δύο φορές και μάλιστα είχε «χαρίσει» στον κινεζικό λαό τρία μυθιστορήματά του, τον Καπετάν Μιχάλη, το Χριστός Ξανασταυρώνεται και τον Αλέξη Ζορμπά (τούτο σημαίνει ότι θα μπορούσαν να εκπονηθούν μεταφράσεις των έργων αυτών στα κινέζικα χωρίς την καταβολή συγγραφικών δικαιωμάτων). Θα ήταν απίθανο, δύσκολο ή μήπως παράλογο, ο Καζαντζάκης να αποτελέσει τη «γέφυρα» ανάμεσα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και εκείνους του 2008; Θα ήταν άστοχο, ανέφικτο ή παρανοϊκό ανάμεσα στις εκδηλώσεις του 2008 στο Πεκίνο να υπάρχει και κάτι σχετικό με τον Καζαντζάκη;

Παρ’ όλα αυτά, το Υπουργείο Πολιτισμού (για μία ακόμη φορά) πέταξε στα σκουπίδια το γεωπολιτικό δυναμικό που είχε στα χέρια του και σύρθηκε πίσω από επιλογές και αποφάσεις τρίτων, εν προκειμένω της Ιταλίας. Όπως πάντα, η ελληνική πολιτική είναι πολιτική κακών ανακλαστικών. Δεν ξέρω τι σημαίνει ο Καζαντζάκης για όλους όσοι ασχολούνται και εκπονούν τα περί τον πολιτισμό προγράμματα και τις πολιτικές· δεν ξέρω αν τον έχουν διαβάσει καν – και, αν τον διάβασαν, δεν ξέρω τι κατάλαβαν. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, όταν δεν ξέρεις κάτι, ρωτάς και μαθαίνεις. Και όταν έχεις την ευκαιρία να προβάλλεις ένα κομμάτι του πολιτισμού σου, το οποίο αφορά άμεσα τα σύγχρονα προβλήματα και δι’ αυτού μπορείς να προτείνεις μεστό και πλήρη νοημάτων πολιτισμικό λόγο ως αντίβαρο στα σκουπίδια που ευφυώς σερβίρει παγκοσμίως η αμερικανική βιομηχανία «του πολιτισμού», όταν σου δίδεται η δυνατότητα να «παίξεις», έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, πρώτο ρόλο σε διεθνές επίπεδο και δια του πολιτισμού να συμπήξεις συμμαχίες και επαφές με διάφορα κράτη, όταν μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά και δεν τα κάνεις, τότε μη ζητάς να σε παίρνουν στα σοβαρά ως χώρα.

ΥΓ. Θα ήμουν πρόθυμη να ανακαλέσω πλήρως όσα είπα, αν η απόφαση του Υπουργείου για το «Έτος Μαρίας Κάλλας» είχε τα μισά έστω συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα αντίστοιχα του «Έτους Καζαντζάκη».

(Και, όπως έλεγα πρόσφατα σε φίλους αγαπητούς, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω αν όσοι μας κυβερνούν από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, είναι ανόητοι, ανίκανοι ή απλώς πουλημένοι).

 
Από τη Λίτσα κατά τις 5:12 μ.μ. | Ενθύμιον | 28 σημειώσεις