Ο Μάρκος Πόρκιος Κάτων (234-149 π.Χ.) έμεινε στην ιστορία για δύο φράσεις του: «Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί» και «Ω καιροί, ω ήθη». Η πρώτη, συνέβαλε στη διεξαγωγή του Τρίτου Καρχηδονιακού πολέμου (149-146 π.Χ.), που οδήγησε στην καταστροφή της Καρχηδόνας. Η δεύτερη, όμως, δεν υπήρξε το ίδιο «αποτελεσματική»· διότι, ο Κάτων μπορεί να καυτηρίαζε τη Ρώμη του καιρού του, επιδιώκοντας την επαναφορά των παλαιών αυστηρών ηθών, πλην οι Ρωμαίοι ουδόλως ενοχλήθηκαν.
Από τότε, πολλοί εζήλωσαν τη δόξα του, αλλά λίγοι κατάφεραν να παραμείνουν στην ιστορία για παρόμοιους λόγους· μεταξύ αυτών, ο δομινικανός μοναχός Girolamo Savonarola (1452-1498), ο οποίος συμπεριεφέρθη όπως ο Κάτων, όχι στη Ρώμη αλλά στη Φλωρεντία, και τα κατάφερε κάπως καλύτερα· διότι, με τα πύρινα κηρύγματά του, επέτυχε να πείσει τους Φλωρεντινούς ότι η πολυτέλεια και η τρυφή μέσα στην οποία ζούσαν, ήταν η οδός προς την αιώνια Κόλαση – για να γλιτώσουν λοιπόν την πυρά στη μεταθάνατον ζωή, απεφάσισαν να κάψουν στην παρούσα βιβλία, πίνακες, έργα τέχνης και οτιδήποτε συντελούσε στη διαφθορά των ηθών. Η τεχνική της δημόσιας αποτέφρωσης ανήθικων αντικειμένων υπήρξε εξαιρετικά προσφιλής· εκτός από μάγισσες, η ανθρωπότητα τη χρησιμοποίησε πλειστάκις για να καταστρέψει επίσης βιβλία (στη Νυρεμβέργη, λ.χ.) – ως γνωστόν η πυρά είναι ένα από τα (συμβολικά και πραγματικά) μέσα καθάρσεως.
Την προηγούμενη εβδομάδα, βγήκε στη δημοσιότητα ένα («συγκλονιστικό») θέμα: καθηγητής έδωσε σε μαθητές Γυμνασίου να διαβάσουν για τα Χριστούγεννα το μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου Η αγάπη άργησε μια μέρα. Οι συμμετέχοντες στη σχετική συζήτηση εξέφρασαν τη φρίκη τους, διότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει σκηνές βιασμού και σεξουαλικών πράξεων. Ο δημοσιογράφος εδήλωσε βέβαια ότι διαφωνεί με τη «δαιμονοποίηση» της λογοτεχνίας, αλλά εσημείωσε παραλλήλως ότι έχει καθήκον να δίδει βήμα στο λαϊκό αίσθημα και να «αφουγκράζεται» τις αγωνίες γονέων και κηδεμόνων. Δεν παρακολούθησα αν το θέμα πέρασε στα δελτία ειδήσεων (άλλωστε, η ειδησεογραφία ήταν αρκετά πλούσια, καθόσον το θέμα του «πολτού ελιάς» δεν είχε εξαντληθεί, προέκυψε δε και η δολοφονία εξέχοντος κρατικού παράγοντα)· έμαθα πάντως ότι ο καθηγητής απειλήθηκε με απόλυση, αλλά οι μαθητές, με τη σειρά τους, απείλησαν με επεισόδια και έτσι η υπόθεση σταμάτησε εκεί.
Το θέμα, όμως, επανήλθε (για λίγο) χθες το βράδι. Ενώπιον της διαφωνίας ενός των προσκεκλημένων του, ο δημοσιογράφος εδήλωσε ξανά ότι οι συνεργάτες του απεφάσισαν να δημοσιοποιήσουν την ιστορία, παρ’ όλο που ο ίδιος είχε διαφορετική γνώμη· προσέθεσε, πάντως, πως θεωρεί ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να προκαλεί τραύματα.
Δεν ξέρω τι άλλο ειπώθηκε και πώς εξελίχθηκε η συζήτηση (αν έγινε συζήτηση). Όσα άκουσα ήσαν αρκετά για να φέρουν στον μυαλό μου τον Κάτωνα· το Σαβοναρόλα δεν τον θυμήθηκα, διότι πυρές δεν έχουν ανάψει ακόμη.
Το θέμα της λογοκρισίας είναι παλαιό, τόσο παλαιό όσο και ο Πλάτων. Σε γενικές γραμμές, οι θέσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς είναι ακραία και διαμετρικά αντίθετες: αφενός υπάρχουν εκείνοι που υποστηρίζουν τη λογοκρισία (σε απόλυτο ή σχετικό βαθμό) και αφετέρου εκείνοι που κηρύσσονται εναντίον της. Το βασικό ερώτημα που εγείρεται, και που δεν έχει ακόμη απαντηθεί, έχει δύο σκέλη: πρώτον, ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε να ασκήσει λογοκρισία (όχι σε θεσμικό, αλλά σε ουσιαστικό επίπεδο), και δεύτερον, πώς θα είμαστε σίγουροι ότι ο ασκών τη λογοκρισία θα είναι πάντα αντικειμενικός και δεν θ’ αρχίσει να γράφει στη μαύρη λίστα οτιδήποτε φαίνεται αντίθετο προς τις εκάστοτε κυβερνητικές επιδιώξεις (άλλωστε, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια, από την εποχή που ο Αριστοφάνης και ο Πλάτων ήταν λογοκριμένοι). Οι υποστηρικτές της λογοκρισίας ψελίζουν διάφορα ιδεαλιστικά περί μιας ανεξάρτητης αρχής (σαν την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ένα πράμα), στην οποία θα συμμετέχουν πνευματικοί άνθρωποι, με βεβαιωμένη παιδεία, ορθή κρίση και τα παρόμοια. Οι πολέμιοι της λογοκρισίας εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί και επιμένουν ότι, προκειμένου να διακινδυνεύσουμε την περίφημη ελευθερία του λόγου, της έκφρασης κλπ., είναι προτιμότερο να αφήσουμε την επιλογή στους πολίτες.
Προφανώς, το πρόβλημα δεν είναι διόλου απλό – τουναντίον, καταλήγει σε φαύλο κύκλο. Σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, λ.χ., δεν μπορεί να υπάρχει λογοκρισία, διότι παραβιάζεται η ελεύθερη έκφραση· τούτο σημαίνει ότι ακόμη και οι φασιστικές ιδέες θα πρέπει να διακινούνται ελεύθερα· αλλά, μ’ αυτόν τον τρόπο, υπάρχει ο κίνδυνος να ανατραπεί το δημοκρατικό πολίτευμα – αν όμως απαγορευτεί η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τότε το πολίτευμα δεν θα είναι δημοκρατικό. Τι γίνεται λοιπόν σ’ αυτήν την περίπτωση; Αφήνουμε τους πολίτες ν’ αποφασίσουν (περιττό να υπομνήσω ότι ο Χίτλερ άκρως δημοκρατικά εξελέγη). Από την άλλη, αν κανείς εξετάσει ενδελεχώς την πραγματικότητα, θα διαπιστώσει ότι η «ελεύθερη έκφραση» είναι κατ’ ουσίαν νεκρό γράμμα. Διότι, μπορεί να μην υπάρχει επιτροπή λογοκρισίας, αλλά η κοινή γνώμη ελέγχεται με πιο «διακριτικούς» και δημοκρατικούς τρόπους (λ.χ., τα ΜΜΕ, την έννοια του «πολιτικώς ορθού» κ.ά.), κυρίως δε υπάρχει η πρακτική της «ετικέτας» (κοινώς ταμπελίτσας): αν βγεις και μιλήσεις εναντίον της Εκκλησίας είσαι «άθεος», αν επικρίνεις την εθνική πολιτική είσαι «εθνικιστής» ή «εθνικός μειοδότης» (κατά περίπτωσιν) – γνωστά είναι αυτά, δεν χρειάζεται η επανάληψη.
Το θέμα είναι τεράστιο και, όσο διευρύνεται, τόσο περιπλέκεται. Ακόμη κι αν το περιορίσουμε στη λογοτεχνία, πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα αχανές πεδίο, εφόσον η συζήτηση πάλι από τον Πλάτωνα θα ξεκινούσε. Εν προκειμένω, μάλιστα, ο προβληματισμός έχει περάσει και στο πεδίο της αισθητικής θεωρίας: έτσι, η θεωρία του ηθικισμού μας λέει ότι ένα έργο τέχνης οφείλει να παρέχει ηθικά διδάγματα, ενώ η θεωρία του αισθητισμού επιμένει ότι η τέχνη δεν είναι θεραπαινίδα της ηθικής και ότι η αισθητική απόλαυση δεν πρέπει να υποτάσσεται στην ηθική αναγκαιότητα. Ατυχώς, καμία από τις δύο θεωρίες δεν έλυσε το πρόβλημα: υπάρχουν χιλιάδες προσεγγίσεις και διάφορα κριτήρια (υποκειμενικά και μη) που υπεισέρχονται προκειμένου να μιλήσει κανείς για ένα έργο τέχνης. Μια στενά ηθικιστική ανάγνωση θα καθιστούσε την Παλαιά Διαθήκη ανήθικο βιβλίο· μα, σου λένε οι πιστοί, όλα αυτά που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη είναι αλληγορίες ή πάντως προβάλλονται ως παραδείγματα προς αποφυγήν. Αναρωτιέμαι για ποιο λόγο οι ίδιο αυτοί άνθρωποι που υπερασπίζονται την ηθικότητα της Π.Δ., ρίχνουν στην πυρά βιβλία που θεωρούν ανήθικα· προφανώς, επειδή οι συγγραφείς τους δεν είναι θεόπνευστοι. Υπ’ αυτό το πρίσμα, όμως, δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο στην παγκόσμια λογοτεχνία που θα άξιζε να διασωθεί από την πυρά – διότι, σε όλα τα λογοτεχνικά έργα υπάρχει το θέμα του κακού με τη μία ή την άλλη μορφή (στο κάτω-κάτω, η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της εν ψυχρώ, ο Ρασκόλνικοφ πετσόκοψε τη γριά, η Άννα Καρένινα απάτησε τον άντρα της, άσε πια τι γίνεται στον Άμλετ – για ποιους «καταραμένους» ποιητές καθόμαστε και συζητάμε, εδώ ο Άντερσεν και οι Γκριμ ωθούν τα παιδάκια στο δρόμο της απωλείας και κατ’ ουσίαν ούτε βίους αγίων δεν μπορείς να διαβάσεις, εφόσον αρκετοί από τους πειρασμούς των πρωταγωνιστών είναι σεξουαλικού χαρακτήρα).
Αφήνοντας κατά μέρος κανόνες και θεωρίες, σημειώνω ότι για τις προσωπικές μου προτιμήσεις, ένα λογοτεχνικό κείμενο πρέπει κάτι να έχει να πει: αυτό το «κάτι» το ονομάζω «ηθική θέση» και φυσικά δεν ταυτίζεται ούτε με τη φτηνή ηθικολογία ούτε (κατ’ ανάγκην) με την τρέχουσα ηθική· η τρέχουσα ηθική μπορεί λ.χ. να θεωρεί ότι η επιβεβλημένη και υποχρεωτική στάση είναι αυτή της υποταγής, όμως, κατ’ εμέ, ένα έργο που θα προέβαλλε τη θέση ότι πρέπει κανείς να αντιτάσσεται στην αυθαιρεσία οποιασδήποτε εξουσίας είναι απολύτως ηθικό. Φυσικά, υπάρχουν και βιβλία χωρίς θέση (όπως ο Κώδικας Ντα Βίντσι, ας πούμε) – αυτά τα διαβάζω για απλή διασκέδαση αντί να λύσω ένα σταυρόλεξο ή να παρακολουθήσω τις μεσημεριανές εκπομπές κοινωνικής κριτικής· συχνά, η ανία γίνεται κακός σύμβουλος.
Επιπλέον, μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε μέσα σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο αρκεί αυτό το «οτιδήποτε» να έχει οργανική σχέση με την πλοκή και να μην μπορείς να το αλλάξεις ή να το αφαιρέσεις διότι έτσι θα κατέστρεφες ολόκληρο το έργο. Είναι όπως στις ταινίες με τολμηρές ερωτικές σκηνές: σε μερικές, αυτές οι σκηνές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πλοκής, σε άλλες απλώς λειτουργούν ως «κράχτης» για να δει κανείς ένα κατά τα λοιπά μέτριο έργο και βέβαια υπάρχουν και οι ταινίες όπου η πλοκή εξυπηρετεί την καθαρή πορνογραφία (εν τούτοις, και η πορνογραφία έχει το ρόλο της – και υπό ορισμένες προϋποθέσεις συνιστά καλλιτεχνική ή και φιλοσοφική πρόταση· πρόχειρο παράδειγμα Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ, ο Μέγας Ανατολικός ή, παλαιότερα, τα έργα του de Sade).
Ωραία όλα αυτά, θα ρωτήσει κανείς· τι να δώσω στο παιδί μου να διαβάσει; Διότι, εν τέλει, περί αυτού πρόκειται. Εκ των πραγμάτων, όλα τα βιβλία δεν είναι κατάλληλα για όλες τις ηλικίες. Μαθαίνουμε ανάγνωση από τα αλφαβητάρια και όχι από τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλους. Αντιστοίχως, η λογοτεχνική καλλιέργεια δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει από τον Οδυσσέα του Joyce. Κι επειδή οι γονείς (επίσης εκ των πραγμάτων) δεν είναι πάντα σε θέση να επιμεληθούν τη λογοτεχνική καλλιέργεια των παιδιών τους, υπάρχει το σχολείο. Υποτίθεται, δε, ότι τελειώνοντας κανείς το Λύκειο θα είναι, ας πούμε, επαρκής αναγνώστης και θα έχει μάθει βασικά πράγματα για να κινηθεί σ’ ένα κείμενο· κι επειδή η μέση εκπαίδευση διαρκεί 6 χρόνια ενώ η απόκτηση λογοτεχνικής καλλιέργειας είναι περίπου ισόβια, υποτίθεται επίσης ότι θα έχει μάθει πού να ψάξει και τι να διαβάσει, προκειμένου να καλύψει όλα εκείνα που δεν ήταν δυνατόν να του καλύψει η εξαετής εκπαίδευση. (Εντάξει, το ξέρω ότι ζω σε άλλο κόσμο). Με απλά λόγια: καθώς διαμορφώνεται ένας νέος αναγνώστης, ασκείται ένα είδος «διακριτικής» λογοκρισίας (με την έννοια που περιέγραψα παραπάνω), η οποία όμως δεν έχει την έννοια της απαγόρευσης, αλλά την έννοια (ας μου επιτραπεί) της σταδιακής «μύησης» ή καλύτερα εξοικείωσης με την ιστορία της λογοτεχνίας, τη θεωρία της, τη φιλοσοφία της τέχνης, το περιεχόμενο των βασικών αισθητικών κινημάτων και όλα τα συναφή. Εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις αυτές, ο αναγνώστης μπορεί να πορευτεί μόνος του: μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κανένα βιβλίο δεν θα αποτελέσει ποτέ «εγχειρίδιο άσκησης στη διαφθορά». Το πρόβλημα, εν τέλει, δεν είναι δύσκολο να λυθεί αν κάνουμε τον κόπο να οργανώσουμε την εκπαίδευση με ορθολογικό τρόπο και να της θέσουμε ως στόχο τη διαμόρφωση πολιτών που θα μπορούν να σκέφτονται, να κρίνουν και να επιλέγουν.
Τέτοιοι πολίτες, όμως, δεν είναι το όνειρο της εξουσίας – τουναντίον, αποτελούν τον εφιάλτη της. Ως εκ τούτου, καθόμαστε και αναλωνόμαστε σε συζητήσεις επί συζητήσεων περί λογοκρισίας και καλλιτεχνικής ελευθερίας, αενάως ηθικολογούντες και ασκούμενοι περί τα δεοντολογικά. Ως εκ τούτου, λαμβάνει το δικαίωμα ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος να εκφέρει δημοσίως δεοντικές κρίσεις περί του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διδάσκεται, περί του οφείλει και τι δεν οφείλει να κάνει η λογοτεχνία. Και να αποφαίνεται, περισπούδαστα ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει να προκαλεί τραύματα.
Ορίστε το κριτήριο: η λογοτεχνία δεν πρέπει να πληγώνει. Συνεπώς, ας ρίξουμε στην πυρά τους τραγικούς, τον Dante, τον Shakespeare, τον Ντοστογιέφσκι, τον Flaubert, τον Byron – τέλος πάντων, όλους όσοι τραυματίζουν τις βεβαιότητές μας και τις ευαισθησίες μας, όλους όσοι έρχονται να διαταράξουν την αρμονική και ανώδυνη ένταξή μας στην υπάρχουσα πραγματικότητα.
(Η Λιλή Ζωγράφου δεν είναι από τις αγαπημένες μου συγγραφείς. Αλλά τούτο δεν οφείλεται στην ελευθεροστομία της ούτε στις «τολμηρές» σκηνές που περιγράφει. Και, ναι, νομίζω ότι είχε δίκιο ο Oscar Wilde όταν είπε πως δεν υπάρχουν ηθικά ή ανήθικα βιβλία, αλλά μόνο καλογραμμένα ή κακογραμμένα – και, κατά σύμπτωσιν, τα πλέον «ανήθικα» είναι και κακογραμμένα).